Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1-100 από 243
Σπίτιμ μου, σπιτάκιμ μου και προτοφυλαχτάκιμ μου (ή πορτοφυλαχτού(δ)ιμ μου).
(1924)
Σκ. Β', 280, αρ. 85. (:"Εμός οίκος καλλιστος οίκος", Πρβλ. και Μπουντώναν ενθ. αν "σπιτάκι μ' σπιτάκι μ' κι πουρδουκαλυβάκι μ'")...
Κάθε ξύλον τογ καπνόν του ξέρει
Ερμηνεία: Έκαστος τα ίδια γίνωσται
Άσπρα νέφη, μαύρη πείνα
(1945)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Έγινε σκοτωμός
Λέγεται όταν πωλήται τι και γίνεται συγκέντρωσης και ωθούνται αμαλλώμενοι, τις να αγοράση
Κατά κορμίμ μανίτζιν
(1931)
Ανάλογο δηλαδή προς ένα πράμα θάναι και το σχετικό του
Έσ΄ ο Θεός
(1930)
Κάτσε γάαρε ψόφα, ώσπου να 'φκή το τσαϊριν
Ερμηνεία: Επί αναμονής στερουμένης πάσης ελπίδος
Με το βελόνιβ βκάλλει λάκκον
(1940)
Όποιος δεν ηξέρει να πεθάνη, ππέφτει χαμαί τζαι λαχταρά
Ερμηνεία: Επί αδεξίων
Πουσει κατάραν του παππου, πάει τομ Μαν αρκάτης τζι απουσει του πρωτοπαππου, πάει τομ Πρωτογιούνην
(1931)
Οι κατάρες των γονιών εκπληρούνται σε σειράν γενεών
Έκαμεν τζι' ο Γεννάρης νήλιον
(1945)
Ο καιρός συνήθως τον Γεννάρη είναι βροχερός ή συνεφιασμένος και σπάνια αίθριος. Η παροιμία λέγεται και μεταφορικά για ανθρώπους που σπάνια γελούν και που είναι πάντα κατσούφηδες
Το κκισμέττιν 'εθ θέλει καϊρέττιν
(1931)
Το τυχερό δεν θέλει γρηγοράδα
Που Σάββατον ως Σάββατον ελύτζιασεν ο κκέλης
(1931)
Από τ' όνα ως τ' άλλο Σάββατο ψώριασε ο φαλακρός
Είες ΄ρκάν τζι 'αππήαν φούρνον
(1954)
Είδες ποτέ καμμιά γρηά να μπορέση να πηδήση φούρνον; Ερμηνία : Λέγεται εις περίστασεις κατά τας οποίας εν ζήτημα είναι φυσικώς αδύνατον να εκτελεσθή, είναι ακατόρθωτον
Όποιος βαστά τζαί ξαπολά για πελλόν τοβ βαστούν
(1940)
Επί δανειστών ησφαλισμένων, οι οποίοι επιδιώκεται να αφαιρεθώσι την ασφάλειαν που έχουσι
Το σταμνίν πάει πολλές φορές στην βρύσην μα κάποτε πάει τζ' εν ηστρέφεται
(1954)
Η στάμνα πολλές φορές πάει στη βρύση, μα κάποτε πάει και δεν γυρίζει
Τζαι τοβ βασιλέα πίσω του υβρίζουν τον
(1940)
Εάν πρόσωπον αξιοσέβαστον υβρίζεται, κοινός θνητός δεν πρέπει να απορή υβριζόμενος
Βάστα με να σε βαστώ ν' ανεβούμεν το βουνό
(1940)
Κάθε δυσκολία που αντιμετωπίζομεν, όπως η ανάβασις εις ανωφέρειαν, γίνεται ευκολωτέρα αν άλλος μας υποβοηθήσει εις τον αγώνα
Είες του κάττου το μαλλίν για να 'ινή μετάξιν;
