Ένας νονός μου πριν από 70 χρόνια, ονομαζότανε Δημήτριος Γλεούδης, εμάζευε βελανίδι το καλοκαίρι στα χτήματα που είχε στη θέσι Καμπανάου (στην Κάτω Μεριά). Έστειλε το μεσημέρι τον παραγιό (υπηρέτη) εσύ να φορτώσης το γαϊδούρι δυο στάμνες νερό. Ο παραγιός άργησε να γυρίση κ’ ήρθε την ώρα που ήτο να βουτήση ο ήλιος. Τον εμάλωσε ο αφεdικός του «Που ήσουνε τόση ώρα;» «Αφεντικό με πήρανε οι Ανεραΐδες και με πήγανε στις στεφάνες (=απόκρημνος κορυφή βουνού) κι αφού με δείρανε καλά το χέρι μου το δεξί επιάστηκε από το ξύλο και δεν μπορώ να το κουνήσω. Ο γέρος τον επίστεψε και άρχισε να τον τάζη στις Εκκλησίες και να τον στείλουνε και στην Παναγία στην Τήνο. Σ’ όλο το διάστημα, ένα χρόνο, το χέρι του δεν το κούνησε. Έπειτα από ένα χρόνο σ’ άλλη τοποθεσία στο Βουρκάρι εμάζευε ο αφεντικός του σύκα και τον παραγιό τον είχε απάνω σ’ ένα δώμα ν’ απλώνη τα σύκα. Από την συκιά είδε τον παραγιό που ήτανε κουρασμένος ν’ απλώνη και μετά δυο χέρια. Τότε κατάλαβε πως ο παραγιός τον απατούσε. Ανεβαίνει τότε ο αφεντικός με τη κατζουρίδα (=κατσούνι) και του δίνει μερικές ραβδιές κι αυτός εκούνησε αμέσως και τα δυο του τα χέρια.
Τόπος Καταγραφής
ΚέαΧρόνος καταγραφής
1960Πηγή
Λ. Α. αρ. 2340, σελ. 357 – 358, Γεωργίου Κ. Σπυριδάκη, Κέα, 1960Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
2340, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT