Toggle navigation
Ελληνικά
English
English
Ελληνικά
English
Login
Toggle navigation
Recent submissions
Homepage
Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
Παραδόσεις
Recent submissions
Homepage
Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
Παραδόσεις
Recent submissions
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
Παραδόσεις: Recent submissions
Now showing items 2541-2560 of 6798
Νεράϊδα, νύμφη των υδάτων και των δασών.
Άγνωστος συλλογέας
Λαβώνω= δια βλασφημιών, τις παραδοξάζει ο λαός, καθιστώ τινα ανίκανον να ομιλήση. Το τοιούτον προσέτι συμβαίνει και όταν νύκτωρ τις περιπατών συναντήση νεραΐδες και ερωτηθείς απαντήση αυταίς.
Ταρσούλη, Γεωργία
(
1916
)
Καλόγνωμη, η, κατ’ ευφημισμόν = εξωτικιά, μάγισσα 2) νόσος ευλογία.
Ρέκας, Β. Δ.
Νεραϊδόνερο
Λένε πως αυτού είναι νεράϊδες, αερικά και βροντάνε στον αέρα σαν νταβούλια. Από το μεσημέρι κι έπειτα όταν δηλαδή έρθει η ώρα τους ακούνε σ΄αυτό το μέρος τραγούδια. Έχουν πάρει πολλούς ανθρώπους όταν τύχει κανένας να περάση απ’ αυτού όταν είναι η ώρα τους. Τελευταία επήραν κι ένα κορίτσι κι ύστερα από τρεις μέρες το βρήκαν στην κορφή ενός γκρεμού. Το βρήκαν αμίλητο κι έκανε κάμποσες μέρες να μιλήση....
Σακελλαριάδης, Χαρίλαος
(
1930
)
Ανεράϊδα= νεράϊδα, Νεράϊδα (η) και ανεράϊδα, νεραϊδής (ο)= νεραϊδοπαρμένος, δαιμονόληπτος.
Κονδυλάκης, Ιωάννης Δ.
(
1919
)
Η κερά καλή των ωρών= ώ κυρία. Γενικώς εν τω προληπτικώ κόσμω του λαού δια της λέξεως κερά εκφράζονται αι θήλεις θεότητος αι διευθύνουσαι τας ευτυχίας και δυστυχίας των ανθρώπων, τον θάνοντον ή την ζωήν.
Ζωγραφάκης, Ιωάννης Ν.
(
1888
)
Ανεραϊδα = Νηρηϊς. Ανεράϊδικος= ο της Νεράϊδας «άμα κανείς είναι άσπρος τονέ λένε ότι κατάγεται από το σόϊ το ανεράϊδικο.»
Κουκουλές, Φαίδων
(
1920
)
Σαγιάδες λέγονται οι Νεράϊδες.
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1965
)
Τις Νεράϊδες τις λέγαμε παλαιά Ανεραΐδες και Καλές Κυράδες.
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1960
)
Στοι σπήλιους είναι νεράϊδες και πέρνουνε τη φώνη.
Σταυρακάκης, Ιωάννης
(
1909
)
Η μητέρα της μητέρας μου, η γιαγιά μου, η Άννα Πέτρου Σέρβου είχε ένα χωράφι στη Μακρυόπουντα, κοντά στον Κούντουρο. Λοιπόν το ‘χανε σπείρει κριθάρι κι’ αυτοί είχανε ένα νερόμυλο κ’ εμένανε στο Μυλοπόταμο. Και το χωράφι αυτό τως ήτανε ξωναύλι (= δηλ. μακρυά). Συγκεντρώσανε πολλούς αργάτες να το θερίσουνε μονήμερα (= εις μίαν ημέραν). Ήτονε κ’ ένας ανιψός του πάππου μου, ο Κωνστατής Νικ. Σέρβος. Το...
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1960
)
Μια φορά η σαϊάδα έγινε κατσίκα και εβάλαζε. Επήγαν να την μάσουν και ελάλησαν τ’ αρνίθια και χάθηκε.
