Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1-100 από 344
Τον ζυμωτόν εις την αρχήν να τον φυλάγης, και όχι εις το τέλος
(1949)
Παρεμφερής παροιμία της γαλλ. Ce n' est que le premier par qui coute...
Κάνω γώ κι ας είνι σκόλ' ν' μη φανούν d' αdρού μ' οι κώλ'
(1940)
Κάνω = γνέθω, κάνω ρόκα
Ο άσουλος φυσικώς δεν γίνεται
(1948)
Δηλαδή κείνος που δεν είναι φυσικά από σόϊ, ό,τι κι αν κάνει δεν μπορεί να γείνει από σόϊ. Ο αγενής ευγενικός δεν γίνεται ποτέ. Τα γράμματα δεν φτάνουν να γείνει κανείς καλός άνθρωπος. Χρειάζεται καλή ψυχή. Πολλές φορές ...
Δεν έχει ο πτωχός, αλλ' έχει ο Θεός
(1940)
Συλλ. μαθήτρια Κυριακή Ζαχαρίου
Στ' ν άκρα τ' κόσμου
(1943)
Με το βελόνιβ βκάλλει λάκκον
(1940)
Πρίστη σα d'λούμι
(1943)
Λογιού d'νέ λογιού
(1943)
Διαφόρων ειδών
Άλλα d'ν αλλούνε!
(1943)
Το γνωστό: άλλ' αντ' άλλων
Σα d' gαμήλα
(1943)
Βάστα κακία σαν την καμήλα
Σα d' νύφη καμαρώνει
(1943)
Έφθε σα d' βρεμένη κόττα
(1943)
Ζουρλός παπάς σε βάπτισεν!
(1940)
Μπρος στη φ'νή τσ' ο Λάζαρος
(1943)
Έχω για τη γούνα σου ράματα
(1940)
Απειλή
Βάστα κώλε να φας αβκόν
(1940)
Πρέπει να δεινοπαθήσωμενμ δια να κερδίσωμεν. Εικών εκ τυ τσουγκρίσματος αυγών. Συνήθως τσουγκρίζουν πρώτον με το μυττερόν του αβκού, και σαν σπάση τούτο με το πλατύ του, “τον κώλον”. Αν σπάση και τούτο ο νικήσας κερδίζει ...
Να πάρω τον ίδρω μου
(1940)
Να ανασάνω, να ξεκουραστώ
Σα δεν έχ'ς γέρο, πέψε τσ' αγόρασε
(1943)
Τόσο πολύτιμες είναι η πείρα κι' οι συμβουλές του
Αφικί μου να σ' αφίκου, ε 'μ' αφίνεις, ε' σ' αφίννου
(1941)
Ερμηνεία: Συμβαίνει πολλάκις οι δεσμοί μετά τινος άλλου να ώσι τοιούτοι, ώστε και να θέλη τις ν' απαλλαγή δεν νύναται άνευ τη συγκατάθεσεως του άλλου
Ένας μήνας, πέντε κόμποι, πέντε μήνες, ένας κόμπος
(1948)
Θέλει να πει πως ο Αύγουστος αξίζει για ούλους τσοι μήνες αντάμα και πιάνει κανείς τσοι κόπους του
Τα λόγια χαλάν τ' ανώϊα
(1941)
Αψήλωσ' ο Θεός
(1940)
Όταν κανείς ήθελε να πη πως τώρα δεν υπάρχει ευτυχία στον κόσμο
Εσ σου κλουθά (ή κλουφά) ο τζιαιρός; Κλούθα (ή κλούφα) του εσού
(1945)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Κόφτει το ορμάνιν, αν αγκριστή ο λαός;
(1948)
Ερμηνεία: Όταν πρόκειται για δυό που συνδέονται, κι ο ένας έχει μεγάλη δύναμη, ενώ ο άλλος είναι αφανής κοντά του, και δυσαρεστείται ο δεύτερος με τον πρώτο, λοιπόν τον γνοιάζει τον πρώτο;
