Toggle navigation
Ελληνικά
English
English
Ελληνικά
English
Login
Toggle navigation
Recent submissions
Homepage
Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
Παραδόσεις
Recent submissions
Homepage
Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
Παραδόσεις
Recent submissions
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
Παραδόσεις: Recent submissions
Now showing items 2561-2580 of 6798
Οι Νεράϊδες κοκκινομαλλούσες. Στο καλόγηρο που είναι βακούδικο πηγάδι ένας στη γειτονιά βρήκε το κορίτσι και το πήρε και το έβαλε στο τζάκι. Ήταν μικρό και το γύμναζαν οι άλλες κοκκινομαλούσες. Ελάλησαν τ’ αρνίθια και δεν έφευγε. Μόλις ελάλησαν τρίτη φορά τότε έφυγε από το μπουχάρι.
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1965
)
Την νύκτα πολλές φορές σαϊδά πήγαινε μέσα στο στάβλο και έπλεκε την φοράδα. Ο πατέρας μου μου έλεγε ότι το κανα εγώ. Εμείς εξεπλέκαμε το πρωΐ τα μαλλιά από την πλάτη και την ουρά του αλόγου και ‘κείνα πάλι ήσαν πλεγμένα. Αυτό γινότανε κάθε νύχτα. Ο πατέρας μου το είπε στον παπά. Τότε ο παπάς είπε «χμού και εγώ πήγα μέσα στ’ αχούρι μ’ και είδα το ίδιο καβάλα στη φοράδα να πλέκη τα μαλλιά. Μετά αυτό...
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1965
)
Εκείνα τα χρόνια παρουσιάζονταν γυναίκα με άσπρα ρούχα στη βρύση σε τούτη εδώ μέσα στην πλατεία του χωριού. Την ίβλεπεν που λούζονταν και χτενίζονταν αλλά δεν την λαλούσαν για να μη της πάρουν την νύμφην. Την έλεγαν σαγάϊδα. Πολλές φορές παρουσιάζονταν και σε σπίτι μέσα. Όταν οι γυναίκες έλεγαν ότι θα ζυμώσουν την άλλην ημέραν αυτή τα ετοίμαζε όλα δηλ. κοσκίνιζε τ’ αλεύρι έβαζε το νερό στη φωτιά....
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1965
)
Μέσα στα σπίτια του παπά έβγαινε η σαϊάδα εχτενίζονταν άναβε φωτιά κανάκευε την φοράδα έπλεκε και έκανε κλώσες την ουρά της έπινε νερό από τα αγγειά έγινε αρνίθα, κοιμούντανε η παπαδιά και έγινε κόττα και λαλούσε.
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1965
)
Οι νεράϊδες βγαίνουν σε λάκκους με νερό, σε πηγές. (βλ. φωτογραφία 23, σελ. Χ/φου 505)
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1965
)
Ήλεγε η μάννα μου, ότι ήτανε με άλλες μια φορά στα πρόβατα, εδώ στον Ασμίλακα, κι είγδανε σα δυό γνεφάκια που πέσανε στα χωράφια κι ύστερα γινήκανε δυο καλές κοπέλες που εχορεύανε.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1960
)
Ήτανε ένα παιδί, 18 -19 χρονών, Παντελέλας. Το βράδυ τον εχάνανε από το σπίτι. Επήαινε η μάννα του κι ο πατέρας του να δούνε αν εκοιμότουνε, τόνε χάνανε. Στην τρίτη βραδυά τον επαρακολουθήσανε. Είδανε που επήαινε σε κάτι χωράφια κι εύρισκε μια παρέα από 4 κορίτσια κι εχορεύανε. Δεν του μιλήσανε. Τον αφήσανε και ξαναγύρισε σπίτι του, αλλά την άλλη βραδυά τον επεριορίσανε. Του φυλάανε βάρδιες η μάννα...
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1960
)
Τα μπαούλα τη νύχτα δεν τ΄ ανοίγουν διότι οι νεράϊδες κλέβουν τα ρούχα. Μάλιστα λέγουν και την κάτωθι ιστορία για το κλέψιμο των ρούχων. Κάποια μαμμή που τη φώναξε ξωτικό τα μεσάνυχτα να πάη να ξεγεννήση μία νεράϊδα στο σπίτι της νεράϊδας γνώρισε το σεντόνι της κόρης της κι έβαλε την παλάμη της με το αίμα επάνω όταν γύρισε το πρωΐ, άνοιξε της κόρης της το μπαούλο και βρήκε μέσα στο σεντόνι που είχε...
