• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Αναζήτηση 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Παραδόσεις
  • Αναζήτηση
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Παραδόσεις
  • Αναζήτηση
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Αναζήτηση

Προβολή προηγμένων φίλτρωνΑπόκρυψη προηγμένων φίλτρων

Φίλτρα

Χρησιμοποιείστε φίλτρα για να περιορίσετε τα αποτελέσματα αναζήτησης.

Αποτελέσματα 41-50 από 120

  • Επιλογές Ταξινόμησης:
  • Συνάφεια
  • Τίτλος Αυξ.
  • Τίτλος Φθιν.
  • Ημερ. Υποβολής Αυξ.
  • Ημερ. Υποβολής Φθιν.
  • Αποτελέσματα ανά σελίδα:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Μια φορά ο σ’χωρεμένος ο μπάρμπα – Πέτρος είχε πάει στα κτήματά τ’, στον Άη – Σίδωρο. Άκουσε κει μια φωνή και του ‘λεγε: «Έλα πιο κάτω έλα πιο κάτω». Έτσ’ κατεβαίνοντας ήφτασε προς τη θάλασσα, στ’ Χαμέντ’. Ήκατσε κει σε κάτ’ βράχ’ μα δεν ήβλεπε τίποτα. Τον είχαν πάρ’ οι αγελλούδες. Μετά σα να κρύωσε και μπήκε σε μια μάντρα, αλλά κει τον πιάσαν τα ζωτ’κά και τόνε χώσαν όλο στ’ gοπριά. Τόνε ψάχναν τ’ν άλλη μέρα, που να τον βρούν. Φέραν ύστερα ένα σκύλο κ’ αυτός τον ηύρε με τη μυρωδιά και τον ξεχώσαν. [Μπάρμπα- Πέτρος= πρόκειται για τον Πέτρο Μωραΐτη τον «Κόκκινο», απ’ τη Μέση, Άη – Σίδωρο= Άγιο Ισίδωρο] 

Φλωράκης, Αλέκος Ε. (1971)
Thumbnail

Λένε πως μια γυναίκα, βλέποντας ένα σκεπάρνι που ήταν κρεμασμένο πάνω από του παιδιού της την κούνια, δεν έβγαλε το παιδί της από την κούνια, παρά το έκλαιγε, λέγοντας άχ! Το σκεπαρνοκομμένο μου! 

Πουλάκης, Δημ. (1924)
Thumbnail

Στα Σπιτάλια το μέρος έχ' φαντάσματα. Γιατί τα παλαιά χρόνια είχαν εκεί οι Φράγκ' ένα νοσοκομείο για τ'ς δικοί τους. Κι όταν ένας απ' αυτοί κόντευε να πεθάν', τ' βάζαν τ' άγια λάδια, για να περπατήσ' στη γη. Γι' αυτό αν πηγαίναν μετά καλύτερα οι αρρώστ', τ'ς παίρναν στο κατώι και τ'ς λέγαν πως θα τ'ς μετρήσουν. Κι είχαν απ' τ'ς τράβες σκοινιά σε θηλιές. Τ'ς βάζαν εκεί πως θα τ'ς μετρήσουν τάχα και τ'ς πνίγαν, για να μη bατήσουν τ' άγια λάδια. Από τότε στο μέρος εκείνο βγαίνουν τα φαντάσματά τους και γύρνουν. [Σπιτάλια= Περιοχή κοντά στη Χώρα]. 

Φλωράκης, Αλέκος Ε. (1971)
Thumbnail

Παρακάτ’ από νερό, στο Ξώμπουργο, είν΄ ο Άη – Σπυρίδωνας. Είναι πιο κει κάτ’ καμάρες κι έχουν ένα τσιγκέλ’, γιατί εκεί κρεμούσαν οι Τούρκ’ αθρώπ’. Τ’ς καμάρες αυτές τ’ς λένε Γελλιδοκαμάρες. Βγαίνουν εκεί ζωτ’κά και πολλοί ελαφρόστοιχ’ τ’ς χάνουν και τ’ς βρίσκουν τα χαράματα εκεί. Τ’ς τραβά το μέρος. [ ελαφρόστοιχ’= Ελαφροΐσκιωτοι] 

