Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1-86 από 86
Τ' άσπρα κατεβάζουν d' άστρα
(1951)
Τα λεφτά κατεβάζουν τ' άστρα
Ξισαμάρουτου γαιδούρι
(1928)
Μπροστά στου δισπότ' παπάς δε βλουγάει
(1923)
Παρουσία ανωτέρου ο υφιστάμενος δεν προεξάρχει
Τς έκαμαν τ' δ'λειά αυτνής
(1923)
Δηλαδή την προσέβαλαν
Γαιδούρι Κατιρνιώτικου
(1928)
Κατερινού, μοναστήρι στη Μακρυνεία του Μεσολογγίου
Γαιδουύρ' Τρικκαλινό
(1928)
Η γριά δεν είχε δλειά κι αγόρασι γρούν'
(1923)
Λέγεται δια το πολυάσχολον της περιποιήσεως χαίρον.
Όποιους θέλ' να μην αηκούσ' τα βαρδάρια στου μύλου δεν πααίν'
(1902)
Βαρδάρι = το από το πανωμύλο συγκρατούμενον ξύλον και ας την μυλόπετραν ακομβήι, ίνα ες της κινήσεως εκείνης εις τρομώδη κίνησιν ηθέμενον κινή το πανωμύλι και αναγκάζη το άλεσμα μικρόν και κάτ' ολίγον να πίθει εις την οπή ...
Όποιους δε θέλ' να ηκούσ' τα βαρδάρια στου μύλου δεν πάει
(1902)
Βαρδάρι = το από το πανωμύλο συγκρατούμενον ξύλον και ας την μυλόπετραν ακομβήι, ίνα ες της κινήσεως εκείνης εις τρομώδη κίνησιν ηθέμενον κινή το πανωμύλι και αναγκάζη το άλεσμα μικρόν και κάτ' ολίγον να πίθει εις την οπή ...
Να ιδή η στραβή τ' αρνί τς
(1922)
Ερμηνεία: Να γνωρίση ευγνωμοσύνη
Κομ' είσαι μο του κού σου το χαπάχι
(1951)
Ακόμα είσαι με του κώλου σου το καπάκι. Είσαι μικρός ακόμα. Σαν να έχει σκέπασμα ο κώλος σου, προτού λειτουργήσει φυσιολογικά
Σ' Τσερετσής όϋπνος σως το μισημέρι βgαίνει
(1951)
Της Κυριακής ο ύπνος τ' όνειρο ως το μεσημέρι ξεδιαλύνει
Το κάμι η 'ναίκα καμναίνει την Τζερετσή
(1951)
Η κακιά γυναίκα δουλεύει την Κυριακή. Η κακή, η απρόκοφτη νοικοκυρά δουλεύει την Κυριακή, την ημέρα δηλαδή που είναι αμαρτία να δουλέψεις
Βίνεψεν gως
(1951)
Πέταξε κώλο. Έγινε αδιάντροπος, πήρε τον κατήφορο, έπεσε στη διαφθορά
Σου κου το κατζί 'τιν gρούς;
(1951)
Στου κώλου το λόγο βάνεις αυτί; Όταν κανείς δίνει σημασία σε λόγια ή σε βρισιές από πρόστυχους
Λέ τι δανdάρε τζό 'χω, χωρίζει μό τα ξεράδε τσαί τρώ' τα
(1951)
Λέει, δόντια δεν έχω, χωρίζει όμως τα ξερά και τα τρώει. Για κείνους που καμώνονται τον ανήμπορο, καταφέρνουν όμως μιά χαρά αυτό πού θέλουν. Πόντ. Δ.Π. 85: Δόντα 'κ' έχ' άμα κερέτζα μασά...