(1931)
Και μας εξηγεί την σημασία ο ποιητής Χρ. Παλαίσης: Τ' αδρώπου του κακόγνωμου η γνώμη του ν' αλλάξη;
Διατάσσω 'γιώ τηγ κάττα μου τζ' η κάττα τα καττούκια της
(1931)
Δηλαδή προστάζω γω κάποιο κι αυτός άλλους κι έτσι μένει η υπόθεση εκκρεμής
Του νήλιου chύκλος, άνεμος του φεγγαριού, βροchή
(1945)
Όταν ο ήλιος περιβάλλεται από κύκλον, προβλέπεται άνεμος, αν το φεγγάρι, προβλέπεται βροχή
Εγέλασεν τζι' ο Γεννάρης
(1945)
Ο καιρός συνήθως τον Γεννάρη είναι βροχερός ή συνεφιασμένος και σπάνια αίθριος. Η παροιμία λέγεται και μεταφορικά για ανθρώπους που σπάνια γελούν και που είναι πάντα κατσούφηδες
Ο κάττος τζι αν εγέρασεν, τα νύσα πούσεν έσει
(1931)
Ο γάτος κι αν εγέρασε τα νύχια πούχε τάχει. Δηλαδή, και στα γεράματα θάχη τες κακίες ο άνθρωπος, που τες είχε στα νιάτα του
Ο κάττος τζι ο καλόηρος το ψάριν αγαπούντο
(1931)
Δηλαδή καθένας το συμφέρον του κυνηγάει
Αγκρίστηκεν ο λαός με τ' όρος!
(1948)
Ερμηνεία: Όπως είναι αδύνατο ο λαγός να μαλώση με το δάσος, έτσι αδύνατο είναι και δυό που' χουν αμοιβαία μεγάλα συμφέροντα να μαλώσουν
Βορκάες της Αγίας Μαρίνας ωεφή του προφήτη Ηλία: Ο γρόνος εν ναν καλός
(1945)
Αν στις 17 Ιουλίου, Εορτής της Αγίας Μαρίνας φυσούν βόρειοι άνεμοι και ο καιρός στις 20 του ίδιου μηνός, εορτήν του Προφήτη Ηλία, είναι συνεφιασμένος, το γεωργικόν έτος προβλέπεται να είναι καλόν
Κάθε τάβλαν τζαι μαντήλιν νάσου τζαι τον κύρ Βασίλην
(1940)
Ειρωνικώς δια τους αρεσκομένους εις φαγοπότι. Κατ' επέκτασιν και δια τους αναιδείς, τους προσερχομένους όπου διασκέδασις
Ετσύλλησέμ με το σκουφίν του βαρ(ο) υπνά
(1940)
Εκ του πανελληνίου μύθου του εφιάλτου
Βάστα με να σε βαστώ
(1940)
Αλληλοβοηθούμενοι επιτυγχάνομεν ό,τι έκαστος χωριστά δεν θα κατώρθωνε
Βαστά σ' ο τόπος Διγενή γιατ' είσ' αντρειωμένος
(1940)
Λέγεται δι' όσους εντιμώνται όχι διά τα προτερήματα των, αλλά διότι είναι πλούσιοι και έχουσι “μέσα”
Πε, πε, εν να το πη τζι ο κώλος σου
(1931)
Άμα ένα ευχάριστο για σένα πράμα, το λες και το ξαναλές απ' την χαρά σου
Βάστα κώλε να φας αβκόν
(1940)
Πρέπει να δεινοπαθήσωμενμ δια να κερδίσωμεν. Εικών εκ τυ τσουγκρίσματος αυγών. Συνήθως τσουγκρίζουν πρώτον με το μυττερόν του αβκού, και σαν σπάση τούτο με το πλατύ του, “τον κώλον”. Αν σπάση και τούτο ο νικήσας κερδίζει ...
