Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή"
-
Σα δε μασε θέλη η Παράδεισο, η Κόλαση μασε παρακαλεί
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Ερμηνεία: Δηλαδή πάντα έχει κανείς τη δυνατότητα να ικανοποιηθή έστω και με κάτι κατώτερο -
Σα δε με θέλη η μαυρομάτα, να πάρω μια τζιbλομάτα
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Δηλαδή αν δεν μπορής να πετύχης το καλύτερο, πρέπει να αρκείσαι και στο μετριώτερο -
Σα δε με θέλη η Παράδεισο, η Πίσσα με παρακαλεί
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Ερμηνεία: Δηλαδή πάντα έχει κανείς τη δυνατότητα να ικανοποιηθή έστω και με κάτι κατώτερο -
Σα θέλη η νύφη κι ο 'αμbρός, τύφλα νάχη ο πεθερός
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Δηλ. όταν δυο νέοι αγαπιούνται, κανείς δεν μπορεί ούτε και πρέπει να εμποδίση την ένωσή των -
Σα μύξα 'ναι τ' αρνάκι τριώ μερώ
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1928) -
Σα ντη μυία μέσ' στο γάλα 'ναι με το καινούργιο φουστάνι
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1928) -
Σα σβούρος γυρίζω όλη μέρα μεσ΄ στο σπίτι
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1928) -
Σα φανή κολοκυθάκι, αποσπέργιωνε λϊάκι, σα φανή η κολοκύθα, αποσπέργιων' όλη νύχτα
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Αποσπέργιωνε = δούλευε τη νύχτα -
Σα φανή κολοκυθάκι, κάθου σπέργιωνε λϊάκι, σα φανή κι η κολοκύθα, κάθου σπέργιων' όλη νύχτα
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Συνοδεύεται από κείμενο ... -
Σά bά ο κλέφτης στό μαdρί, αλίς του πόχει ένα 'κει
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963) -
Σά bέσ' η σπλήνα στό μαdρί, αλίς του πόχει τόνα
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Λέγεται γιά νά χαρακτηρίση τόν κίνδυνο, πού απειλεί εκείνον, πού έχει ένα μόνο παιδί, ένα μόνο αδέλφι, κ.τ.λ. -
Σάββατον αμαέρευτο, bοbή τσης εβδομάδας
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Δηλαδή το Σαββατόβραδο πρέπει να παρασκευασθή φαγητό στο σπίτι. Τα Σαββατόβραδα ερχότανε οι γεωργοί και οι ποιμένες από τις μακρυνές εξοχές κι έπρεπε να βρουν μαγειρεμένο φαγητό να φάνε -
Σάν απεθάνη ο πλούσιος, δε bαίρνει βιός μαζί dου, μόνον τρείς πήχες σάβανο, του ντύνουν τό κορμί dου
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1925) -
Σάν απεθάνη ο πλούσιος, δε bαίρνει βιός μαζί dου, μόνου τρείς πήχες σάβανο, που dύνου dό κορμί dου
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Δηλαδή όλα είναι μάταια -
Σάν αφέdης στό φαϊ και σά σκύλλος στή δουλειά
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1930)Να τρώη αργά κι' όμορφα κανένας σάν κύριος και να δουλεύη πολύ σά σκύλλος, γρήγορα, πολύ ή πιστά σά σκύλλος -
Σάν αφέdης στό φαϊ και σά σκύλος στή δουλειά
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Δηλαδή πρέπει να τρώη κανείς άνετα, σάν αφέντης, και να εργάζεται με ένταση -
Σαββάτον είναι σήμερα κι' εώ ζεστό δεν είδα, τάχας δεν εζυμώσασιν οι τρείς μου θυατέρες;
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Λέγεται συνήθως ο πρώτος στίχος, είναι σα παράπονο, όταν κατά την εποχή ή την ημέρα, που όλοι σχεδόν έχουν ένα προϊόν, κάποιος το στερείται. Το έλεγε, λέει, μιά γρϊά σε πολύ παλιά χρόνια -
Σαν ακούς Μαριά και Ιάννη, βάνε ψάρι στο τηάνι
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Συνοδεύεται από κείμενο... -
Σαν αλαμάνος είσαι καημένε!
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1926)Η αλαμάνα = η ξετσίπωτη και αλαμάνος, πληθ. Οι αλαμάνοι , το αλαμανιό : φασαρία