Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1-59 από 59
Ο γέρος κι' αν αντρεύγεται στο ρίζωμα κοντεύγεται
(1919)
Δηλαδή αποκάνει, υστερεί
Αρχή ωδίνων
(1914)
Το ινάτι βγάνει μάτι
(1919)
Απ' άσπρου τον έκαμε
(1919)
Τον εξηυτέλισε, Κονδυλάκης
Τοιούτος γαρ ημίν έπρεπεν αρχιερεύς
(1914)
Εβρ. Ζ. 26
Ασκημοφόργιε και μην εργάς
(1930)
Εργώ = κρυώνω
Αλαφροκαμπανίζει
(1919)
Είναι ελαφρός, ελαφρόμυαλος
Ζυγίζη από τσ' αλαφρές
(1919)
Ερμηνεία: Δηλαδή: Είναι ελαφρός, ελαφρόμυαλος
Όποιος βαριέται κακιά γη
(1929)
Έλα παπού μου, να σου δείξω τα γονικά σου
(1919)
Γλαύκας εις Αθήνας
Ουκ επ' άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος
(1914)
Λουκ. Δ. 4
Εταίριαξαν τ' άστρα ντως
(1949)
Το λένε για τ' αγαπημένα αντρόγυνα, επειδή πιστεύουν ότι κάθε άνθρωπος έχει και το άστρο του
Του χωριάτη το σκοινί μονό δέ φτάνει και διπλό αβαντζαίρνει
(1919)
Αβαντζαίρνει = περισσεύει
Ποπανωθιός του κερατά ξυλιές του βγαίνουν κι όλας
(1919)
Ποπανωθιό = ποπάνω, εις επίμετρου
Που πάρη χίλια πέρπυρα και κακουδιά γυναίκα, τα χίλια παν' στο διάολο κ' η κακουδιά (ασχήμια) του μένει
(1919)
Πέρπυρα = υπέρπυρα – κακουδιά = καχεκτικός
Κακή αρχή κακό τέλος
(1920)
Οι ασφεντυλίες δεν κάνουν μεσοδόκια, παρά τα κυπαρίσσια
(1938)
Λέγεται για κείνους που δεν είναι άξιοι για σπουδάια πράγματα
Το ξύλο δεν κόβεται μονομιάς με το μανάρι
(1935)
Μανάρι = τσεκούρι
Ίντα τσου και παρατσού. Τ' άσπρα μου' δωκα και τσούνε
(1949)
Σατιρίζει τους τσιγγούνηδες
Άρρωστέ μου, πχιέ νερό
(1961)