Πασχά εν' d' αμbέλι, πασχά εν' ο παχτσάς
(1951)
Πάσχα = αλλού
Ατσεί που τσύλιστης, 'γω τσυλίστα τσάφ 'bρό 'ς τ' εσένα 'φήκα τσαί ψύλλοι
(1951)
Εκεί που κυλίστηκες, εγώ κυλίστηκα πιο μπροστά από σένα, άφησα και ψύλλους
Το Γαλά 'ς τα πίσου τη μερά τα παίρνουνε
(1951)
Ερμηνεία: Το κάστρο από το πίσω μέρος το παίρνουν
Είσ' άν(d)ι Ακρούτ' , 'ς το κατζί τζο παίρεις
(1951)
Είσαι σαν Ακρούτης ' από λόγια δεν παίρνεις
Είπεν d' ο Μάρτης: 'γω το σόνι 'α νdα βgάω σου καμηλού το βράδι. Είπεν dι τσ' ο Απρίλ': 'γω πάλι 'α νdα λύσω σου τεγανού τ' άβι
(1951)
Ερμηνεία: Είπε ο Μάρτης: εγώ το χιόνι θα το βγάλω ως της καμήλας την ουρά. Είπε κι ο Απρίλης: εγώ πάλι θα το λιώσω στου τηγανιού το χερούλι, δηλαδή όσα χιόνια κι αν πέσουν το Μάρτη, ο Απρίλης, που φέρνει την άνοιξη, τα λιώνει
Το κόστσινό μου κοστσινίστη, κρέμασαν d' ατζά
(1951)
Το κόσκινό μου αποκοσκίνισε, το κρέμασαν εκεί πάνου. Όταν ένας γεράσει ή χάσει τη δύναμή του, οι άλλοι τον περιφρονούν. Πόντ. Α.Π. αρ. 767: Καινούργο μ' κοσκίν', που κρεμάνω σε; και σαν παλώντς παπού σύρω σε;
Κως του τζό ΄σει το σοικίκι μbαίνει σό π΄εζόν d΄ αμbάρι
(1951)
Το χοινίκι που δεν έχει πάτο, μπαίνει στ΄ αδιανό τ΄ αμπάρι. Τόλεγαν για τους γέρους ή για κείνους που έχαναν τη δύναμή τους και δεν λογαριάζονταν. Σοινίκι ήταν το ξύλινο δοχείο που μετρούσαν το στάρι. Έπαιρνε ως 6 οκάδες. ...
Θωρούν d' άσπρο το πρόβατο, λεν τι: η τσοιλία του 'έμει άλειμμα
(1951)
Βλέπουν τ' άσπρο το πρόβατο, λένε: η κοιλιά του είναι γεμάτη πάχος
Λόγια του μύλου
(1926)
Του βάρισαν στν αρχουντιά
(1923)
Κατελήφθησαν υπό υπερηφανίας
Βρουμάει απ' οθι να τουμ πιάης
(1923)
Δηλαδή: είναι ανηθικότατος
Τόκαμαν ασβισταριά
(1923)
Το κατέστρεψαν
Τράει τ΄ αστέρια αυτός
(1925)
Είναι υπερήφανος, υπέρ εγωιστής
Ένα άσπουρους, δέκα ρμασμένους
(1923)
Επί οκνηρίας ασυγγνώστου
Τρώει τ' αστέρια αυτός
(1923)
Είναι ελαφρόνους και υπερόπτης
Δεν έρριξα στ' αστέρια
(1928)
Ερμηνεία: επί αποτυχίας, των οποίαν αδύνατον να προΐδη τις
Αυτά να τα πης στου μύλου
(1926)
Θα βγή ασπρουπρόσουπος
(1923)
Ερμηνεία: ικανοποιημένος
Πέντε μήνες έξ αδράχτια πότι τάγνισα η πλατώνα
(1928)
Ερμηνεία: Επί οκνηρίας
Άσπρα είναι τα λιθάρια, αλλά τα σκυλιά τα κατουράνε
(1926)
Ερμηνεία: Για τους άσπρους στο δέρμα, ότι δεν έχουν χάρι
Σαράντα γρόσσια τ' άλογο εξήντα το σαμάρι
(1928)
Όταν το ήττον σπουδαίον έχη μεγαλύτερον αξίαν εκείνου άνευ του οποίου είναι άχρηστον το ήττον σπουδαίον
Ατσονdου μη νοίζεσαι το κρύο 'α σε πάρει ταρνά
(1951)
Τόσο μην ανοίγεσαι το κρύο θα σε πάρει γλήγορα
Να πάρ' ου δείνας τ' σκουπλάρα
(1925)
Σκόπλο μεγάλο εις το οποίον ο θεός συγκεντρώνει τη βροχή. Παρομ. Φράση Κάποιος νια βουλά επειδή ούλου κι έβρεχι βλαστήμσι : να παρ' ου διάουλους τ' σκουπλάρα!