Ώσπου στέκει το πλάσμαν στέκει τζαι το κκισμέττιν του
(1931)
Δηλαδή όσο βαστάει ο άνθρωπος πρέπει να ελπίζη στην τύχη του
Κάμνει ο κλέφτης ταρασήν να φοηθή που χάση
(1931)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Τζιείνον πούσσιεν η 'ρκά στον νούν της, εθώρεν το όρομαν
(1954)
Κείνο πούχε η γρηά στο μυαλό της τόβλεπε στ΄όνειρό της. Ερμηνία : Δια τους αδημονούντας να εκτελέσουν κάτι
Απού 'σει πούζαν τζαί παι(δ)ίν στογ γάμον τί γυρεύκει;
(1920)
Ερμηνεία: Επί των εχόντων αείποτε ασχολίας
Ο κώλος ο ξεβράκωτος είδε το βρακί και εχέστη
(1931)
Δηλαδή, ενώ προτύτερα δεν είχες τίποτα, τώρα που κάτι απόκτησες, νομίζεις πως έχεις του κόσμου τα βασίλεια
Εσ σου κλουθά (ή κλουφά) ο τζιαιρός; Κλούθα (ή κλούφα) του εσού
(1945)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Χέμα φτύμμαν, χέμα κώλον;
(1931)
Μαζί καί φτύμα, μαζί καί κώλο; Γιά κείνους πού θέλουν νά τούς τά κάνης όλα έτοιμα, χωρίς νά κοπιάσουν τό παραμικρό αυτοί
Κόφτει το ορμάνιν, αν αγκριστή ο λαός;
(1948)
Ερμηνεία: Όταν πρόκειται για δυό που συνδέονται, κι ο ένας έχει μεγάλη δύναμη, ενώ ο άλλος είναι αφανής κοντά του, και δυσαρεστείται ο δεύτερος με τον πρώτο, λοιπόν τον γνοιάζει τον πρώτο;
Μιάλοβ βούκκοβ βάλετζ' αι μιάλολ λόομ μεμ πης
(1948)
Ερμηνεία: Για καυχησιολόγους
Πέ μου τόν φίλον σου νά σού πώ ποιός είσαι
(1954)
Ερμηνεία: διά τήν σημασίαν πού έχει η συναναστροφή επί τόν χαρακτήρα τού ανθρώπου
Άκουε βελόνισ στον τοίχον
(1940)
Όπως το βελόνιν εις τον τοίχον δεν ακούει ούτω πως και ο αποφασισμένος να μη προσέξη εις τας συμβουλάς μας
Εκόλλησεμ πάνω μου σαν την αβdέλλα
(1940)
Επί απαιτητικών αναιδών. Εικών από την παλαιάν ιατρικήν συνήθειαν να γίνεται αφαίμαξις δι' αβδέλλας
Βουθά η κουμέρα της η Λαμπρού
(1940)
Προέκυψε από τον μύθον καθ' όν οκνηρά και ανόητος γυναίκα, αντί να νήθη, όπως η τότε συνήθεια, έρριπτεν εις την φωτιάν το βαμβάκι, που έπρεπε να κλώθη. Εις κάποιοαν ερντήσασαν αυτή μόνη δεν εργάζεται απήντησεν οτι ετελείωσε ...
Με το βελόνι γυρεύκει ν' ανοίξη λάκκον
(1940)
Δια τους ματαιοπονούντας να πραγματώσωσιν έργα ανώτερα των δυνάμεων και των μέσων που διαθέτουσι
Κάθουμαι πάσ' στα βελόνια
(1940)
Τα βελόνια, τρυπούσι ώστε να αδυνατή να καθήση τις επ' αυτών. Επί αγωνιώδους αναμονής
Πε, πε, εν να το πη τζ' ο κώλος σου
(1948)
Ερμηνεία: Για τη κατάχρηση, που κάνει κανείς, άμα λέη και ξαναλέη ένα ευχάριστο γι' αυτόν πράγμα
Όσον να θέλη ο Θεός δυνάται να βρέξη τζ'αί να μεν -ι- δρέψη
(1931)
Άμα να θέλη ο Θεός μπορεί να βρέξη και να μη μας θρέψη. Για την παντοδυναμία του Θεού. Η βροχή θεωρείται σαν μια καλή απόδειξη για μία καλή εσοδειά κι εν τούτοις άμα θέλη ο Θεός!
