• Ελληνικά
    • English
  • English 
    • Ελληνικά
    • English
  • Login
Search 
  •   Homepage
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Παραδόσεις
  • Search
  •   Homepage
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Παραδόσεις
  • Search
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Search

Show Advanced FiltersHide Advanced Filters

Filters

Use filters to refine the search results.

Now showing items 31-40 of 120

  • Sort Options:
  • Relevance
  • Text Asc
  • Text Desc
  • Time Recorded Asc
  • Time Recorded Desc
  • Results Per Page:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Ο Άη Νικόλας, ο προφήτ' Ηλίας και ο Αής Αντών'ς είταν σ' ένα καΐκ' και ταξίδευαν και τ΄ς ήπιασε μια φουρτούνα, πήγαν να πνιγούνε. Πήκαν, “Παναΐα μ', να βγούμε στη στεριά και να με κτ'πά το κύμα”. Γι' αυτό και το κλησάκ' τ' είναι στον Πάνορμο, πλάι στη θάλασσα. “Εγώ”, λέει ο άης Αντών'ς, να βγώ κι ούτε π' θέλω να τνε βλέπω πιά”. Κ' είναι το κλησάκ' τ' βαθιά στ΄λαγκάδια, στο Μπεναρδάδο. Κι ο προφήτ'ς Ηλίας είπε, “Να βγώ και να τνε βλέπω από μακριά”. Κ' ήκανε το κλησάκ' τ' στη gορφή τ' βουνού. (Πάνορμος = Παραθαλάσσιο χωριό της Όξω μεριάς, Μπεναρδάδο = Βεναρδάδος : Χωριό στα Έξω μέρη). 

Φλωράκης, Αλέκος Ε. (1971)
Thumbnail

Στο Ξώμπουργο είναι θαμμέν’ θησαυροί. Όποιος ξαμολήσ’ έναν κόκκορα και σκάψ’ στο μέρος π’ ο κόκκορας θα λαλήσ’, θα τ’ς βρεί 

Φλωράκης, Αλέκος Ε. (1971)
Thumbnail

Είταν μια γυναίκα κι άκουε τα βράδυα μια φωνή απ’το κατώι κ’ ήλεγε : <Έλα δώ και θα βρείς λίρες >. Αυτή όμως φοβήθ’κε και δεν πήγε. Τ’ άλλο βράδ’ άκουσε πάλ’ τη φωνή. Τρία βράδυα τ ’ν άκουσε. Λέει λοιπόν σε μια γειτόνισσα : <Ξέρ’ ς, γειτόνισσα, αυτό κι αυτό μου συμβαίν >. Και πήγαν στο κατώι μαζί. Αλλά αύραν μόνο στάχτ’. Γιατί άμα το πείς πως ξέρ’ς για θησαυρό, γίνεται στάχτ’. 

Φλωράκης, Αλέκος Ε. (1971)
Thumbnail

Το ξύλο τ’ σταυρού, είχαν μια οικοδομή και θέλαν να το βάλουν τράβα μεγάλ’. Το μετρούσαν ήφτανε, το βάζαν απάνω είταν κοντό. Κάτω μακρύ, πάνω κοντό. Πήκαν: «Είναι τ’ σταυρού το ξύλο» και οι ενάντιοι το ρίξαν στα γυρίζια. Όταν ήψαχνε η Αγία Ελέν’ δεν τον ήβρισκε. Πάει τότε μια Εβραιοπούλα, Τούρκισσα, δε θυμάμαι καλά, και λέει: «Είν’ εκεί πάνω κ’ είν’ λουλούδια και μυρίζουν» - ο βασιλικός. Απ’ τ’ χαρά τ’ς λοιπόν η βασίλισσα, τσούδωσε για μια βασιλικιά στολή, για ένα μαλαματένιο βραχιόλ’ μεγάλ’ς αξίας. Τ’ς λέει: «Μ’λιά μην πεις πως στούδωσα τ΄εγώ». Και πήρε ανθρώπ’ και ψάχναν και τον ηύραν. [τράβα= δοκάρι, πήκαν= είπαν, γυρίζια= κοπριά, για= ή] 