Το πάθημα γίνεται μάθημα
(1940)
Επάρε βούδι σελλωτό και γάϊδαρο καμπούρη γυναίκα λιγνοκάπουλη και χοίρο μακριομούρη
(1948)
Η παροιμία απαντάται με την παραλλαγή και εις Τήνον και Θήραν
Τον εκαβαλλικέψαν οι διαβόλοι
(1949)
Για τους αδιόρθωτους
Μιάλοβ βούκκοβ βάλετζ' αι μιάλολ λόομ μεμ πης
(1948)
Ερμηνεία: Για καυχησιολόγους
Το σχοινί του χωριάτη μονόν δεν φτάνει και διπλόν φτάνει
(1940)
Συλλ. μαθήτριας Κυριακής Ζαχαρίου
Τση Αγίας Μαρίνας σύκο, τ' Άη Λιού σταφύλι και τον Αύγουστο μαντήλι
(1948)
Να πούμε γένεται η είσπραξη
Άκουε βελόνισ στον τοίχον
(1940)
Όπως το βελόνιν εις τον τοίχον δεν ακούει ούτω πως και ο αποφασισμένος να μη προσέξη εις τας συμβουλάς μας
Εκόλλησεμ πάνω μου σαν την αβdέλλα
(1940)
Επί απαιτητικών αναιδών. Εικών από την παλαιάν ιατρικήν συνήθειαν να γίνεται αφαίμαξις δι' αβδέλλας
Βουθά η κουμέρα της η Λαμπρού
(1940)
Προέκυψε από τον μύθον καθ' όν οκνηρά και ανόητος γυναίκα, αντί να νήθη, όπως η τότε συνήθεια, έρριπτεν εις την φωτιάν το βαμβάκι, που έπρεπε να κλώθη. Εις κάποιοαν ερντήσασαν αυτή μόνη δεν εργάζεται απήντησεν οτι ετελείωσε ...
Με το βελόνι γυρεύκει ν' ανοίξη λάκκον
(1940)
Δια τους ματαιοπονούντας να πραγματώσωσιν έργα ανώτερα των δυνάμεων και των μέσων που διαθέτουσι
Κάθουμαι πάσ' στα βελόνια
(1940)
Τα βελόνια, τρυπούσι ώστε να αδυνατή να καθήση τις επ' αυτών. Επί αγωνιώδους αναμονής
Παστρζιτσή σα d' στσυλου τ' γλώσσα
(1943)
Ειρωνεία
Το ρούχο δε d'μάει τον άθρεπο, ο άθρεπος τ'μάει
(1941)
Ερμηνεία: Επί των καυχωμένων δια τα υπάρχοντά των
Σα d' bούφ' το π'λί
(1943)
Έπεσε μόνος του στα βρόχια, ειναι ευκολόπιστος και ανόητος
Πάνι να δαgάσ' ς d' πίττα, να βρής τον άμμο
(1940)
Αφίνεις τα καλά, για τα χειρότερα
Σα d' ν αβατάλα πάει
(1943)
Είναι αργοκίμητος σαν την αβατάλα- χελώνα
Προκομμένες σα d' gάτου πέτρα τ' μύλου!
(1943)
Ειρωνεία
Σκορπίκανε σα d' λα'ού τα π'λιά
(1943)
Έφυγαν άλλοι εδώ κι άλλοι εκεί
Έρχεται σα d' γάτα λάου – λάου
(1943)
Κρυφά και ύπουλα
Του παλιό, σα δε dου σάγεις, του τσινούριου δε d' αποτάζεις
(1940)
Σάγεις = Σιάχνεις, διορθώνεις
Τ' μικρού παιδιού τσαι τ' γέρου καλό μη d'νε κάνεις
(1943)
Γιατί είναι αγνώμονες
Σαράdα φας, σαραdα πιής, σαραdα δωσ'ς για d' bσυχη σ'
(1940)
Αυτό πρεπ' να γιν' την ημέρα των αγ. Σαράντα
Πανί διάζεται, σα d' σαΐτα τρέχει πάνου κάτου!
