Αναζήτηση
Αποτελέσματα 301-400 από 2629
Σέρνει ο Γιάννης τον Γιάννη κι η Γιάννενα το Γιάννη
(1938)
Οι όμοιοι κάνουν παρέα
Τση Αγίας Μαρίνας σύκο, τ' Άη Λιού σταφύλι και τον Αύγουστο μαντήλι
(1948)
Να πούμε γένεται η είσπραξη
Πετουν οι πέρτκες
(1938)
Δηλαδή, φεύγουν τα φελιά (το ψωμί)
Τον έγδαρε με το στουρνάρι!
(1953)
Η παρομοιώδης φράσις έχει και μεταφορική σημασία, π. χ. Αν μου πέση στα χέρια μου ο αχάριστος, θα τον γδάρω με το στουνάρι. Εννοεί ότι θα τον πλέον σκληρόν τρόπον!
Θάμασμα, μωρέ Μανώλ', δυό σταφύλια σ' ένα κλήμα!
(1937)
Η παροιμία αυτή λέγοταν ή με προσποιητό θαυμασμό ή ερωτηματικά, και αφορούσε τοις ανθρώποις οι οποίοι εκπλήττονταν με σύνηθη πράγματα
Άκουε βελόνισ στον τοίχον
(1940)
Όπως το βελόνιν εις τον τοίχον δεν ακούει ούτω πως και ο αποφασισμένος να μη προσέξη εις τας συμβουλάς μας
Εκόλλησεμ πάνω μου σαν την αβdέλλα
(1940)
Επί απαιτητικών αναιδών. Εικών από την παλαιάν ιατρικήν συνήθειαν να γίνεται αφαίμαξις δι' αβδέλλας
Βουθά η κουμέρα της η Λαμπρού
(1940)
Προέκυψε από τον μύθον καθ' όν οκνηρά και ανόητος γυναίκα, αντί να νήθη, όπως η τότε συνήθεια, έρριπτεν εις την φωτιάν το βαμβάκι, που έπρεπε να κλώθη. Εις κάποιοαν ερντήσασαν αυτή μόνη δεν εργάζεται απήντησεν οτι ετελείωσε ...
Με το βελόνι γυρεύκει ν' ανοίξη λάκκον
(1940)
Δια τους ματαιοπονούντας να πραγματώσωσιν έργα ανώτερα των δυνάμεων και των μέσων που διαθέτουσι
Κάλλι αργά παρά ποτέ
(1957)
Κάθουμαι πάσ' στα βελόνια
(1940)
Τα βελόνια, τρυπούσι ώστε να αδυνατή να καθήση τις επ' αυτών. Επί αγωνιώδους αναμονής
Λέ τι δανdάρε τζό 'χω, χωρίζει μό τα ξεράδε τσαί τρώ' τα
(1951)
Λέει, δόντια δεν έχω, χωρίζει όμως τα ξερά και τα τρώει. Για κείνους που καμώνονται τον ανήμπορο, καταφέρνουν όμως μιά χαρά αυτό πού θέλουν. Πόντ. Δ.Π. 85: Δόντα 'κ' έχ' άμα κερέτζα μασά...
"Δείξε μου την συντροφιάν σου να σου πω την αδρωπιάν σου." "Δείξε μου τη συντροφιά σου να σου πω την ανθρωπιά σου."
(1954)
Διά την σημασίαν που έχει η συναναστροφή επί τον χαρακτήρα του ανθρώπου.
Σύψουμα κι χωρίς χάκ' κι τσιρβούλια απού d' αράχ'
(1926)
Παροιμιώδης φράσις σημαίνουσα εργασίαν καθ' ην ο κύριος ούτε τρέφει, ούτε μισθοδοτεί τον εργαζόμενον και εις επίμετρον υποδύεται με το δέρμα της ράχεως του εργαζόμενου.