Φλωράκης, Αλέκος Ε. (1971)
Thumbnail

Όταν γεννηθ’κε ο Χριστός στ’ μαγιαδούρα, είχε πέσ’ χιόν’ και τρεμόνταν. Πήγε λοιπόν ο Ιωσήφ σε κατ’ τσομπάνηδες πιο κει να θερμαστεί κ’ είχαν σ’ ένα σπίτ’ δυο σκυλιά για φύλαξ’. Αλλά ούτε γαύλιζαν τα σκυλιά, ούτε δαγκώναν, παρά έσκυψαν μόλ’ς μπήκε. Πάει, που λες, στ’ φωτιά και με τα χέρια τ’ τνε πήρε, για να πάει να ζεστάν’ το Χριστό και δεν καιγόνταν. Ο τσομπάν’ς ξύπνησε λέει, «Ποιος είναι; Τι;». Είχε το τ’φέκ εκεί – γκράδες είχαν τότε – αλλά βλέπ’ έναν άνθρωπο κ’ ήβαλε τα χέρια τ’ μες στ’ φωτιά και τ’ν εβάστα. «Βρε», λέει, «απόψε ούτ’ η φωτιά καίει, ούτε τα σκυλιά γαυλίζουν. Κάτ’ τρέχ’». «Έτσι κι έτσ’», λέει «έλα να δεις». Εθαύμασε. Είχαν βέβαια ακουστά ότι θα να ρθ’ ο Χριστός. Πήγε λοιπόν, είδε το Χριστό π’ δεν είχε σκέπασμα – για να δείξ΄ ταπεινοφροσύν’, απλότητα – λέει, «Στάσου». Πήγε πίσω και πήρε δυο λανάτες και τον σκέπασε. Κι έτσ’ τον ευλόγησ’ ο Χριστός, γι’ αυτό ‘ναι ευλογημένα τα πρόβατα και πάνε εκ δεξιών, ενώ τα ρίφια πάνε εξ εδεμωνύμων. [Η μανιαδούρα= αχεριώνας, τρεμόνταν= κρύωνε, έτρεμε απ’ το κρύο, θερμαστεί= να ζεσταθεί στη φωτιά, λανάτες= δέρματα προβάτων, εξ εδεμωνύμων= εννοεί εξ ευωνύμων] 

Φλωράκης, Αλέκος Ε. (1971)
Thumbnail

Ένα βράδ' είχανε πάει στ' Βουρνιώτ'σσα δυο γυναίκες να τ'ν ανάψουν. Ένας καθολικός που 'χε κεί κοντά τα χωράφια τ', τ'ς είδε και πήγε στ'ν εκκλησία με κακό σκοπό, να τ'ς πειράξ'. Άλλ' όταν ήφτασε είδ' απόξω αθρώπ' πολλοί, μ'λάρια, γαϊδάρ', σαν πανηγύρ' να πούμε. Λέει, “Βρέ, για όνομα. Μα πότε 'ρθήκαν όλοι τούτ';”. Κ' ήφυγε χωρίς να τ'ς πειράξ' . Το πρωί που ξαναπήγε, βλέπ' μόνο τ'ς δυό γυναίκες. Κατάλαβε λοιπόν πως είταν θαύμα και χάρ'σε στ' Βουρνιώτ'σσα όλα τα γύρω χωράφια, να τα 'χ' για να δεν εκεί τ'ς γαϊδάρ' τ' ο κόσμος στο πανηγύρ'. 

Φλωράκης, Αλέκος Ε. (1971)
Thumbnail

Το πανηγύρ’ των Αγίων Αναργύρων στ’ Γύρλα το ‘χουν οι Μουνταδιανοί κι όπως πηγαίναν πριν από χρόνια όλοι μαζί, δήκαν στον Άγρελα ένα παλληκάρ’ και δούλευε στα χωράφια τ’. Λένε, «Δε θα ‘ρθεις μαζί μας στο πανηγύρ;». Λέει «Όχ’». Λέει, «Σήμερα γιορτή να δ’λεύ’ς», λέει, «δεν κάν’». Λέει, «Δε με νοιάζ’ εμένα». Κ’ ηπέσαν τότε κατ’ χώματα και τόνε πλακώσαν. Από τότε ο Άγρελας είναι κακό μέρος. Γύρλα = τοποθεσία κοντά στη Χώρα, Μουνταδιανοί = Οι κάτοικοι του χωριού Μουντάδος, δήκαν = είδαν, Άγρελας = τοποθεσία στο Μουντάδο 

