Ήτανε ένα παιδί, 18 -19 χρονών, Παντελέλας. Το βράδυ τον εχάνανε από το σπίτι. Επήαινε η μάννα του κι ο πατέρας του να δούνε αν εκοιμότουνε, τόνε χάνανε. Στην τρίτη βραδυά τον επαρακολουθήσανε. Είδανε που επήαινε σε κάτι χωράφια κι εύρισκε μια παρέα από 4 κορίτσια κι εχορεύανε. Δεν του μιλήσανε. Τον αφήσανε και ξαναγύρισε σπίτι του, αλλά την άλλη βραδυά τον επεριορίσανε. Του φυλάανε βάρδιες η μάννα του κι ο πατέρας του. Εκείνος στο τέλος τους παρακαλούσε. – Γιατί δε μ’ αφήνετε να πάω κι εγώ στ’ αλώνια, να χαρώ τα νιάτα μου! Τίποτα αυτοί! Την τρίτη βραδυά (που τον είχανε περιορισμένονε) πήε το κορίτσι που τον αγαπούσε και του χτύπαε την πόρτα. – Γιώργη! Γιώργη! Μ’ απαράτησες! (οι άλλοι δεν ακούανε τίποτα από τη φωνή αυτή). – Δε μπορώ, λέει; Μ’ έχουνε δεμένονε! Έ, τότε, του λέει αυτή, δε θα με ξαναδής πλέο. Και χάθηκε. Εάν αυτός έπαιρνε το μαντήλι της, θα την είχε σκλάβα και θα φανερωνότουνε στον κόσμο τον άλλονε των ανθρώπων! Έτσι λένε, αλλά ποιος τα ξέρει! Τώρα δεν φανερώνεται τίποτα!
Τόπος Καταγραφής
Κέρκυρα, ΕρείκουσαΧρόνος καταγραφής
1960Πηγή
Λ. Α. αρ. 2344, σελ. 63 – 4, Δ. Λουκάτος, νησίς Ερείκουσα Κέρκυρας 1960Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
2344, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT