Αναζήτηση
Αποτελέσματα 2301-2367 από 2367
Άσπρη κάτασπρη δε φελά μόν να μελαχροινίζη να ντόχη τσαί η όψη της να ροδοκοκκινίζη. Άσπρη κάτασπρη δε φελά χωρίς το κοτσινάδι σαν το ψωμί τ' ανάλατο ας τιν' τσαί σιμιγδάλι
(1908)
Γνωμικόν περί του κάλλους των γυναικών
Εώ σου λέω να κάμης χίλια πρόβατα (ή: ζα), εσύ δεν θες; ... νοργιά (ή: τρίχα) (ή: τρίχα να μην απολάψης)
(1963)
Λέγεται όταν κάποιος δεν δέχεται ή δεν ακολουθή τις συμβουλές μας
Ο άρκοντας έφαν τζ' έβρασεν, τζ' ο φτωχός έφαν τζ' ερίασεν. Έφαγ' ο πλούσιος κ' εζεστάθη, έφαγε κι ο φτωχός κ' εκρύωσε
(1948)
Ερμηνεία: Θέλει να πη πως ο πλούσιος διαθέτει πολλά λεφτά για το φαί του, ώστε να ζεσταίνεται, ενώ ο φτωχός ο καημένος ψοφοπεινάει και κατ' ανάγκη κρυώνει
Θέλω να σύρω λεβεντιά και καταντιά δεν έχω. Μου λείπ' η σέλλα του βρακιού, τα δυό τα πηδουνάρια!
(1931)
Ειρωνικόν δίστιχον δια τους οιηματίας, δια τους υπέρ την αξίαν των επιδεικνυομένους
Τον άκαφτο τον εϋρεύγασι να τόνε κάψουσι gαι δε dον ευρήκασι
(1963)
Ερμηνεία: Όλοι οι άνθρωποι έχουν ζήσει τον καημό του θανάτου κάποιου ή κάποιων δικών τους ανθρώπων. Λέγεται σαν παρηγοριά
Πιότερο gαιρό θένε τά λεφτά νά τά φυλάξης, παρά νά τά δουλέψης
(1963)
Δηλαδή χρειάζεται μεγαλύτερη ικανότητα νά διατηρήσης ένα χρηματικό ποσό παρά όση χρειάζεται γιά νά τό κερδίσης
Άστραψε απ' το Ζάλογγο, δέσε μέσα τ' άλογο
(1963)
Εννοεί το Ζάλογγο (Άνω και Κάτω) της Παραμυθιάς. Η λαΐκή μετεωρολογία παρετήρησε ότι άμα αστράφτει από εκεί, θα έχομεν καταιγίδα ή χιονοθύελλα. Εννοείται ότι αυτό ισχύει δια τα χωριά της Ντουσκάρας – προκειμένου περί ...
Αν σε δαγκώσω εγώ η οχιά έχεις παρηγοριά αν σε δαγκώσ' ο γυιός μ΄Αστρίτς σακία, βότανα κ΄ αξινάρια
(1953)
Σχετική παροιμία με τα δήγματα των ερπετών και εντόμων
Άρτσι – βούρτσι
(1928)
Την πριν της Απόκρεω εβδομάδα δεν νηστεύανε την Τετάρτη και την Παρασκευή από κρέας κι ήτανε τότε άρτσι-βούρτσι.
Κάλλια σκύλλο από τη Τρύπη παρά φίλο Βρεστενίτη
(1923)
Ούτω σημειοί ο Κ. Νεστορίδης. Οι Οινούντιοι λέγουσι το ορθότερον
Άρκος έφαν τζ' έβρασε, τζ' ο φτωχός ερίασε ο άρκοντας επέθανε, τζ' ο φτωχός εγλύτωσε
(1940)
Υπερσιτιζόμενος ο πλούισος ακολουθών την όρεξιν του και όχι την διαιτητικήν παραβλάπτει την υγείαν του, διακινδυνεύων και την ζωήν του ενώ ο πτωχός τρώγων ό,τι έχει δεν απειλείται από τας εκ του υπερσιτισμού νόσους
Ο δάβολον άλλο δουλείαν 'κ' είχεν, τα παιδία 'τ' εσυνεσέβεν
(1931)
Ο διάβολος άλλη δουλειά δεν είχε και τα 'βαλε με τα παιδιά του. Σαντ. Χαλδ. Επί αέργου ασχολουμένου είς πράγματα απρεπή και οχληρά είς τους άλλους. Παραλλαγαί: “Ο δάβολον δουλείαν κ' είχεν, ετζούμπιζεν τα παιδία 'τ'” ...
Άμα στράψει ο Λιμνίτης τα νερά εμ μες το σπίτιν
(1941)
Η παροιμία αυτή μας δείχνει πως η βορειοδυτική διεύθυνση της νήσου μας, ο Λιμνιτής, θεωρείται μάνα των νερών (της βροχής) κι' από τους κατοίκους των μερών Σκάλας, όπως κι από τους κατοίκους Τυλλυρίας, Σολιάς, Μαραθάσας κ. ά.
Η αρφανιά, τζ' η ξενηδκιά, τζ' η πίκρη του θανάτου τρία στο ζύϊμ μπήκασιν, τζ' η ξενηδκιά νικά τα
(1940)
Ο μακράν της πατρίδος του στερείται όλους που αγαπά, ενώ ο απορφανιζόμενος παρηγορείται με τους εναπομείναντας
Α σου τα δώσω στα μαρμαράκια
(1940)
Θυμάμαι στα παλιά τα χρόνια που φορολογούνταν τα κρασιά, για τη φορολογία είχε πάει ένας γέρος νοικιαστής του φόρου να τα καταμετρήσει. Φορούσε φουστανέλλα και φέσι γερολεβέντης, αλλ' αγαθώτατος κι εύπιστος. Πήγε στη μέση ...
Όμορφέ μου και καλέ μου, τι θα φάμ' απόψε; Άσκημέ μου και καλέ μου, τί θα πρωτοφάμε;
(1916)
Ερμηνεία: Η ομορφιά δεν γεμίζει κοιλιά, ήτοι η κόρη να προτιμά πλούσιον και άσχημον παρά φτωχόν και ωραίον
Άσπρον gως, μαύρον gως, α ινεί σο κετζίτιν bαού
(1951)
Ερμηνεία: Για πράγματα που δεν μπορεί παρά να φανερωθούν, όταν έλθει η κατάλληλη στιγμή
Τ' αρρωστημένου η κουλούρα κάνει σαράdα μέρες στ' απρουσκέφαλό dου
(1963)
Δηλαδή, ο άρρωστος δεν έχει όρεξη να φάη. Π.χ. “Αλλότες ελέασι bως τ' αρρωστημένου η κουλούρα ... Μα ' μένα δε gάνει ουτ' ένα λεφτό, 'ιατί εμ 2)αρρωστημένη 2) είμαι, έμη πεινώ κιόλα”
Όποιος δουλεύγει βασιλιά, πρέπει το νου dου νάχη, κι' όχι το νού dου βασιλιά, μόνου τον εδικό dου
(1963)
Δηλαδή, ο εργαζόμενος σε ξένο, σε πλούσιον, πρέπει να προσέχει για να μην προκαλέση τη δυσαρέσκειά του
Δικό σου το ψωμί και το μαχαίρι
(1963)
Δηλαδή, είσαι κύριος νοικοκύρης
Βαρ' τον ατσίποδα να σ' άψη τη φωθιά, κι α dην άψη είναι δυό βολές ατσίποδας
(1963)
Λέγεται, όταν ένας ανίκανος, ένα μικρό παδιί, κατορθώση να κάμη μιά μικροδουλειά. Έχει έννοιαν ειρωνική
Κόρη μ' όντας είσ' ανύπαντρη, κακά βροντάει η ποδιά σου. Να παντρευτής, να γκαστρωθής, να δω την λεβεντιά σου
(1958)
Δείχνη ότι η κοπέλλα, όταν είναι ελεύθερη, μοιάζει σαν το λακινιάρικο άλογο αλλά τα βάσανα της εγγάμου ζωής την καταβάλουν
Είχα το παιδί κ' είχα τη χαρά κ' ήψηνα του πέντε αυγά κ' ήτρωγα τα τέσσερα κι' απου τ' άλλου το μισό κι' απου τ' άλλο το gορκό
(1917)
Λέγεται επί των πλεονεκτών και των λίαν φαιδωλών
Τσέκκερε σσυλλοκούμπαρε, που τ' άσσισ σου. Ελάλουσσου να πάμεν του λατούρου, τζ ελάλες να πάμεν του Μαζωτού
(1940)
Η λάρναξ άλλοτε συνεδέετο με την Λεμεσόν διά Μαζωτου, του Λατούρου, Ζυγιού, Μονής. Από την Αλαμηνάν εις τον Μαζωτόν φέρουσι δύο δρόμοι, ο ένας κατ' ευθείαν και ο άλλος διά του Λατούρου, χωρίου άλλοτε, τώρα τσιφλίτζιν. ...
