Αναζήτηση
Αποτελέσματα 5701-5800 από 5927
Πέθαν' η πεθερούλα μου πλάτυν' η αγκωνούλα μου
(1963)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Δεν άφησε ποδάρι
(1882)
Ερμηνεία: Όλους τους εσκότωσε
Τ' αλεπλή και τ' Αλμαλή κι του κουμπουρλάρ μαζί
(1938)
Την έλεγαν συνήθης οι αγωγιάται, όταν ήθελαν να ειπούν οτι πρόκειται περί ασήμαντων πραγμάτων. Τα τρία ταύτα μικρά ελληνικά χωριά είσαν εις τον κάμπον της Θράκης, κατοικούμενα από γεωργούς λεγόμενους περιφρονητικώς “κουτσουράδες”
Ού Θεός ουρφανόν κάμν' άμοιρουν δεν κάμν'
(1952)
Λέγεται ως ενδεικτικόν του ότι πολλάκις η έμφυτος ιδιοφυϊα υπερνικά την δια προσπαθειών και κόπων κτωμένων μάθησιν
Όποιος βλέπεται βλέπειτον κι ο Θεός
(1943)
Δηλαδή όποιος προσέχει τον προσέχει κι ο Θεός.
Άλλος στά πρώτα τ, κι άλλος στά υστερνά τ
(1941)
Ο κοπιάζων εν τή νεότητι απολαμβάνει κατά το γήρας ή άλλος γεννάται πλούσιος και πεθαίνει πτωχός και άλλος γεννάται πτωχός και πεθαίνει πλούσιος. 119
Αν χάθ'καν τα σκουλαρήκια απομέν' η αρχοντιά
(1965)
Φια όσους επτώχυναν, αλλά διατηρούν το αρχοντικό ήθος
Αρσενικός γάδαρος σύρνει πίσω του πουλάριν;
(1940)
Την επίβλεψιν και καθοδήγησιν των τέκνων έχει η μήτηρ
Νε σκόρδου έφαγιν νε σκουρδές βρουμάει
(1939)
Ερμηνεία: Επί αδιαντρόπουν, όστις έχει κάνει μιαν κακήν πράξειν και δεν δίδει ουδεμίαν σημασίαν
Δεν εταιργιάσανε τ' άστρα ντως
(1938)
Δεν συμφωνούν οι χαρακτήρες τους
Θέλει άσπρα να ξοδιάσης και να μη τα λογαριάσεις
(1956)
Για μια δουλειά που για να επιτύχη πρέπει να ξοδεύσης πολλά
Θέλει δέκα γιά ν' αρχίση και σαράντα να σωπάση
(1956)
Για κείνους που δε μιλούν, μα μιά κι αν αρχίσουν, δεν παύουν
Άσπρου ψωμί, άσπρου τυρί κ' ένα άσπρο πίσω
(1956)
Ερμηνεία: Για την φτήνεια των περασμένων χρόνων
Κάθε αρχή και δύσκολη
(1956)
Δύσκολα αποφασίζει κανείς να κάνη ένα τι, αλλά μιά και αρχίσει, θα γίνη. Η αρχή το ήμισυ του παντός
Το αρχοντοξέσπασμα να κλαίτε
(1956)
Ο αρχοντοξεπεσμένος είναι του λυπημού
Η αστραπή όπου πέσει καίει
(1956)
Όπου γίνει το κακό, εκεί γίνεται και η καταστροφή
Βόηθα κόκκινη της μαύρης, κι από με βοήθεια θάβρεις, βόηθα μου νύχτα και αυγή, και φαίνομαι καματερή
(1962)
Ι. Χρυσικοπούλου Συλλογή
Ούτε σκόρδο έφαγε ούτε σκορδιές μυρίζει
(1937)
Προσποιείται ότι δεν ξέρει τίποτε
Άσπρη ρασέ, μαύρη ρασέ, δεν είν' το πάπλωμα για σέ
(1908)
Ερμηνεία: Επί των ζητούντων να επέμβωσιν αναξίως εις έργον τι
Όποιος τρέχει στην αρχή στο τέλος αποσταίνει
(1965)
Για όσους ενεργούν με βία
Τ' Απρίλλη μέρες ζύμωνε τσ' αν έχης στράτες πήαινε
(1934)
Κατά τον Απρίλιον αι ημέραι έχουν ήδη τόσον μεγαλώσει ώστε να έχη η οικοδέσποινα καιρόν να ζυμώση το πρωί, να υπάγη εις μακρινάς εργασίας και πάλιν να επιστρέψη εγκαίρως δια το πλάσιμον και ψήσιμον των ψωμιών
Από πίττα που δεν τρως τι σε μέλλει κιάν καή
(1939)
Μήν ενδιαφέρεσαι για πράματα που δεν έχεις συμφέρον
Άρρωστη τζ' αγκαστρωμέν να πω του κάττου ππίσσι?