Φλωράκης, Αλέκος Ε. (1971)
Thumbnail

Στα Φραγκοχώρια είταν ένα ορθόδοξο ξωκλήσ' μές στα χωράφια και τούκανε κάποιος σταύλο. Μια μέρα ηύρε το βούιδι τ' ψόφιο. Ήφτασ' η φήμη στ' Χώρα και πήγε η κύρ – Αγγελ'κώ η Αλλοιμονιναίνα ακι τνέ ξαναφτειάξαν. 

Φλωράκης, Αλέκος Ε. (1971)
Thumbnail

Το νησί μας είναι γεμάτο πέτρες. Γιατί πέρασε μια φορά ο Χριστός μ'ένα καίκ' για τ'ν Αθήνα κ'είδε δώ π'φυσούσε βοριάς και ρώτησε : <Για πείτε μ'μωρέ, πως το λένε τούτο το νησί κι έχ' τόσο αέρα; Θα πνιγούμε>. Λέει <Τήνο, Χριστέ μ'> Λέει, Αφού τ'λένε Τήνο πέτρες τ'ς δίνω! Γι αυτό και το νησί μας είν'όλο καυκάρες. (Καυκάρες= Άγονα βουνά) 

Φλωράκης, Αλέκος Ε. (1971)
Thumbnail

Γοργόνα = πλεονέκτης γυνή (πόλις Τήνου) 

Φιλιππίδης, Ν. Ζ. (1929)
Thumbnail

Στη bαλλάδα είναι τ'Κριαρά το σπίτ'. Αυτός ο Κριαράς δεν ήλυωσε όταν τόνε θάψαν και τον ξαναχώσαν σ'άλλο μέρος, αλλά και πάλ' δεν ήλυωσε. Τόνε θάψαν τότε στ'ν αυλή τ' κ' ήμειν εκεί άλυωτος και βγαίν' τις νύχτες και τιργυρίζ'. Πολλοί ακούσανε τα βηματά τ' τα μεσάνυχτα μες στις κάμαρες. Και φαινόνται και φώτα, π'ανάβουν μοναχά τους απ'τα παράθυρα. (bαλλάδα= Συνοικία της Χώρας) 

Φλωράκης, Αλέκος Ε. (1971)
Thumbnail

Είταν μια φορά ο Χάρος σ'ένα β'νό και φώναζ' έναν-έναν με τ'ονομα τ' και πήγαινε. Λέει ένας : <Βρε τ'ς λωλοί. Τ'ς φωνάζ' και πηγαίνουν> Λέει ένας άλλος: <Γιατί εσύ τι θα κάμ'ς;>. <Λέει, <Εγώ; Άμ εγώ δεν πηγαίνω>, λέει. Όταν τον φώναξε κι αυτόν ο Χάρος, πήγαινε. Λέει, <Μα εσύ ήλεγες πως δε θα πάς> <Άλλο τι λέγα>λέει. <Μπορείς να ξεφύγ'ς απο δαύτον;> 