Βάρdα τζ' εν να περάσ' οβούς μου
(1940)
Εν να περάσ' ο βούς. -Τζαί πού ένι; - Να το σσίνι που πάω να τογ γοράσω
Κόντραν είχα τσ' έβκαλα, του γαμπρού μου τσ' έδωκα
Ερμηνεία: Επί απαλλαγής βάρους ετέρω μεταβιβαζομένου
Σταξιάν – σταξιάν ο κόλυμπος γεμώννει
(1954)
Ερμηνεία: Επί οικονομίας
Φασούλι το φασούλιν γεμώννει το σακκούλλιν
(1954)
Ερμηνεία: Επί οικονομίας
Απού τα παγωτά νερά τζι' απού τα ςhιόνια μέρες
(1945)
Ερμηνεία: Μετά την παγωνιά επακολουθεί καιρός βροχερός και μετά τα χιόνια, καιρός αίθριος
Δανείζου καλοπκιόρωννε τζαι πάλε στράφου τζ' έπαιρνε
(1931)
Δηλαδή να εξοφλάς τις υποχρεώσεις σου, για να σου παρέχουνται νέες
Από Μαρτιού καλοτζιαιρκού τζι απ' Άουστον ςhειμώναν
(1945)
Ερμηνεία: Από του Μαρτίου και εμπρός αρχίζει το καλοκαίρι, κι' από τον Αύγουστο ο χειμώνας
Του καλού τζιαιρού τα νέφη όποθθεν νεφάνουν (γυρίσουν) βρέσκει
(1945)
Στην καλοχρονιά απ' όπου κι' αν αφανούν τα νέφη, βρέχει
Άρκα πωρνή, καλή μέρα
(1945)
Όταν τα πρωϊνα, κατά τους χειμερινούς μήνες, είναι με καιρόν άσχημον, η μέρα προβ΄λέπεται να είναι καλή
Εν ο πελλός που την πόρταν
(1920)
Ερμηνεία: Παροιμιώδης φράσις επί των εκ παρεξηγήσεως διαπραττοντων χονδροειδή λάθη και ανοησίες.
Σταλαματιά – σταλαματιά γεμίζ' η λίμνη
(1954)
Ερμηνεία: Επί οικονομίας
Το γλήορον τζαι το καλόν εμ πάμ μαζίν τα δκυο
(1931)
Παρεμφερής βία
Από Μάρτην καλοτζιαίριν τζι απ' Άουστον ςhειμώναν
(1945)
Ερμηνεία: Από του Μαρτίου και εμπρός αρχίζει το καλοκαίρι, κι' από τον Αύγουστο ο χειμώνας
Σταλαμαδκιάν – σταλαμαδκιάν γεμώνν' η στάμνα η πλαθκειά
(1954)
Ερμηνεία: Επί οικονομίας
Σταλαματιά – σταλαματιά γεμίζ' η στάμνα η πλατειά
(1954)
Ερμηνεία: Επί οικονομίας
Το πολύ Κύριε ελέησον, βαρκυέται τζ' ο Θεός
(1940)
Αι συνεχείς ενοχλήσεις αποβαίνουσιν δυσάρεστοι και εις τον μάλλον υπομονητικόν
Το μεσ σε μέλει, μερ ρωτάς, ποττέ κακόμ μεν έχεις
(1924)
Μη ενδιαφερόμενος δια τα αλλότρια, μη πολυπραγμονών ημπορείς ν' απαλλαγής πολλών πραγμάτων και δυσαρέστων
Εβ βάρος της γης
(1940)
Κατά το άχθος αρούρης, δια τους ανωφελείς και αχρήστους
"Δείξε μου την συντροφιάν σου να σου πω την αδρωπιάν σου." "Δείξε μου τη συντροφιά σου να σου πω την ανθρωπιά σου."