Σπανός, Δημήτριος Γρ.
(
1952
)
Είχε την κούνια και σηκώθηκε να βυζάξη ένα ανδρόγυνο το μικρό και κατέβηκε ένα κορίτσι από ψηλά το παραθύρι και πασπάτευε κανάκευε το παιδί. Είχε κάτι μαλλιά αυτή ως εκεί κάτω. Έσπρωχνε τη μάννα από το παιδί και το χάϊδευε. Μετά η γυναίκα κράζει τον άνδρα της και του λέει σήκου που ένα κορίτσι ήρθε να μας πάρη το παιδί. Σηκώνεται αυτός εκεί και η σαϊάδα επήγε σε άλλο δωμάτιο και κοσκίνιζε με την σίτα...
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1965
)
Κοντά στο σπίτι του παπά που είναι μια συκιά έβγαινε κάθε βράδυ σαγιάδες και ζημώνανε. Από τότε το σπίτι έμεινε χωρίς κανένα μέσα.
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1965
)
Νεράϊδες
Αι Νεράϊδες καλαί γυναίκες παρομοιάζονται, παριστανόμεναι ως νέαι ευπειθείς και ευειδείς περιβεβλημέναι λαμπράς και καταλεύκους στολάς, έχουσαι πόδας αιγός, όνου ή πτηνού, ενεδρεύουσαι εις σπήλαια, δένδρα, κρήνας, λίμνας, ποταμούς, καταρράκτας, όρη και εν γένει εις πάντα τόπον παριστόντα αγριόν τι και σκαιόν φαινόμενον, οι εις τα τοιαύτα δε μέρη προσερχόμενοι ή αποκοιμούμενοι ανάρπαστοι υπ’ αυτών...
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ
(
1896
)
Καρπούζα
Κάποια άνοιξη, ο πριονάς του Περτουλιού, βρήκε σε μικροσπηλιά πλάϊ στο πριόνι του, ένα κοριτσάκι. Ο πριονάς που δεν είχε δικά του παιδιά, με χαρά πήρε το μικρό να τ’ αναθρέψει σαν νάταν δικό του παιδί. Το κορίτσι μεγάλωσε. Ένας νειός του χωριού τ’ αγάπησε. Μα ο πατέρας του ποτέ δεν θάβαζε στο σπίτι του ένα μπαστάρδικο. Γι’ αυτό έσπευσε να παντρέψει το γιο του μ’ άλλο κορίτσι. Η κόρη του πριονά κατασυντριμμένη,...
Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ.
(
1948
)
Μιάλουρι
Κάτω από πανύψηλη ράχη της Κρανιάς, ανάμεσα από χαλάσματα και σαρίσματα περνάει ο δρόμος που φέρνει στο χωριό. Λένε ότι το μέρος, καταστράφηκε από σεισμό, άλλοι ότι το μέρος χάλασε απ’ τα νερά που κυλάν από την κορφή του βουνού, κι άλλοι ότι οι κούπες γενήκαν από χιονοστιβάδες. Ο γεροσαρακατσιάνος Γρηγόρη – Μπαλάς έλεγε, ότι περνώντας ένα βράδυ τη στράτα, είδε πάνω στη ράχη πολλές καλότιες να χοροπηδάνε,...
Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ.
(
1948
)
Στ’ Σταμάτ’ τ’ αλώνι. (Απάν’ απ’ τα Λουτρά). Εκεί ακούγονταν το ίδιο, νταούλια, κλαρίνα, βιολιά. (Νύχτα μόνο). Κάποιος Σταμάτης είχι τ’ αλών’.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1959
)
Μπλίντα
Δάσος από βελανιδιές στολίζει την πλαγιά βουνού του χωριού Κουκλαίοι. Εδώ οι χωριανοί βρήκανε ένα περίεργο πιάτο καμωμένο από σιδερόπετρα. Στο βάθος του πιάτου υπήρχαν σταμπαρισμένες ανεξήγητες παραστάσεις. Στις άκρες του δε σταμπαριστά, ασπρολούλουδα. Η παράδοση λέει ότι το πιάτο ξεχάστηκε εδώ από ξεμωραμένη Νεράϊδα. [Μπλίντα= Κβλχ το πιάτο].
Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ.
(
1948
)
Μια φορά ήτονε μια μαμμή, Κατερίνα τη λέγανε. Ένα βράδυ επήε τα μεσάνυχτα και της χτύπησε ένας άνδρας και της λέει «Να ρθής να ξεγεννήσης τη γυναίκα μου». Αυτή δεν τον εγνώρισε, λέει «Δεν ξέρω το σπίτι». Λέει αυτός «Θα πάμε μαζί;» Φεύγουν τον ακολουθεί η μαμμή. Αυτός πάει ομπρός και τραβάει από κάτω από το Κάστρο σε μια σπηλιά όπου σήμερο σώζεται η Αγία Παρασκευή. Η μαμμή μόλις είδε κ’ εποροχώρησε...
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1960
)
Μαρόσα – Νεράϊδα
Ψηλά, γιγάντια, στέκουν αντίκρυ τα δυό βουνά του Βετερνίκου, η Μαρόσα και η Νεράϊδα. Είταν κάποτε στο χωριό δυο πλούσια κορίτσια. Τόνα το λέγανε Μαρία και τ’ άλλο Νεραϊδούλα. Κλέφτες πατήσανε το χωριό, γυρεύοντας να πάρουν αιχμάλωτες τις δυο κοπέλλες. Μα κείνες πετύχανε και ξεφύγανε. Η μια ανέβηκε στη κορφή του αντικρυνού βουνού και η άλλη στην κορφή τ’ άλνου βουνού. Όταν οι κλέφτες φύγανε, τα κορίτσια...
Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ.
(
1948
)
Ένας νονός μου πριν από 70 χρόνια, ονομαζότανε Δημήτριος Γλεούδης, εμάζευε βελανίδι το καλοκαίρι στα χτήματα που είχε στη θέσι Καμπανάου (στην Κάτω Μεριά). Έστειλε το μεσημέρι τον παραγιό (υπηρέτη) εσύ να φορτώσης το γαϊδούρι δυο στάμνες νερό. Ο παραγιός άργησε να γυρίση κ’ ήρθε την ώρα που ήτο να βουτήση ο ήλιος. Τον εμάλωσε ο αφεdικός του «Που ήσουνε τόση ώρα;» «Αφεντικό με πήρανε οι Ανεραΐδες και...
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1960
)
Νεράϊδες
Του προπάππου μου του Νικ. Μάρθα του Κουτσουρίδη ο γιος ήτανε ο παππούς μου, Δημήτριος Ν. Μάρθας ή Κουτσουρίδης. Αυτός όταν παντρεύτηκε και πήρε τη γιαγιά μου την Ανεζίνα, που είχε ορά, ήτονε αντρειωμένη και την είχε ο πατέρας της αυτή φωνάξει τρεις φορές σ’ ένα βουνό; «Αντρειωμένη εγεννήθη (δηλαδή την επήρε μόλις εγεννήθηκε ο πατέρας της και την πήε τα μεσάνυχτα σ’ ένα ψηλό βουνό κ΄ εφώναξε τρεις...
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1960
)
Μπλόχουτ
Το παραποτάμι, ο Λιπινιτσιώτης, κατρακυλώντας να πέσει στον Άσπρο, σχηματίζει κάτω από τις σκάλες του βουνού Κρανιές μεγάλο και βαθύ βυρό. Λένε ότι τις νύχτες, οι Καλότιες της Λιπινίτσα, έρχονται στο βυρό, πλύνονται, λούζουνται, χτενίζονται, παίζουν με τις πέστροφες, τραγουδούν. Και σαν χαράξει σπεύδουν να μπουν στις σπηλιές. [Μπλόχουτ= Κβλχ ο βυρός, η βάθη του ποταμιού]
Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ.
(
1948
)
«
»
Search Digital Repository
This Collection
Browse
All of the Digital Repository
Archive & Collections
Place recorded
By Time Recorded
Authors
Lemma
Legend classification (acc. Politis)
Source index
Titles
This Collection
Place recorded
By Time Recorded
Authors
Lemma
Legend classification (acc. Politis)
Source index
Titles
My Account
Login