Δεν d' γάτα κι τρώει ψουμί
(1915)
Παστρζιτσή σα d' στσυλου τ' γλώσσα
(1943)
Ειρωνεία
Το ρούχο δε d'μάει τον άθρεπο, ο άθρεπος τ'μάει
(1941)
Ερμηνεία: Επί των καυχωμένων δια τα υπάρχοντά των
Σαν d' γάτα b' γίγκι χατζής
(1915)
Επί αμαρτωλού υποκρινομένου μετάνοιαν
Μάνα τα μάνε d' ουρανού
(1963)
Δηλαδή η μητέρα είναι ό,τι ωραιότερο υπάρχει
Στ΄ς σαράνdα – μιά πρέπ΄ ν΄ ακούη κανένας κι d΄ γ΄ναίκα τ΄
(1915)
Φουρές. Παιγνιδιωδώς. Όταν αποδειχθή εκ των υστέρων ότι συμβουλή δοθείσα υπό της συζύγου ήτο ορθή
Μια φλάφτη άλλ' πιταχτή τουγ κόμματου απου d' γειτοννα του λάκνου του κρασί κι ακόμα σκούεις;
(1915)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Έχου ράμματα για d' γούνα σ'
(1915)
Αναγν. γούνα
Μ' να θα d' βαρέσ' η γνώσ'
(1915)
Οσάκις λέγεται περί τίνος ότι θα προβή εις αλόγιστον τινά πράξιν.
Να σ' φάη του φιδ' d' γλώσσα
(1915)
Να δαγκάης d' γλώσσα σ'
(1915)
Ου τσ΄ καλάς πώφκικι του τσ΄ κάλ΄ ξέρ΄ κι d΄ βάν΄ κι του χιρούλ΄
(1915)
Ο δημιουργός πράγματος τινος είναι εις θέσιν να συμπληρώση και τας ατελείας του. Μετ' αυταρεσκείας προς τους επιτεθεμένους εναντίον λεπτομερειών
Σα d' bούφ' το π'λί
(1943)
Έπεσε μόνος του στα βρόχια, ειναι ευκολόπιστος και ανόητος
Πάνι να δαgάσ' ς d' πίττα, να βρής τον άμμο
(1940)
Αφίνεις τα καλά, για τα χειρότερα
Θα d' ακούσ' και κουφός βασιλές
(1938)
Αυτό που έκαμες θα γίνη πασίγνωστον
Σα d' ν αβατάλα πάει
(1943)
Είναι αργοκίμητος σαν την αβατάλα- χελώνα
Προκομμένες σα d' gάτου πέτρα τ' μύλου!
(1943)
Ειρωνεία
Μαθημένον ει' d' αρνί να διπλοκουρεύγεται τσίκου τσίκου η τσιπίδα
(1963)
Τσίκου τσίκου = μίμησις του ήχου της ψαλίδας
Σαν d' γάτα με του σκύλου
(1938)
Όταν δυό άνθρωποι αλληλοϋποβλέποντο. Το περισσότερον ελέγετο δια τα παιδιά της αυτής οικογενείας
Σκορπίκανε σα d' λα'ού τα π'λιά
(1943)
Έφυγαν άλλοι εδώ κι άλλοι εκεί
Πασχά εν' d' αμbέλι, πασχά εν' ο παχτσάς
(1951)
Πάσχα = αλλού
Κι οι δυό πέτρες το βγάνου d' αλεύρι
(1963)
Δηλ. Σε μια οικογένεια πρέπει όλοι νσ βοηθούν, να εργάζωνται για να μπορούν νσ ζήσουν
Όποιος σκάβγει το λάκκο d' αλλονού, ανοίει τον εδικό dou
(1963)
Δηλ. όποιος επιχειρεί να κάμη κακό σε άλλον, το παθαίνει ο ίδιος
Σα dου bόϊ μ' βρήκα σα d gαρδιά μ' δε βρήκα
(1952)
Λέγεται για κείνους, οι οποίοι κρίνουν τα πράγματα υποκειμενικώς, δεν ευχαριστούνται είς την εργασίαν των άλλων
Ου άνθρουπους μι' d β'λή τ'- κιού Θιός μι τ' θκή τ'
(1915)
Λέγεται ως απάντησις προς τους ειρωνευόμενους σχέδια και υπολιγισμούς δια της επισείσεως του φάσματος της Θείας επεμβάσεως
Έρχεται σα d' γάτα λάου – λάου
(1943)
Κρυφά και ύπουλα
Απόμ'νι μι d' bουιά
(1915)