(1940)
Επί οκνηρών. Οκνηρά σύζυγος εγκυμονούσα, το σηκότι που έφερε ο άντρας της εκρέμασε εκεί πλησίον της. Όταν ούτος έμαθε τι απέγινε και ηρώτησε γιατί αφήκε τον γάτον να φάη το σηκότι, ήκουσε το ως ανωτέρω
Τάσπρα ξυπνούν τον άνθρωπον, τζαι το ψουμίν τοδδύλλον, τζαί το κριθθράριν τάλογον, τζαί το πουττίν τοβ βίλλον
(1940)
Διά πρόθυμον και δραστήριον δράσιν πρέπει να υπάρχει το κίνητρον
Αρκόντηνεν ο γείτος μας, τζ' αγόρασεβ βρουκάλιν, αμ' αγοράση τζαί σαρκάν, εθ θα μας συνυχάνει
(1940)
Ειρωνικώς, δι' όσα άλλοι θρωρούσι σημαντικά και άξια λόγου
Μήτε η αρκογκιά κληρονομιά μήτε το μούλκιμ πάντα
(1940)
Μούλκι, κτηματολογικώς, σημαίνει πλήρη ιδιοκτησίαν ως η οικία, δένδρον, διατιθεμένην κατά βούλησιν εν το χωράφι είναι αραζή, εφ' ου άνευ κρατικής αδείας είναι αδύνατον να ανεγερθή οικία
Μήτε η αρκογκιά κληρονομιά, μηδέ τ' οφφίτζι πάντα
(1940)
Λόγοι παρηγορίας δι' ατυχούντας αλλά και υπομνήσεως ότι ουδέν είναι σταθερόν ή διαρκές εις τον βίον
Άρκος τζαί πελλός, κατά που τους δόξει
(1940)
Ιδιότροποι και εκκεντρικοί προβαίνουσιν εις πράξεις ασυνήθεις
Αυτή είναι για το ράφι
(1915)
Ερμηνεία: Θα μείνη άγαμος
Έδ διά τ' αντζέλου του νερόν
(1940)
Επί των άκρως φιλαργύρων, οι οποίοι και εαυτούς στερούσι πολλών εκ φιλαργυρίας. Άγγελος είναι ο προστάτης μας άγγελος, κατ' ακολουθίαν ο εαυτός μας
Το πονηρόν του πουλλίν από την μύτην του πιάννιτι
Ερμηνεία: Δια τους συλλαμβανομένους εν τοις διαβουλίοις των
Αρχοdόπ'λα, - γουρ'νό'λα
(1943)
Ότι τα πλουσιόπαιδα δε γίνονται καλοί άνθρωποι
Μας ήβγαλ' ασπροπρόσωπους
(1957)
Ερμηνεία: Για κείνους που μ' εντιμότητα, αλλά και με επιτυχία διεκπεραιώνουν μια δουλειά
Ο Θεός αρφανά κάμνει, τζαι κακορίζικα εγ κάμνει
(1940)
Το θείον θεραπεύει το αναπόφευκτον κακόν, ελεών άλλως τον θιγόμενον
Γιατί είμαι ξένος τζ' ορφανός, τζαι εμ με αγαπούσιν ούλλα τα ποβαρέματα πάνω μου ποβαρούσιν
(1940)
Δι' όσους επειδή στερούνται προστάτου υφίστανται δοκιμασίας
Αρκόντηνεν ο γείτος μας, τζ' αγόρασεβ βρουκάλιν
(1940)
Ειρωνικώς, δι' όσα άλλοι θρωρούσι σημαντικά και άξια λόγου
Τί κάνετε έτσι σαν αρκουδόγυφτοι
(1936)
Επί ακαταστασίας
Άσπρα στου πουγγί, ψάρια στου βουνί
(1893)
Ερμηνεία: Επί χρημάτων το παν δυναμένων
Άπιαστα πουλιά χίλια στουν παρά
(1893)
Ερμηνεία: Επί των απαγγελομένων πολλά, μηδέν δε πραττόντων
Αρκόντου παρακάλεση, σα ναν την πης αγγάρεια
(1952)
Γιατί έμμεσα σε υποχρεώνει
Πού τον τζύρην αρφανιάν, τα παιδκιά μεσ' στηγ γωνιάν. Πού τημ μάναν αρφανιάν, τα παιδκιά στηγ γειτονιάν
(1940)
Η μητέρα συμμαζεύει τα τέκνα της ενώ ο πατέρας όχι λόγω ασχολειών του
Αντάν αστράφτει τζαί βροντά να μέφ φοάσαι, αντάχ χωρίζει μια ψυσή που την άλλην να φοβάσαι
(1940)
Λέγεται ιδία επι τοκετού
Άσταψεν ο Βασιλειάτης, τζ' εμουγκάρισεν ο σοίρος έσει νερά
(1940)
Βασιλειάτης είναι τοποθεσία της παραλίας Βασίλειας (Κερήνεια) και σοίρος βράχος εις την θάλασσα ΒΑ του Καραβά
Άσσημμ πράμαν, (τζαί) καλήμ πούλησιν
(1940)
Αντίδοτον δοθέντος κακού δίδεται η εύνοια της τύχης
