Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή"
-
Δός κι' εμέ και του παιδιού μου κι' άdρας μου στη bόρτα στέκει
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Λέγεται, όταν έρθουν ή περιμένουν πολλοί από το ίδιο σπίτι να τους δώσουν κάτι -
Δός μου, κερά, τον άdρα σου και πάρ' εσύ το gούτσουρα
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)gούτσουρα = το κούτσουρο. Λέγεται, όταν ζητούν κάτι και ή δεν μας προσφέρουν τίποτα ή εκείνο που μας προσφέρουν, είναι ασήμαντο -
Δος μου το ψωμί σου να κόψω να σου δώσω
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Δηλ. μου προσφέρεις, σαν δική σου προσφορά, από πράγμα, που είναι δικό μου -
Δος του ριζικό και ρίζε το στη gοπρϊά
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963) -
Δουλειά δεν είχαμε gαί δουλειά 'βρήκαμε
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Λέγεται με δυσφορία γιά κάτι, πού επαναλαμβάνεται και καταντάει φορτικό ή επιζήμιο -
Δουλειά δεν είχαμε gαί δουλειά 'υρεύγαμε
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Λέγεται, όταν δημιουργούμεν εργασίες ή ζητήματα, πού θά μπορούσαν και να λείπουν -
Δουλειά καμωμένη ακάμωτη δέ 'ίνεται
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Δηλαδή ό,τι γίνει, δεν ξεγίνεται. Λέγεται σάν παρηγοριά -
Δουλειά καμωμένη παράδες αναμένει
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Δηλαδή όταν δουλέψης, είσαι ήσυχος γιά την πληρωμή σου, έστω κι' άν δεν την πάρης αμέσως -
Δυο 'αδουράκια bλέκουdαι σε ξένον αχεριώνα
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Λέγεται, όταν μαλώνουν δυο ή περισσότεροι μεταξύ των, διεκδικούντες κάτι, που ανήκει σε τρίτον -
Δυο αδουράκια bλέκουνται σε ξένον αχεριώνα
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1925)Βλέκουνται = μαλώνουνε -
Δυο γαϊδάροι εμαλώνανε σε ξένα αχυργιώνα
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963) -
Δυο έγνοιες έχω κι είν' ευτή η μια
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Λέγεται ειρωνικά, όταν θέμε να δείξωμε πως κάτι δεν μας ενδιαφέρει -
Δυο που σέχω, δυο που μέχεις κι Απρίλης, Μάης τέσσερις κι ο Μαιτσούκλης πέdε, σωστοί – σωστοί ενιά μηνιαρούκλες, άdρα μου
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963) -
Δυό κεφαλές σε μια bερέττα δε χωρούνε
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Δηλ. Δυό αφεντικά δε χωρούνε σ' ένα νοικοκυριό. Μπερέττα = είδος καπέλου ανδρικού πλεκτού από λευκό βαμβακερό υφάδι, σαν σκουφί -
Δυό κεφαλές σε μιά περεττίνα δε χωρούνε
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Δηλ. Δυό αφεντικά δε χωρούνε σ' ένα νοικοκυριό. Μπερέττα = είδος καπέλου ανδρικού πλεκτού από λευκό βαμβακερό υφάδι, σαν σκουφί -
Δυό κεφαλές σε μιά σκούφκια δε χωρούνε
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Δηλ. Δυό αφεντικά δε χωρούνε σ' ένα νοικοκυριό -
Δυό μαλώνουνε δυό φταίνε
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1926) -
Δυό μαλώνουνε, δυό φταίνε
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Δηλαδή πάντοτε σε κάθε διένεξη ΄δινουν αφορμή και τα δυό μέρη, επομένως, δεν πρέπει να υποστηρίζωμε το ένα -
Δώνει το 'εμάτο και παίρνει τ' αδειανό
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Λέγεται για συναλλαγή, που από αφέλεια αποβαίνει εις βάρος μας κι' όμως νομίζομε ότι πρός οφελός μας -
Δωσ' μου το ψωμί σου να κόψω να σου δώσω
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1928)