Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή"
-
Κάλλιο πρώτος στο χωριό σου παρά άρχοdας στο Κάστρο
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963) -
Κάλλιο στο μάλι μου παρά στο κεφάλι μου
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963) -
Κάλλιο στο μάλι μου, πάρα στο κεφάλι μου
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1931)Κάλλιο ζημιά, παρά αρρώστια, παρά θάνατος -
Κάμε καλό, νάβρης κακό
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Ερμηνεία: Λέγεται όταν, ενώ κάποιος προσπαθή για το καλό του άλλου βρη στο τέλος τον μπελά του -
Κάμε το καλό και ρίξε το στο 'ιαλό
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Ερμηνεία: Να κάνωμε το καλό αδιαφορώντας, αν αναγνωρισθή ή όχι -
Κάμε, νάβρης (ή νάχης)
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Δηλαδή μην περιμένης από τους άλλους, μόνος σου με το κόπο σου, με την εργασία σου θα κάμης περιουσία -
Κάμω δε gαμω, λέσι μου, μη gάμω ω κι' ας λέσι (ή πούσι)
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Είναι στίχοι από δίστιχα -
Κάνει ο λύκος παστουρμά
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Δηλαδή ό,τι μας αρέσει, δεν έχομε την αντοχή να μην το καταναλώσωμε αμέσως -
Κάνει όξω νου
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963) -
Κάνεις το καλό και κολάζεσαι
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Ερμηνεία: Όταν απ' αφορμής ενός καλού, που κάνεις σε κάποιον και δε μένει ευχαριστημένος, αισθάνεσαι δυσανασχέτηση και μετανοής για το καλό, που έκαμες -
Κάνεις το λοαριασμό χωρίς το dαβερνιάρη
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Λέγεται, όταν υπολογίζης κάτι χωρίς να λαμβάνης υπ' όψη όλους τους παράγοντες γνωστούς ή απροόπτους -
Κάνεις το λοαριασμό χωρίς το ξενοδόχο
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Λέγεται, όταν υπολογίζης κάτι χωρίς να λαμβάνης υπ' όψη όλους τους παράγοντες γνωστούς ή απροόπτους -
Κάνω του κεφαλιού μου
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1928) -
Κάποιον εbοbέβγασι στο φόρος λες και ξέρει το και κείνος;
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1928) -
Κάποιον εbοbεύγασι στο φόρος λες και ξέρει το κι' εκείνος;
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Λέγεται, όταν σχολιάζεται κάποιος και ή αδιαφορεί ή αγνοεί το γεγονός -
Κάποιον επανdρέβγασι, λες και ξέρει το κι' εκείνος;
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963)Λέγεται, όταν συζητείται κάτι για ένα πρόσωπο κι' εκείνο δεν έχει ιδέα του πράγματος -
Κάποιον επαντρέβγασι, λες και ξέρει το και κείνος
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1928) -
Κάποιος δεν είχε δουλειά κι' ήξυνε τα ρχ... dou
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1928)