Φλωράκης, Αλέκος Ε. (1971)
Thumbnail

Οι μοίρες καθορίζουν τι θα συμβεί στη ζωή κάθε ανθρώπου. Η νεοελληνική λαϊκή αντίληψη γι’ αυτές παρουσιάζει μεγάλες ομοιότητες με τις αρχαίες ελληνικές δοξασίες. Υπάρχει και σήμερα όπως και τότε διάκριση της μοίρας ή της τύχης του καθενός, απ’ τις Μοίρες- θεότητες, που θα «μοιράσουν» το παιδί και θα ορίσουν το «ριζικό» του. Οι τελευταίες, όπως παρουσιάζονται στις τηνιακές παραδόσεις είναι τρεις γριές που πηγαίνουν πάντοτε μαζί και θυμώνουν εύκολα. Την τρίτη νύχτα μετά τη γέννηση κάθε παιδιού μπαίνουν στο δωμάτιο της λεχώνας την ώρα που εκείνη κοιμάται και ορίζουν τη μοίρα του. Πρέπει το σπίτι να είναι πεντακάθαρο, αλλιώς θυμώνουν και δε δίνουν καλές ευχές. Για να τις εξευμενίσουν αφήνουν στο τραπέζι δίσκους με γλυκά και ποτά («γλυκαίνουν τις Μοίρες»). Αφού δώσουν τις ευχές τους στο παιδί, του καίνε λίγο τη μύτη μ’ ένα κερί, σημάδι πως το επισκέφτηκαν. Ό,τι πουν δε γίνεται ν’ αλλάξει με κανέναν τρόπο, πράμα που εκφράζει άλλωστε κ’ η παροιμία: «Απ’ το γραφτό σ’ δε μπορείς να ξεφύγ’ς». Η Τύχη, η θεά των ελληνιστικών χρόνων, παρουσιάζεται συνήθως στις παραδόσεις του ελληνικού λαού άσκημη και μαύρη. Αντίθετα οι τηνιακές παραδόσεις τη θέλουν νέα, όμορφη, με ξέμπλεκα μαλλιά, που όλοι οι άντρες την κυνηγούν κι εκείνη φεύγοντας τρυπώνει κάθε τόσο και σε κάποια πόρτα, φέρνοντας την τύχη στο σπίτι που θα μπεί. Κάθε άνθρωπος έχει τη δική του τύχη που γεννιέται μαζί μ’ αυτόν. (Κάθε παιδί με την τύχ΄τ’ γεννιέται», λέει η παροιμία) και τον ακολουθεί. Πιστεύεται ότι όταν σε κάποιον πέσει μια τύχη, θα έρχονται συνέχεια όλα τα καλά σ’ αυτόν. Δυο σχετικές παροιμίες λένε: «Όπου κι αν πάω τη dύχ’ μ’ μαζί μου τήνε σέρνω» και «Εκεί που πάει το ‘να καλό πάει και τ’ άλλο». Άλλες παροιμίες δείχνουν ότι η Τύχη άμα σε θέλει θα σε επισκεφτεί, ενώ στην αντίθετη περίπτωση όσο και να πασκίζεις τίποτα δεν καταφέρνεις («Άμα δε σε θέλ’ τι τρέχ’ς κι άμα σε θέλ’ πάλ’ τι τρέχ’ς»), ότι ένας που είναι άτυχος και μυαλό να έχει δεν προκόβει («Καλύτερα να χ’ς ένα δράμ’ τύχ’, παρά τετρακόσια δράμια μυαλό») και ότι πολλές φορές τα καλά πηγαίνουν σ’ ανθρώπους που δεν τ’ αξίζουν: Ακαμάτρα και λωλή έχ’ τη dύχ’ την καλή. [ευχές Βλ. «Παραδόσεις» (Μοίρες και Τύχη», μπει= Βλ. «Παραδόσεις» («Μοίρες και Τύχη»), αυτόν= Βλ. «Παραδόσεις» («Μοίρες και Τύχη»), άλλο= Βλ. «Παροιμίες», καλή= Βλ. «Παροιμίες»]. 

Φλωράκης, Αλέκος Ε. (1971)
  • «
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
  • 5
  • 6
  • 7
  • . . .
  • 12
  • »

Browse

All of the Digital RepositoryArchive & CollectionsPlace recordedBy Time RecordedAuthorsLemmaLegend classification (acc. Politis)Source indexTitlesThis CollectionPlace recordedBy Time RecordedAuthorsLemmaLegend classification (acc. Politis)Source indexTitles

My Account

Login

Discover

TypeΠαραδόσεις (120)CollectorΦλωράκης, Αλέκος Ε. (115)Βογιατζίδης, Ι. Κ. (3)Πουλάκης, Δημ. (1)Φιλιππίδης, Ν. Ζ. (1)Place recorded
Τήνος (120)
Time recorded1970 - 1972 (115)1922 - 1929 (5)
Contact Us | Send Feedback
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.