Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή"
-
Εμουτζουρώθηκε τζη 'ύφτισσας ο κώλος!
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Λέγεται όταν κάποιος, που προσβάλουν, μείνη αδιάφορος η αντιθέτως, όταν κάποιος θιγή, ενώ είναι ανυπόληπτος, ανήθικος και αδιάφορος συνήθος στος προσβολές -
Ενάρης, αν έχης τόπο καλό βάρ' το, κι' α δεν έχης, άμε το στο μύλο, άλεσέ το, ζήμωσέ το, κάμε το ψωμί και φα το
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Δηλαδή, ο Γενάρης είναι όψιμα πια για να σπείρης -
Ενάρης, αν έχης τόπο καλό, βάρ'το, αλλοιώς άμε το στο μύλο κι' άλεσέ το και φά το
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963) -
Εξ ανάγκης και νόμου μετάθεσις 'ίνεται
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Δηλαδή εξ ανάγκης γίνονται και πράγματα, που δεν τα θέμε -
Εξέχασα πώς είχ' άdρα κι' ήπαιζα με τα κοπέλια
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Λέγεται κυριολεκτικώς και μεταφορικώς. Π.χ. “Ω δουλειές που τσ' έχω! Ήπιασα τη gουβέdα κι' εξέχασά τσι. Εσ' εδά την ήμοιασες, εκεινής bου λέει, πως εξέχασα πως είχ' άdρα....” -
Επά 'δά καράβια πνίουdαι gαι 'ιά τσί λιμοβάρκες!
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Λέγεται όταν κάποιος παταπονείται για ασήμαντη ζημιά, μικροατύχημα, ενώ υπάρχουν άλλα πολύ μεγαλύτερα. Επά = εδώ, λιμόβαρκες = βαρκούλες, παλιόβαρκες -
Επά 'δά καράβια πνίουdαι gαι 'ιά τσί παλιοβάρκες!
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Λέγεται όταν κάποιος παταπονείται για ασήμαντη ζημιά, μικροατύχημα, ενώ υπάρχουν άλλα πολύ μεγαλύτερα -
Επά 'ιαλός κι' εκεί 'ιαλός και που να πέσω να πνϊώ;
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Λέγεται, όταν ένας άνθρωπος βρίσκεται δε δυσχέρεια, σε αδιέξοδο και δεν ξέρει τί να κάμη, τί να αποφασίση -
Επά ιαλός κι εκεί ιαλός καί πού νά πέσω νά πνιώ
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1931)Επά = εδώ. Ο φτωχός ως κι ά dά κάμη, έρημος είναι -
Επά νερό κι' εκεί νερό και που να πέσω να πνϊώ;
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Λέγεται, όταν ένας άνθρωπος βρίσκεται δε δυσχέρεια, σε αδιέξοδο και δεν ξέρει τί να κάμη, τί να αποφασίση -
Επέτα κι εμένα το μάτι μου
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1928)Όταν δούμε κανένα που έχομεν πολύν καιρό να τον δούμε κι' ας μην είναι και ξεινός, το λέμε. Μπορεί δε να μην πετούσε και το μάτι μας και το λέμε ψέμα. Μπορεί όμως και να πετούσε -
Επόμεινε bιά στου Θεού τα χέρια κι ότι θέλει εκείνος ας του πέψει
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1928)