(1954)
Διά την σημασίαν που έχει η συναναστροφή επί τον χαρακτήρα του ανθρώπου.
Που τ' αγάπουν τογ καλόμ μου τζαι που τον είχα έννοιαν πέντε γρόνους τον εφίλουν τζ' 'εν τον εί' αν είσεγ γένεια!
(1931)
Π' αγαπούσα τον καλό μου, κι από τα του είχα έγνοια, πέντε χρόνια τον φιλούσα και δεν είδ' αν είχε γένεια. Για κείνους που λένε πως ενδιαφέρονται για ένα φίλο τους, ενώ στην πραγματικότητα ούτε το παραμικρό τους γνοιάζει
Αγκρίστηκεν η καλή μου τζαι πα να τημ μερώσω έαγ καθίζιγ κότσιρους να της παρασονώσω
(1931)
Μ'αλωσε η αγάπη μου, πάω να τη την αγαπήσω, ένα καζάνι κόπρανα να της τα παραχύσω. Πέιραγμα σ' ένα που κακοφανίστηκε μαζί μου, χωρίς να τον αγαπώ και χωρίς να μ΄ενδιαφέρει
Ο απόστολος Βαρνάβας ανοί(γ)ει τα παντα(γ)ύρκα τζ' ο απόστολος Αντρέας βαδώννει τα
(1940)
Τα μεγάλα μανηγύρια άρχονται την 11ην Ιουνίου εορτήν του αποστόλου Βαρνάβα. Η τελευταία πανήγυρις, η του αποστόλου Ανδρέα 30 Νοέμβρ. Επειδή ένεκα της αποστάσεως και της κακοκαιρίας ήτο δύσκολος η προσέλευσις εκ των άλλων ...
Βάρdα τζ' εν να περάσ' ο βούς - Τζαί πού ένι; - Να το σσίνι που πάω να τογ γοράσω
(1940)
Δια τους πιστεύοντας ως πραγματικότητα απλάς των ευχάς. Η παροιμία οφείλεται εις παραμύθιν καθ΄ο ένας τρελλός, που ήθελε να αγοράση βούν, παρεμέριζε τους διαβάτας δια να περάση το βώδι του που έμελλε να αγοράση
Ερκώθης που τον άρκονταν δήννει σε που την γλώσσαν
(1954)
Εχρεώθης απ' τον πλούσιο, σε δένει από την γλώσσα
Εν έππεσεν ο ζάχαρις 'ς το νερόν
(1924)
Ουδεμία ανάγκη σπουδής. Κυρ.: δεν έπεσεν η ζάχαρις 'ςτο νερόν, ώστε να είναι φόβος, μήπως λειώση αμέσως και επομένως να είναι ανάγκη μεγίστης σπουδής. Ανάλογος την σημ. η ανωτ. π. εν λ. άνεμος “Εν επήρεν ο άνεμος ταγκάλια” ΣΚ. Β' 278, αρ. 9...
Εβούλλωσεν του τα ο δκιάολος
(1940)
Πιστεύεται ότι του φιλαργύρου τα χρήματα είναι κατηραμένα και φέρουσι δυστυχίαν. Ίδε “ ακριβός ” 9, του οποίου προφανώς είναι βραχυλογία...
Κόβκει αγκούρες
Σημείωση: Αγκούρα = μεγενθυτικόν του αγκούριν
Πάσα αρκή, δυσκολία
(1931)
Κάθε αρχή 'ναι δύσκολη