Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή"
-
Εκατό χρονώ γρϊά και 'υρεύγει παdρειά
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Ερμηνεία: Λέγεται κυρίως, όταν ένας ηλικιωμένος, και μάλιστα γυναίκα, επιδιώκει γάμο, αλλά και όταν ένας ηλικιωμένος επιχειρεί κάτι δυσανάλογο προς την ηλικία του -
Εκεί που δε σε σπέρνουνε, (να) μη ξεφυτρώνης
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Λέγεται και επιτιμητικώς και συμβουλευτικώς, δηλαδή να μην αναμιγνύεσαι σε ξένες υποθέσεις -
Εκεί πού dό 'να πάει καί τ' άλλο
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Να = εκεί πού είναι το ένα, δηλαδή όπου υπάρχουν πολλά, τυχαίνουν κι' άλλα. Λέγεται, όταν ένας εύπορος ενισχύεται από άλλους ή από τήν τύχη. Π.χ. “Ένα bαούλο 'λάβανε πάλι α' τήν Αμερική! - Λΐα 'χανε! Αμ' εμείς ήθελε νά τό ... -
Εκείνος που δεν έχει παιδιά έχει ένα gάμο μα 'κείνος πόχει έχει χίλιοι
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Δηλαδή ένα gάμο = καημό, επειδή δεν έχει παιδί, πόχει = δηλαδή που έχει παιδιά, χίλιοι = χίλιους καημούς, επειδή έχει πολλές φροντίδες -
Εκείνος που θα με 'ελάσ' εμένα 'ν αέννητος ακόμα
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Λέγεται όταν θέλη κανείς να δείξη ότι έχει απόλυτη εμπιστοσύνη στην ευφυΐα του -
Εκείνος που κλαδεύγει ή κασσίδης πρέπει νάναι ή ψείρες νάχη
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Δηλαδή στο κλάδεμα των αμπελιών χρειάζεται περίσκεψη. Προέρχεται ίσως από τη χαρακτηριστική χειρονομία του ξυσήματος της κεφαλής του σκεπτομένου -
Εκόdευγε να τη bάθω, σα dου Στρατηχότζα το 'άδαρο
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963) -
Εκοιμήθην ο σκαθιάς κι είδε σκατένιον όνειρο
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Λέγεται, σαν αστείο, όταν διηγείται κανείς ένα γελοίο, ένα απίθανο όνειρο, που είδε -
Εκρίθηκα με ταυτή dη δουλειά πο μαρτύρησα το 'άλα που με πότισεν η μάννα μου
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1928)Άλα= γάλα -
Εκύλησεν ο dέτζερης κι ηύρηκε dο καπάκι
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Λέγεται για ανθρώπους που ταιριάζουν -
Εμάτο σακκί σε υλίζει
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Ο καλοφαγωμένος και τεμπέλης μαζί μπορεί να το πη ή να το πουνε άλλοι γι' αυτον -
Εμακρύναν οι ποδιές μας κι' εσκεπάσα τζι bοbές μας
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Τζι bοbές μας ή τζι bοbιές μας -
Εμαλώσανε κι' ήπηρε τα στράτουρά ντου (ή φούχια του) κι' ήφνε
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1928)Τα στράτουρά = Το σακκί που βάνουν στο μουλάρι και το δενουν. Δεν βάζουνε σαμάρια, εκτός αν κουβαλούσανε πέτρες. Τώρα στράτουρα θα πη μπαγάτια, γκότσια -
Εμαρτύρησα το 'άλα που με πότισεν η μάννα μου, ώσπου να σώσω να ξεμπλέξω
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1928)Ερμηνεία: Επαιδεύτηκα πολύ -
Εμεγάλωξε dο 'αδουράκι κι' εμίκρανε dο σομαράκι (dου)
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963) -
Εμεγάλωξεν ο 'άδαρος κι' εμίκρανε dο σομάρι
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Λέγεται στα παιδιά, σαν αστείο, όταν μεγαλώνουν και τους μικραίνουν τα ρούχα τους -
Εμείς γερνούμε, μα τα χρόνια πάνε κι' έρχουdαι
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Δηλαδή, εμείς φθειρόμεθα, ο χρόνος δεν χάνεται -
Εμείς κι εμείς και το συbεθεριό τον εφάαμε dο 'άμο
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Λέγεται για κάρπωση, διανομή, διασκέδαση μεταξύ ανθρώπων στενού οικογενειακού ή φιλικού κύκλου -
Εμείς οι Βλάχοι, όπως λάχη
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Λέγεται όταν σου τύχη επισκέπτης και τον περιποιηθής με απλά μέσα