Σ' ένα καζάνι βράζουμε
(1943)
Το ίδιο είμαστε, ή την ίδια στενοχώρια έχομε
Απόχτησ' ο άβρακος βρακί, κάθε πόρδο και το λυεί
(1926)
Επί των οψιπλούτων, αλαζονευομένων φωρτικώς και επιδεικνυοομένων ακαίρως
Με ήκανε απ' άσπρου
(1957)
Ερμηνεία: με εξευτέλισε, με κατσάδιασε
Άλλο γάιδαρον κι θα έχ' να κοτζέυ
(1939)
Δε θάχει πια άλλον γάιδαρο για να μπορέσει να μετακομίσει, θα χάσει τον προστάτη του και τα μέσα που διαθέτει
Κάθ' αρχή κι δύσκουλ'
(1911)
Αντέ να καβαλίσεις γάδαρο, να καβαλίσεις άτι
(1957)
Έτσι προσπαθούσαν να διεγείρουν τις φιλοδοξίες και μάλιστα των νεωτέρων. Η παροιμία κι αυτή, όπως και τόσες άλλες ήλθε απ' έξω. Στα Βουρλά ουδέποτε λέγανε “άτι” ή αλλά πάντα “άλογο”
Αρχηγού παρόντος, πάσ' αρχή παυσάσθω
(1893)
Ερμηνεία : Ανάλογος το ομηρικόν “Ουκ αγαθόν πολυκοιρανίη”
Ας σογ κοντόν τον άνθρωπον να φογάσαι, όσο εν απάν τη γης, άλλο τόσον εν κι αφ' κάτ' η γης
(1874)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Αμ αστράψει ο Λιμνίτης, έσει νερά
(1940)
Τοπική της Σολιάς
Με το νου πλουταίν' η κόρη με το νου η γ ακαμάτρα
Ερμηνεία: Επί βασιζομένους εις κεναί ελπίδαι
Ασσημοφόρα, τζαί μέρ ριάς
(1940)
Προτιμώτερα τα ευτελή ενδύματα προφυλακτικά του ψύχους παρά τοιαύτα επιδείξεως, αλλ' επικίνδυνα δια την υγείαν μας. Προτιμητέον το ωφέλιμον αντί του ευχαρίστου
Τ' άστρα κατεβάζει
(1943)
Με τα μάγια κυρίως, αλλά και με τα ψέματα, τους όρκους, ή τις διαμαρτυρίες
Σ' κόβου γω τ' αστρζικό σου
(1943)
Αν έης πολλά παράδες ξάψον και κάθκα παν
(1881)
Ερμηνεία: Προς εκείνους οίτινες εξ αλαζονείας και περιφρονήσεως προτείνουσι τινι να δώσωσιν αυτώ χρήματα
Εγώ ντο είχα επούλτσα – το και άλλο κι΄αγοράζω
(1939)
Εγώ ό,τι είχα το πούλησα και δεν αγοράζω πια τίποτε. Λέγεται με κάποια μελαγχολική διάθεση από ηλικιωμένους, που είδαν κι΄επέρασαν πολλά και δεν τους έμεινε πια περιθώριο για απολαύσεις στη ζωή. Επίσης και ειρωνικά στους ...
Τ' άσπρα, άστρα κατηβάζ'νε
(1939)
Ερμηνεία: Τα γρόσια - τα χρήματα – άστρα κατεβάζουνε
Το πείσμα κάμνει πρήσμα
(1883)
Ερμηνεία: Εννοεί όταν τις εμμένει εις την κακήν αυτών πορείαν, το αποτέλεσμα θα είναι εξ άπαντος ολέθριον
Παρά νάσης άρρωστον, κάλλιον να κόβκης πέτραν
(1940)
Αγωνιώμεν δια την απόληξιν της νόσου, και διότι προσφιλής μας ύπαρξις πάσχει
Το παννίν το άσσημον, της νεφανταρκάς μεινίσκει
(1940)
Ύβρεις προς ανώτερον υποψίας μένουσιν εις βάρος του υβρισκού, όπως το ελαττωματικόν ύφασμα
Τρώεις σούππαν άρρωστε;
(1940)
Το γάλα και η σούππα η μονόχογλη, με ρύζιν και νερόν αποτελούσι την κυριωτέραν εν Κύπρω τροφήν δια τους ασθενείς. Τοιαύτην δίαιταν εννοείται ότι γλήγορα βαρύνεται ο ασθενεής
Επήρεν τα άσπρα μετρητά
(1940)
Ερμηνεία: Λέγεται επί των εντίμων που εξ εαυτών κρίνοντες πιστεύσουσι κάθε διήγησιν
Κατά το πάπλωμά σ' ναπλώνς τα πουδάρια σ'
Για κείνους που ξοδεύουν ή επιχειρούν κάτι χωρίς να λογαριάουν τις δυνάμεις τους, δηλαδή να αναλαμβάνεις έργα ανώτερα από τις δυνάμεις σου