Αναζήτηση
Αποτελέσματα 201-300 από 2629
Εύκου του ξένου κήπου ν΄ανθή ο δικός σου
(1938)
Ερμηνεία: Ότι θέλεις στον άλλον, θα βρης
Ο γέρος κι' αν αντρεύγεται στο ρίζωμα κοντεύγεται
(1919)
Δηλαδή αποκάνει, υστερεί
Η κοιλιά φτια δεν έχει
(1922)
Ερμηνεία: Επί πεινώντων, οίτινες δεν υπακούοσιν αλλά προβαίνουσιν επί τα έσχατα
Του καπετάνιου το παιδί θ' αποκαπετανέψη
(1928)
Αυτό το λέει ο ένας σ' έναν άλλα να δη αν είναι ικανός κι ο δεύτερος να το πή. Είναι όμως δύσκολο πέστε το τρείς τέσσερες φορές κια αντί να πή αποκαπετανέψη καταντά με την επανάληψη να γίνει πουτανέψη
Μου είπενε, τα σέρν' η παρασύρα
(1925)
Μου είπε τα εξ αμάξης
Καλοφάωτα, μα κακοχώνευτα
(1938)
Το λεν όταν δανείζεται κάποιος, μα δε μπορεί να πληρώση
Έχει λαγκιόλι και τον πιάνει
(1905)
Θυμώνει
Γονικόν το παπαδίκι, σόϊ μ πάει το βασιλίκι
(1932)
Όταν ένας ακολουθή την εργασίαν του πατέρα του
Λύκος ξερόν παστηρμάδια με
(1938)
Λέγεται επί των λαιμάργων οίτινες καταβροχθίζουν παν αγαθόν που αποκτούς ημερησίως χωρίς να λογαριάσουν και την αύριον
Αφικί μου να σ' αφίκου, ε 'μ' αφίνεις, ε' σ' αφίννου
(1941)
Ερμηνεία: Συμβαίνει πολλάκις οι δεσμοί μετά τινος άλλου να ώσι τοιούτοι, ώστε και να θέλη τις ν' απαλλαγή δεν νύναται άνευ τη συγκατάθεσεως του άλλου
Ένας μήνας, πέντε κόμποι, πέντε μήνες, ένας κόμπος
(1948)
Θέλει να πει πως ο Αύγουστος αξίζει για ούλους τσοι μήνες αντάμα και πιάνει κανείς τσοι κόπους του
Θα ΄του λύση τον αφαλό στο ξύλο
(1918)
Ερμηνεία: Επί εντατικής μαστιγώσεως
Τα λόγια χαλάν τ' ανώϊα
(1941)
Όποτε πεινα θα 'φα
(1924)
Οπόβρω τ' ανεβάτζο μου, εκεί dα 'ονικά μου
(1963)
Ανεβάτζο=κάτι που ενισχύει, που ανεβάζει οικονομικώς. Ονικά=γονικά. Δηλαδή όπου ο άνθρωπος βρή συμφέρο, υποστήριξη, εκεί αισθάνεται σα να είναι στην οικογένειά του, στην πατρίδα του.
Στο γέρικο άλογο όλες οι μύγες μονο μυρίζουνε
(1938)
Στο φτωχό και δυστυχισμένο τυχαίνουνε όλες οι δυστυχίες
Δέν βγαίνει απού τή μιά μυλόπετρα τ' αλεύρι
(1938)
Τ' ανδρόγυνο πρέπει νά είναι ομονημένο, γιά νά προοδέψη τό σπίτι
Να τ'ν ιθ'κη σ'τ' ν πηχ' δε μιτρούν
(1939)
Οι άλλοι διαφορετικά σε κρίνουν και όχι όπως εσύ κρίνεις τον εαυτό σου
Ο κώλος ο ξεβράκωτος είδε το βρακί και εχέστη
(1931)
Δηλαδή, ενώ προτύτερα δεν είχες τίποτα, τώρα που κάτι απόκτησες, νομίζεις πως έχεις του κόσμου τα βασίλεια
Αν βρέξη ο Μάρτης δυό νερά κι Απρίλης άλλο ένα να ιδής σταφύλια σαν παιδιά και πίτες σαν αλώνια
(1901)
Ερμηνεία: Εν ταις πεδιναίς χώραις διά να υπάρξη ευφορία των αμπέλων πρέπει να βρέξη κατά Μάρτιον ή Απρίλιον ουχί δε κατά Μάϊου
Απουπόξω μπέλα μπέλα κι' απού μέσα κατσιβέλα
(1928)
μπέλα= καθαρή, κατσιβέλα= γύφτισσα
Τώβρε η στραβή τ' αρνί της!