Επί προσδοκίας ματαιωθείσης την τελευταίαν στιγμήν
Ήρθα d΄ άγρια πουλιά κι έδιωξα dα ήμερα
(1928)
Ερμηνεία: Ένας νιόγαμπρος διώχνει τα πεθερικά του από το σπίτι που μόλις χθές ήτανε δικό τους
Του παλιό, σα δε dου σάγεις, του τσινούριου δε d' αποτάζεις
(1940)
Σάγεις = Σιάχνεις, διορθώνεις
Όποιους θέλ' να κάν' dου καμ'λάρ' σύdκινου, πρέπ' ν' αψ'λώσ' d' πόρτα τ'
(1930)
Κάθε εργασία συνεπάγεται και υποχρεώσεις
Δεν d' στρίζ' του φτί
(1915)
Απού τέτοια
Ο κάτης για το ψάρ' επούλησε d' αbέλι dου
(1963)
Χαρακτηρίζει την αγάπη της γάτας για τα ψάρια
Με τσι πορδές δε βάφουdαι d' αβγά
(1963)
Δηλαδή με τα ψέματα, με πενιχρά μέσα, δεν μπορεί να γίνη μια καλή δουλειά
D' ηύρα το bελά μ'
(1917)
Του γουρτζέλ' κι d' μύτη τ' να του κόψης, πάλι θα γουρνίξ'
(1938)
Γουρούνι
Απου τι έσκασι του chτάρ'; Απου d' βρίζα
(1915)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Τ' μικρού παιδιού τσαι τ' γέρου καλό μη d'νε κάνεις
(1943)
Γιατί είναι αγνώμονες
Τ' αγαπά καρδιά d' αθρώπου, το καλύτερο dου κόσμου
(1930)
Εκείνο που αγαπά η καρδιά του ανθρώπου είναι το καλύτερο
Ο λεύτερος προξενητής για λόου dου 'υρεύγει (ή: d' αξανοίει)
(1963)
Dου = για τον ευατό του
Άλλα λεν d γέρουντα κι άλλα κλάν' ου κώλους τ'
(1915)
Επί εκουσίας συνήθως, αλλά και ακουσίας, παρανοήσεως των λεγομένων
Άλλα d' άλλα κι η χαρβάλα με το 'άλα
(1934)
επί πλήρους ασυνεννοησίας
Είπαν, d' ζουρλού κλείσ' 'μ bόρτα κι αυτός 'ν ιζαλώθ'κι κ' έφ'χι
(1915)
Ερμηνεία: Επί υπερβολών
Αλατσωμό d' αλατσωμού δεν έχουν οι κουβέντες του
(1925)
Ανόητες, χωρίς ουσία
Κόβγει το σπαθί d' από εκατό πάdες
(1963)
Δηλαδή έχει δύναμη, πολά μέσα, επιρροή
Dη ξέρου σα να d' γέννσα
(1930)
Την γνωρίζω τόσον καλά, όπως, εάν την είχα γεννήσει εγώ και αναθρέψει
Κάθα άγιους κ' χάρη d' έχ'
(1959)
Μαζουθήτι φρόν'μ' να φάτι d' ζουρλού του βιό
(1915)
Αναγν. λήμμα ζουρλός 1
Σαν d' γιαϊνα μι του μ bαλιουρόσπουρου
(1915)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Μικρό μικρό d' αλώνι σου, κι ας εί' μοναχικό σου
(1934)
Προτιμάται τι να είναι ατομικόν έστω και ολίγον
Δεν d' βρίchκ' ς άκρη
(1915)
Επί ανθρώπου κρυψίνοος και πολυμήχανου
Σαράdα φας, σαραdα πιής, σαραdα δωσ'ς για d' bσυχη σ'
(1940)
Αυτό πρεπ' να γιν' την ημέρα των αγ. Σαράντα
Αν (ησ' να) chιάζουνdαν ου λύκους d' βρουχή έφκιανι κάππα
(1915)
Ερμηνεία: Επί περιφρονήσεως απειλών
Μη σι μέλ' για τα μbλάργια d' δισπότ'
(1915)
Μη ενδιαφέρησας
Ήθιλι, να d΄ βάλ΄ φρύδια κι τόβγαλι κι τα μάτια
(1915)
Επέφερε βλάβην αντί ωφελείας
Όποιος σκάβγει το λάκκο d' αλλονού, πέφτει ο ίδιος μέσα
(1963)
Δηλ. όποιος επιχειρεί να κάμη κακό σε άλλον, το παθαίνει ο ίδιος