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1965
)
Οι νεράϊδες λέγονται σαΐδες και είναι κοκκινομαλούσες.
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1965
)
Νεράϊδες
Οι πιο παλιοί τις Νεράϊδες τις έλεγαν Καλές Κυράδες. Τις φοβόντουσαν τη νύχτα. Αυτές γύριζαν στις βρύσες, στα νερά. Παρουσιαζόντανε γυναίκες στ’ ασπρά ντυμένες κ’ είχανε μουσικές κ εχόρευαν. Για προφυλακτικό γι’ αυτό που θελε να βγη έξω τη νύχτα έλεγαν: «Βάλε ένα κομμάτι ψωμί στην τσέπη σου ή ένα κομμάτι καλάμι, και οι Καλές Κυράδες δε σε ζυγώνουνε (=δεν σε πλησιάζουν).
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1960
)
Στο χωριό Μηλιά που είναι ένα βαθύ ποτάμι υπάρχει ένας τεράστιος βράχος που φαίνεται ακόμη σήμερα (βλ. φωτ. Νο 30, σελ. 513). Εκεί όποιος θα πάη βράδυ ακούει τις κοκκινομαλούσες που βγαίνουν τραγουδούν και πλέννουν τα ρούχα τους. Αυτές κρατώνε το βράχο που στέκεται από μία άκρη. Εμείς το βράδυ δεν πάμε εκεί για να μη τις στενοχωρέσουμε και πέση ο βράχος γιατί θα γίνη μεγάλο κακό στο χωριό.
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1965
)
Ένανε τόνε παίρνανε οι Ανεράϊδες σ’ ένα καλάμι και τον πηγαίνανε στην Ήπειρο.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1960
)
Ο μπάρμπα – Σταμάτης ο Κοντός επήγαινε σπίτι του νύχτα κι εκεί που πήαινε έβρηκε φράκτη μπροστά του. Είχε ένα μπαστούνι, που είχε μέσα σπαθί. Το έβγαλε, έκαμε σταυρό, κι επέρασε. Αλλά άκουε γύρω του κρου – κρου, σαν να τον σχιζόντανε τα ρούχα. Επήε σπίτι του κι έμεινε δεκαπέντε μέρες, με το αίμα του κομμένο. Τι ήταν; Ανεράϊδες ήταν, ξωτικά ήταν, δαιμόνοι, ποιος ξέρει!
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1960
)
Σαγιάδες λέτονται οι νεράϊδες. Ήταν πόρτα σφαλισμένη και μπήκε το στοιχειό και έκατσε στο τζάκι. Μόλις λάλησαν τ’ όρνιθια άφαντο. Εύρισκες τα παπούτσια ανακατωμένα και έπαιρνε τα κορδόνια.
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1965
)
Ο Λιόντας
Ο Λιόντας είναι ένας λέοντας σκαλισμένος πάνω σε ντόπια πέτρα, βρίσκεται στην ανατολική πλευρά της Χώρας προς το δρόμο της Παναγίας της Καστριανής στη θέσι που τη λέμε τώρα Λιόντας. Λένε πως ο λέοντας αυτός ήτανε μια φορά ζωντανός στο μοναστήρι της Αγίας Άννας, που βρίσκεται πιο πάνω στο βουνό. Ο Λιόντας αυτός εκατάστρεψε τα πάντα γύρω. Στο βουνό της Αγίας Άννας εκατοικούσανε και Νεράϊδες. Ο λέοντας...
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1960
)
Πάνω στην στάχτη δεν κάνει να κατουρήσουμε ούτε να αγρασκελίσουμε γιατί εκεί είναι οι καλήτυχες. Όποιος κατουρήση μένει παράλυτος από τα πόδια του.
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1965
)
«
»
Search Digital Repository
This Collection
Browse
All of the Digital Repository
Archive & Collections
Place recorded
By Time Recorded
Authors
Lemma
Legend classification (acc. Politis)
Source index
Titles
This Collection
Place recorded
By Time Recorded
Authors
Lemma
Legend classification (acc. Politis)
Source index
Titles
My Account
Login