(1943)
Είναι αεικίνητος
Δεν d' αλωνίζνε τ' αυγά
(1941)
Επί των μη θελόντων να συμμορφωθούν προς τα διατυπώσεις των κανονισμών, ή τας συνηθείας του τόπου
Σά d'ν άμμο τ'ς θάλασσας
(1943)
Ανεμομαζώματα, δαιμονοσκορπίσματα
(1943)
Ιστορία Σκύρου, σελ. 166, Κατζιούλη 214(φ. 9α) και Παπαγεωργίου...
Όπου έχει άσπρο στο πουγγί, πτάνει ψάρια στο βουνί
(1949)
100 άσπρα = 1 παράς
Εβούλλωσεν του τα ο δκιάολος
(1940)
Πιστεύεται ότι του φιλαργύρου τα χρήματα είναι κατηραμένα και φέρουσι δυστυχίαν. Ίδε “ ακριβός ” 9, του οποίου προφανώς είναι βραχυλογία...
Αγαπά τα ξ'νά
(1943)
Πάσα αρκή δυσκολία
(1948)
Κάθε αρχή είναι δύσκολη
Αγέρα κοπανίζει!
(1943)
Δεν κάνει τίποτα, τεμπελιάζει, ματαιοπονεί
Από δήμαρχος κλητήρας
(1943)
Από μακριά τσ' αγάπη
(1943)
Παραμφερής, Βάρνερ Συλλογή Ελληνικών παροιμιών, φίλος
Τούρζιξε τ'ν αβανιά
(1943)
Τον κατηγόρησε άδικα, τον συκοφάντησε
Πέθανε στα γέλια
(1941)
Έσκασ' στα γέλια
(1941)
Χίλιοι στ' άσπρο!
(1943)
Περοφρον. Άνθρωποι που δεν αξίζουν τίποτα
Χρόνε τσαι πάλι αρχή
(1943)
Λέγεται για επιμονή φορτική
Φτου τσ' απ' την αρχή
(1943)
Ο άσπρες, μαύρες γίνεται;
(1943)
Ερμηνεία: δεν αλλάζει κανείς φυσικό
Έχει τ' αστζικά του!
(1943)
Ερμηνεία: τα νεύρα, τη λόξα του
Βγήτσε ασπροπρόσωπος!
(1943)
Δεν απόμ'νε ρ'θούνι!
(1943)
Ο κουφός νικά τον στράνιον
(1949)
Στράνιος ή στραβόξυλος
Κάθε αρνίμ που τα πισινά του πόδκια εν τα κρεμμαστή
(1940)
Κρινόμεθα ανάλογα με τας πράξεις μας
Στ' ς εννιά Μαρτίου μ' δε στσύλος κούdουρος στ' αbέλι δε χουρεί
(1943)
Ερμηνεία: Γιατί τα κλήματα έχουν ανοίξει, κι' όποιος μπει, χαλά τα τρυφερά βλαστάρια
Όποιος στον μήλον μπαίνει αλευρωμένος πάντα βγαίνει
(1940)
Συλλογή μαθητής Ανδρέας Κυπριανού
Αν δεν δουλέψης νέος θα δουλέψης γέρος
(1940)
Συλλ. μαθήτριας Σταυρινή Ξενή
Έπεσαν τ' άστρα κι εφαάν τα τα τζανασάρια
(1941)
Τζανασάρια = λύκοι
Το φίδ σα δε το πατίϊς τν ορά τ, δε σε δαgάνι
(1941)
Ερμηνεία: Επί των απερισκέπτως ενοχλούντων τους κακούς και ζημιουμένων