Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή"
-
Χέσε μες στο γλινερό
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Αντιστοιχεί προς τα: Βράσε ρύζι, βλαστήμα τα -
Χίλια λόια έναν άσπρο
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963) -
Χίλια λόια έναν έσπρο και τάσπρο πού είναι;
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Δηλαδή τα λόγια είναι περιττά -
Χίλια λόια κι α dου πούνε, τη gοιλιά dου δε dρυπούνε
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Λέγεται, για τον αδιάφορο, τον ασυγκίνητο, τον ανυπάκοο -
Χίλια λόια κι αν του πούνε την κοιλιά dου δεν τρυπούνε
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1925) -
Χίλια λόια κι έναν άσπρο κι εκείνο κρίμας είναι
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Λέγεται, όταν ενδιαφερώμεθα δήθεν για το συμφέρον ενός άλλου, ενώ αποβλλέπομε στο δικό μας -
Χίλιοι χρόνοι 'ν' που πάει στο σχολείο και δεν ηξέρει να πη νερό gι' αλάτσι
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1928) -
Χμ! Ο κουλουρονόρης σκύλος, όdε dο 'βάλανε τη νοριά dου να ισάνη μες στο καλαμοκάνι...
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Λέγεται για όποιον δεν αλλάζει τα φυσικά του -
Χριστέ, μη bέψης του παιδιού τα βάνει ο νους τση μάνας
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Δηλαδή η μητέρα επειδή πολύ αγαπά τα παιδιά της, σκέπτεται διαρκώς ότι τα απειλούν τρομεροί κίνδυνοι -
Χριστέ, μη bέψης του παιδιού τα βάνει ο νους τση μάννας
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1930) -
Χωρίς αέρα το πουλί, χωρίς νερό το ψάρι, χωρίς αγάπη δε bερνά νέα και παλληκάρι
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Δηλαδή, δεν αγα΄ούν μόνο τις όμορφες, αγαπούν και τις άσχημες. (Τιάρις= μήπως), (ρεχτή= επιθυμήση του ρημ. ορέγομαι) -
Χωρίς το θέλημα Θεού φύλλο δεdρού δε σέται
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Δηλαδή: τα πάντα τα έχει ρυθμίσει ο Θεός -
Χωρίς το θέλημα Θεού φύλλο δέντρου δε σέται
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1928) -
Ψωμιά στο μοναστήρι και καλοέροι όσοι θές
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963) -
Ω Ενάρη κακνακάρη, πούν' οι όμορφες κοπέλλες; -Απίσω στο bυρόμαχα κάθουdαι gαι βγάνουν τζι μύξες τωνε
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Λέγεται επειδή το Γενάρη είναι κρύο και κάθονται οι άνθρωποι στο τζάκι και συνήθως είναι κρυωμένοι -
Ω Θεέ μου, και πως τα βαστάς τα κεραμίδια σ' αξεκάρφωτα!
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Λέγεται προς ένδειξη δυσφορίας, αγανακτήσεως, δυσπιστίας για μια υπερβολή, μια απρέπεια, μια αταξία, μια ψευδολογία -
Ω Θεέ μου, και πως τα βαστάς τα παράστρατα!
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1928)Φράσις χρονιασμένο δεν είν ακόμα και φοραί δαχτυλιδάκι! Ω Θεέ μου και πως τα βαστάς... -
Ω Θεέ τζη Κρήτης πο' διάης κι' εκρύφτης;
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Λέγεται σαν επιφώνημα δυσφορίας με χρώμα ειρωνικό -
Ω και κρίμας τα κουδούνια να κρέμουdαι μες στσί ματζέδες!
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Τα κουδούνια ή τσι bούκες, ματζέδες = κελάρια