Φλωράκης, Αλέκος Ε. (1971)
Thumbnail

Κάποτε πέρασ’ από εδώ ένα καράβ’ και δήκαν(2) το νησί μας, π’ δεν τούξεραν και λένε: «Τίνος είν’ αυτό το νησί;». Κι έτσ’ το βγάλαν Τήνος.[δήκαν= Είδαν] 

Φλωράκης, Αλέκος Ε. (1971)
Thumbnail

Ένα βράδ’ γύριζε κάποιος απ’ τ’ Χώρα στο χωριό τ’. Σ’ ένα μέρος σταμάτησ’ ο γάιδαρος κι άρχισε να γκαρίζ’. Ούτε μπρός πήγαινε, ούτε πίσω. Ήκαν’ έτσ’, ήκαν’ αλλιώς, εκεί ο γάιδαρος. Ξαφνικά του ‘ρθε να κατουρήσ’ και πήγε σε μια μάντρα πιο κεί. Μόλις μπαίν’, βλέπ’ στο χώμα κάτ’ και γυάλιζε. Είταν χρυσάφ’. Κι άκουσε και μια φωνή που ‘λεγε: "Να ‘ρχεσαι κάθε βράδ’ εδώ και θα βρίσκεις κι απ’ ένα φλουρί. Μόνο μην το μαρτυρήσ’ς, γιατί θα γίνουν στάχτ’". Γυρίζ’ αυτός στο σπίτι τ’, δεν είπε τίποτα. Κάθε βράδ’ πήγαινε στη μάντρα κ’ ηύρισκε κι απ’ ένα. Η γυναίκα τ’ όμως παραξενεύτ’κε, λέει: "Πού τα βρίσκ’ τόσα λεφτά και ξοδεύ’" κι όλο και τον ρωτούσε. Εκείνος όμως τ’ ς ήλεγε να μη ρωτεί κι ούτε ποτέ ν΄ ανοίξ’ το κ’τάκ’ που τα ‘χ’. Αλλά οι γυναίκες είναι περίεργες ξέρ’ς και δεν αντέχουν στον πειρασμό. Πήγε μια μέρα κι άνοιξε το κ’τάκ’ κι αμέσως όλο το χρυσάφ’ ηγίν’κε στάχτ’. 

Φλωράκης, Αλέκος Ε. (1971)
Thumbnail

Μια φορά τ' Άη Γιαννιού του Τιναχτή, είπε μια γειτόνισσα τ' Γιώργη μας να πά να φάνε. Λέει η μάνα μας, “Έμεις δεν τρώμε σήμερα, γιούκα μ' για τη χαρ' τ'. Για τ' Άη Γιανού τη χάρ', λέει, ούτε λάδ', ούτ' ψάρ'.” Λεεί, “Και τι, μήπως τον Άη Γιάνν' θα φάω;”. Και πήγε. Δε bρόφτασε να καταπιεί και τον έπιασ' ένας πυρετός, τρεμόνταν ολόκληρος. “Άη Γιάννη μ', κάνε με καλά και δε θα βάζω στη ζωή ούτε νερό στ' μέρα σ'”. Και το κρατεί από τότε 

Φλωράκης, Αλέκος Ε. (1971)
  • «
  • 1
  • . . .
  • 2
  • 3
  • 4
  • 5
  • 6
  • 7
  • 8
  • . . .
  • 12
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτή η συλλογήΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση

Περιήγηση ανά

ΤύποςΠαραδόσεις (120)ΣυλλογέαςΦλωράκης, Αλέκος Ε. (115)Βογιατζίδης, Ι. Κ. (3)Πουλάκης, Δημ. (1)Φιλιππίδης, Ν. Ζ. (1)Τόπος καταγραφής
Τήνος (120)
Χρόνος καταγραφής1970 - 1972 (115)1922 - 1929 (5)
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.