(1910)
Παραγνώρισις
Κομ' είσαι μο του κού σου το χαπάχι
(1951)
Ακόμα είσαι με του κώλου σου το καπάκι. Είσαι μικρός ακόμα. Σαν να έχει σκέπασμα ο κώλος σου, προτού λειτουργήσει φυσιολογικά
Σ' Τσερετσής όϋπνος σως το μισημέρι βgαίνει
(1951)
Της Κυριακής ο ύπνος τ' όνειρο ως το μεσημέρι ξεδιαλύνει
Αψήλωσ' ο Θεός
(1940)
Όταν κανείς ήθελε να πη πως τώρα δεν υπάρχει ευτυχία στον κόσμο
Εσ σου κλουθά (ή κλουφά) ο τζιαιρός; Κλούθα (ή κλούφα) του εσού
(1945)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Χέμα φτύμμαν, χέμα κώλον;
(1931)
Μαζί καί φτύμα, μαζί καί κώλο; Γιά κείνους πού θέλουν νά τούς τά κάνης όλα έτοιμα, χωρίς νά κοπιάσουν τό παραμικρό αυτοί
Ήφαένε τα νύχια του να ...
(1957)
Κατέβαλε πολλάς προσπαθείας
Κόφτει το ορμάνιν, αν αγκριστή ο λαός;
(1948)
Ερμηνεία: Όταν πρόκειται για δυό που συνδέονται, κι ο ένας έχει μεγάλη δύναμη, ενώ ο άλλος είναι αφανής κοντά του, και δυσαρεστείται ο δεύτερος με τον πρώτο, λοιπόν τον γνοιάζει τον πρώτο;
Τα θέλ'ς γαλάτα κι μαλλάτα κι τ' αρνί θηλ'κό
(1927)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Το πάθημα γίνεται μάθημα
(1940)
Επάρε βούδι σελλωτό και γάϊδαρο καμπούρη γυναίκα λιγνοκάπουλη και χοίρο μακριομούρη
(1948)
Η παροιμία απαντάται με την παραλλαγή και εις Τήνον και Θήραν
Ποιός κυνηγάει δυό λαγούς, δεν πιάνει ούτε τον ένα
(1963)
Διδακτική παροιμία, με φραστικήν διατύπωσιν σχετικήν με το κυνήγι. Εις την πραγματικότητα καταπολεμά την πραγματοσύνην
Σο γιαγλιάν πα έρθα κ' είδα σε και το μυτί σ' ξην ύλιζεν
(1911)
Γιαϊ – λιά = εξοχή
Δυό καρπούζια 'ς έναν κολτούκ '' κ '' εχωρούνε
(1929)
Δυό καρπούζια δε χωράν σε μια μασκάλη
Δώσ' ατόν πέντε παράδας ν' αρχινά κάι δέκα να μή στέκ'
(1929)
Δώσε του πέντε παράδες ν' αρχίση και δέκα να σταματήση
Δυό ξέν' κα άλογα 'ς έναν ξένον αχορόν 'χ' ίεύ'νε
(1929)
Δυό ξένα άλογα σ' ένα αχυρώνα δε μονοιάζουν
Δυό ξέν' κα άλογα 'ς έναν ξένον τσαΐρ 'κ' ίεύ'νε
(1929)
Τσαΐρ – λιβάδι
Δυό ξέν' κα άλογα 'ς έναν ξένον αχουρ' 'κ' ίεύ'νε
(1929)
Αχούρ = σταύλος,
Τον εκαβαλλικέψαν οι διαβόλοι
(1949)
Για τους αδιόρθωτους
Δώσ' καματερόν κ' έπαρ' διαταγωγόν
(1929)
Δώσε αργάτη και πάρε διαταγωγό
Δράκος με τ' αλυσίδα
(1929)
Δράκος με τοις αλυσίδες
Με τ' αρνιά κουρεύεται
(1959)
Κάνει συναναστροφή με ανθρώπους μικρότερούς του, που δεν του ταιριάζουν
Το αίμα νερό δε γίνεται κι ανέ γενή, δεν πίνεται
(1938)
Όσο και να μαλώσουν οι συγγενείς πάλι συγγενείς είναι
Μιγάλ' π'κουματιά φάγι, κι μιγάλου λόγου να μην πης
(1928)
Π'κουματιά = βουκιά ψωμί
Μήτε ψάρια ξεβροχώ, μήτε πε τις κάτες μαλώνω
(1929)
Ερμηνεία: Επί των εν ειρήνη βιούντων και μη αναμιγνυομένων εις πολιτικάς διαμάχας
Μιάλοβ βούκκοβ βάλετζ' αι μιάλολ λόομ μεμ πης
(1948)
Ερμηνεία: Για καυχησιολόγους
Μέγα μόνη φα' μέγα λόγος με λες
(1938)
Μέγα τεμάχιον φάγε, μεγάλο λόγο μη λέγης
Η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει
(1963)
Βίαιαι και άπρεποι εκφράσεις πληγώνουν ψυχικά και γίνονται πολλάκις αιτίαι σοβαρών ζημιών
Το κάμι η 'ναίκα καμναίνει την Τζερετσή
(1951)
Η κακιά γυναίκα δουλεύει την Κυριακή. Η κακή, η απρόκοφτη νοικοκυρά δουλεύει την Κυριακή, την ημέρα δηλαδή που είναι αμαρτία να δουλέψεις
Βίνεψεν gως
(1951)
Πέταξε κώλο. Έγινε αδιάντροπος, πήρε τον κατήφορο, έπεσε στη διαφθορά
Σου κου το κατζί 'τιν gρούς;
(1951)
Στου κώλου το λόγο βάνεις αυτί; Όταν κανείς δίνει σημασία σε λόγια ή σε βρισιές από πρόστυχους
Τρανόν βούκαν φα, και τρανόν λόγον μη λες
(1939)
Μεγάλη μπουκιά φάγε, και μεγάλο λόγο μη λες
Πήρενα λαγός το μπαΐρ
(1938)
Μπαΐρ = ύψωμα, λόφος
Το σχοινί του χωριάτη μονόν δεν φτάνει και διπλόν φτάνει
(1940)
Συλλ. μαθήτριας Κυριακής Ζαχαρίου
Ο παπάς όποιον βλέπει, εκείνο θυμιάζει
(1920)
Παραδείγματος χάρη: θένε δύο μαθηταί να πάνε πεσκέσι σε ένα δάσκαλο και ντρεπούdενε και ο πατέρας των λέγει: Πάαινέ το, βρε Γιώργη, συ, μα ο παπάς όγοιο βλέπει, εκείνο θυμιάζει.
Ξει κοιλιές και κάμνει φανάρια
(1922)
Ερμηνεία: Επί των ουδέν επάγγελμα μεντιόντων
Έχε καθάριο πρόσωπο για τσου καλούς γειτόνους
(1952)
Να είσαι ειλικρινής κ' ευγενικός στους καλούς σου γειτόνους
Ήφαένε τη τσεφαλή του
(1957)
Υπέστη ανεπανόρθωτον ζημίαν
Να ΄ρκεσαι τσαί να μυρίζης
(1934)
Ερμηνεία: Προς τους καθιστώντας οχληράν την παρουσίαν των εις μίαν συναναστροφήν λόγω της συχνής και φορτικής επισκέψεώς των
Ένας κακός χρόνος περνάει, μα έναν κακό γείτονα δεν τονε ξεφορτώνεσαι
(1952)
Ιδιαίτερα στα σωριά, που τα σπίτια είναι πατρογωνικά
Αν έχ' η νύφη μας βήχα, ρωτάτε τσου γειτόνους
(1952)
Παλική, από τη συλλογή Λιβιεράτου
Πέ μου τόν φίλον σου νά σού πώ ποιός είσαι
(1954)
Ερμηνεία: διά τήν σημασίαν πού έχει η συναναστροφή επί τόν χαρακτήρα τού ανθρώπου
Ηύρ' από γόνους γόνατα
(1953)
Λέγεται επ' εκείνων, οίτινες κληρονομούν εκ συγγενών των μεγάλην περιουσίαν.
Που δεν ακούει του 'ονιού, παραωνιάς καθίζει
(1963)
Παραωνιάς=στην άκρη. Δηλαδή όποιος δεν ακούει τους γονείς του, παραμερίζεται, δεν πετυχαίνει στη ζωή.
Ο πρώτος δάσκαλος του παιδιού είν' ο ονιός
(1963)
Δηλαδή η πρώτη αγωγή καλή ή κακή δίδεται στο παιδί από το γονιό, κυρίως με το παράδειγμα.
Α τη 'ούλα bαίνου dα κάλλη
(1963)
Δηλαδή όποιος τρώει ομορφαίνει.