Πως πάν οι στραβοί στον Άδη; Σαν τους ραφτιάδες στην κάδη
(1927)
Όταν ο είσ ακολουθεί τον κατήφορον που πήρε ο άλλος.Γιατί οι ραφτιάδες κάποια πάγαναν στην κάδη να βγάλουν κάποιον που έπεσε μέσα. Ένας ένας που πήγαινε να βγάλη τον άλλον έπεφτε μέσα και πνιγόταν στο μούστο
Φτεί η μάνα, γλύφ' του πιδί
(1923)
Δηλαδή τούτην αγάπη έχουν αυτοί
Νιτσός κι νισσός του ίδιου είναι
(1927)
Ερμηνεία: Τι Γιάννης τι Γιαννάκης
Θέκ΄τον gώ σου, κάτσε σε ΄νgκάθε πάνου
(1951)
Υπόμενε όπως είσαι, γιατί μπορεί να πέσεις στα χειρότερα
Βρουμάει απ' οθι να τουμ πιάης αυτόν
(1923)
Δηλαδή, είναι ανηθικότατος
Σάφτισανε τ' άστρα bρόν dου
(1951)
Αστράψανε τ' άστρα μπροστά του. Όταν κανείς έτρωγε δυνατή χαστουκιά ή τον χτυπούσαν στο κεφάλι
Μπάει κ' έρρ'ξα στ' αστέρια, γω; (Τί θα μου κάμ'ς ισύ;)
(1923)
Ερμηνεία: Κατά προφορική ανακοίνωσιν του συλλογέως φράσις ανάλογος προς την “μήπως εμυρίστηκα τα δάχτυλα μου”
Ένι ασλάν' κιbι φσάχι
(1951)
Είναι σα λέοντας παλικάρι
Τα πουδάρια γύρσαν κι βαρούν του κιφάλ'
(1925)
Ερμηνεία: Επί ευεργετηθέντος, όστις ανταποδίδει κακόν αντί του καλού
Ένα χρόνον άσπορους, δέκα ερήμους
(1928)
Διά τον μη εκ συστήματος γεωργού, όστις δια την ακαταστασίαν του στερείται του αναγκαίου άρτου
Τουν έλατου απ' πάν' αρχινάν κι' τουν καθαρίζνι, όχ' απ' κάτ' για να μπουρούν να κατίβνι ύστερα
(1925)
Παροιμία λεγομένη, όταν συμβουλεύεται η κανονική πορεία των πραγμάτων
Τ' άσπρα πρόβατα παντρεύνι τα μαύρα κούτσουρα
(1926)
Ερμηνεία: Τα χρήματα γίνονται αιτία αποκαταστάσεως και της μάλλον δυσμόρφου κόρης
Και την κόττα και την πόρτα
(1928)
Ερμηνεία: Επί μη αρκουμένου εις μίαν ωφέλειαν προκειμένου να εκλέξη μεταξύ δύο αποκλειομένης της ετέρας
Ούλις οι αστένειες κουλάν, μουνάχα ένας τσακ΄σμός δεν κουλάει
(1926)
Τσακ'σμος = σπάσιμο, θραύση
Δέ δίνει ούτε τις ψείρες του
(1926)
Χαρακτηρισμός του γλισχρού, του φιλαργύρου
Τόδονη τς αστραπής κι του πύρ
(1925)
Παροιμ. Φρασ. λεγομένη επί του αστόχως διαχειρισθέντος υπόθεσιν τινα
Όνομα κι μη χουριό
(1922)
Ερμηνεία: Όταν κατακρίνης τινα ως μη ηθικόν, μη αναφέρης το όνομά του, ομιλεί γενικώς
Η ζουή τ' κρέμιτ' απού νια κολυνά
(1923)
Δηλαδή είναι επικίνδυνος
Αλίμουνου στουν αρφανό κι' ας είνι κι μι γένεια
(1926)
Ουδέποτε μια ευτυχία δύναται να αφανίση προηγούμενη εμφανή δυστυχίαν. Αιτωλία
Ένας κόμπους π' λυέτι μι τα χέρια, γιατί θα τουν λύσου μι τα δόντια
(1926)
Όταν ενα πράγμα γίνεται εύκολα, διατί να μεταχειριστώμεν μέσα πολύπλοκα
Άστραψ΄ απ΄ το Ζάλογγο βάλε μέσα τ' άλογο
(1926)
Εννοεί το Ζάλογγο (Άνω και Κάτω) της Παραμυθιάς. Η λαΐκή μετεωρολογία παρετήρησε ότι άμα αστράφτει από εκεί, θα έχομεν βροχήν
Πουλλοί νικροί κάθουντι στ' αρρώστου το κιφάλι
(1923)
Δηλαδή, εγγίζη ο θάνατος
Αυτό είνι λύσι μ' απού δω κι δέσι μ' απού κει
(1926)
Όταν τις ευρίσκεται εν εξαρτήσει και δουλεία και μόνον κύριον αλλάσσει
Του ' ρφανού του φσόκκου ο κως εν' 'νεχτό
(1951)
Του ορφανού παιδιού ο κώλος είν' ανοιχτός
Φεύgει το νερό, ΄πομέν΄ο νάμμος
(1951)
Φεύγει το νερό, απομένει ο άμμος
Σηκώθηκε η ανdάρα 'πό πάνου μου
(1951)
Σηκώθηκε η συννεφιά από πάνω μου. Όταν αλαφρώνουμε από μια σταναχώρια
Νdαράγανε τα μαύρα μο τ' άσπρα σου!
(1951)
Ερμηνεία : Ανακατώθηκαν τα μαύρα με τ' άσπρα σου
Τα μαλλιά σου σο μύο ήσπρισές τα;
(1951)
Τα μαλλιά σου τ΄άσπρισες στο μύλο;
Πίθωσε τον κώλο σου, κάτσε στ΄αγκάθια πάνω
(1951)
Υπόμενε όπως είσαι, γιατί μπορεί να πέσεις στα χειρότερα
Τ' άσπρα άστρα κατεβάζουν
(1951)
Α στσυλλί το Δερμαν dου σερματίζει τα
(1951)
Ένα σκυλί το δέρμα του το σερνει
Απ' το 'λότελα, καλή ν' κι Παναγιώταινα
(1926)
Ανεκτόν και το ολίγον εν περιπτώσει παντελούς ελλείψεως
Άσπρος κώλος, μαύρος κώλος, θα γίνει στου ποταμού το πέρασμα φανερός
(1951)
Ερμηνεία: Για πράγματα που δεν μπορεί παρά να φανερωθούν, όταν έλθει η κατάλληλη στιγμή
Του έσει άσπρα, φυσά το ζουρτά
(1951)
Όποιος έχει λεφτά, φυσάει τη φλογέρα
Άσπρο στσυλλί, μαύρο στσυλλί, τσιπ ενι α στσυλλί
(1951)
Ερμηνεία : Άσπρο σκυλί, μαύρο σκυλί, όλα είναι ένα σκυλί
Σ' καζβάρας τ' άσπρα εν' bουά, γιόχτσα τα μαύρα;
(1951)
Ερμηνεία: Της κουρούνας τ΄άσπρα (φτερά) είναι πιο πολλά ή τα μαύρα;
Του τζο 'αρούται το στανϊέρη φήνει το τοσάτσι τσαί σένει σήν bροστσέφα
(1951)
Ο άρρωστος που δε βλέπει γιατρειά, αφήνει το στρώμα και χέζει στο προσκέφαλο. 55. Όταν μια δουλειά δεν πάει καλά, βαριεστίζομε και την παρατάμε. Λεβ. 243
Α σου τα δώσω στα μαρμαράκια
(1940)
Θυμάμαι στα παλιά τα χρόνια που φορολογούνταν τα κρασιά, για τη φορολογία είχε πάει ένας γέρος νοικιαστής του φόρου να τα καταμετρήσει. Φορούσε φουστανέλλα και φέσι γερολεβέντης, αλλ' αγαθώτατος κι εύπιστος. Πήγε στη μέση ...
Άσπρον gως, μαύρον gως, α ινεί σο κετζίτιν bαού
(1951)
Ερμηνεία: Για πράγματα που δεν μπορεί παρά να φανερωθούν, όταν έλθει η κατάλληλη στιγμή
Τφού κι απ' αρχής
(1923)
Η παροιμία προήλθεν εκ τούτου: Μια βουλά ένας είχι πάει για καζάντ'. Πήι κάμποσα χρόνια κι γύρσι πίσου. Ίφιρνι ίσιαμι πέντι χ'λιάδες. Καθώς γύρζι κι πάϊνι στου χουριό τ', έφτασι σ' ένα χάν'. Ικεί στάθηι για να κ'μηθή του ...