Ο αρσούης επέθανεν κι' ο κώλος ατ' μαστίχαν εμάσανεν
(1939)
Ο ιδιότροπος και φορτικός πέθανε κι ο κώλος του μασούσε μαστίχη. Για τους σκληροτράχηλους που κι όταν πεθαίνουν ακόμα, τ' αποτελέσματα της κακίας τους εξακολουθούν να είναι φανερά. Επίσης και για τους ιδιότροπους κ' ...
Επήρες κόρην άσσημην: Εν τα γεννητικά της. Εκαμέν το τζ' η μάνα της, έκαμεν το τζ΄η θκειά της
(1940)
Επί πράξεων αξιομέμπτων, ιδία ανήθικων, εχουσών δικαιολγίαν ότι οφείλονται εις φύσει ή εκ κληρονομικότητος διεστραμμένον χαρακτήρα
Ήντσαν τρέχ' στην αρχοντίαν συγερά την εφτωχίαν
(1939)
Όποιος τρέχει στην αρχοντιά, γερνάει με τη φτώχεια
Ξέρ'ς να κλέψης; Ξέρω. Ξέρ'ς να κρύψης; Δε ξέρω. Τότε δε ξέρ'ς και να κλέψης
(1956)
Το έλεγαν για ένα, που δεν ήτο ικανός να συγκαλύψη την κακή του πράξη
Ωχ' άdρα μου, και κρίμας νάχης τα δυο σου μάθια
(1963)
Ήτονε, λέει, καμμιά, κι' ήτονε κακιάς διαγωγής και τόλεε d' αdρούς τση. Τον ήθελε στραβό, ιά να μη dη θωρή, είdα κάνει...
Λέγεται για κάτι άτακτο, ανάρμοστο...
Λέγεται για κάτι άτακτο, ανάρμοστο...
Bο αξάμ' dιdίν χαβάσι γιάρ ναξάμ, gελίν χαβασί
(1940)
Δηλαδή, απόψε η βραδυά είναι τρεμούλα, κρύα αύριο θα γίνω νύφη...
Μια γριά την είπανι πως θα d; bαdρέψουνι. Θα σι παdρέψ΄μι μι συ θα ξιγυμνωθής κι θα πιράσ΄τ΄νύχτα σ΄στη dαράτσα. Άμα bορέσ κι ξμερωθής, θα σι παdρέψωμι. Πήγ΄αυτήνη, έβγαλε τα ρούχα τς ήβγι στη dαράτσ΄απάνου. Αυτή κρύωνε κι χόρευε να ζισταθή κι ήλεγε...
Μια γριά την είπανι πως θα d; bαdρέψουνι. Θα σι παdρέψ΄μι μι συ θα ξιγυμνωθής κι θα πιράσ΄τ΄νύχτα σ΄στη dαράτσα. Άμα bορέσ κι ξμερωθής, θα σι παdρέψωμι. Πήγ΄αυτήνη, έβγαλε τα ρούχα τς ήβγι στη dαράτσ΄απάνου. Αυτή κρύωνε κι χόρευε να ζισταθή κι ήλεγε...
Τ' Αϊ Αdρϊα και τα τάχερα κρϋα
(1963)
Δηλαδή η πρώτη εντύπωση επηρεάζει αποφασιστικά το σχηματισμό καλής ή κακής γνώμης για έναν άνθρωπο. Καμμία λέ, ήλεε d' αdρούς τση πώς κουράζετ' εκείνη πιο πολύ παρά κείνο είdα κάνει, λέει και καλά; “Ωώώώώώ τα βουδάκια μου...” Λέγεται ολόκληρο με την...
Μια φορά ήμουν άγγελος τώρ' αγγελίζουν άλλοι στη βρύση πόπινα νερό τώρα πίνουν άλλοι. Τη βρύση πόπινα νερό, τώρα την πίνουν άλλοι.
(1941)
μάνα τ, τόσο ιναdινά δε dο σbάθαγε η μητρυιάτ. Ακόμα κι απ΄το τσεσμέ πγ είχανε μεσ' στν αυλή τς, δε d άφνε να πιη νερό, να μη τονε τσαλέψ. Τότες θμήκε τς μάνας τ τα χάδια, καίγ είπε αυτό το λόγο...
Επόμεινε σα dο Ίάννη στη μεθύρα
(1963)
Δηλαδή, έμεινε έκθετος...
Π.χ. “Τώρα, να κάνω κανένα ρουχαλάκι του Ιώργη μου τα του Ευαγγελισμού και να μη bροφτάξω να το τελειώσω, λε, επόμεινεν ο καμένος Γιώργης, σα dο Ιάννη στη μεθύρα”...
”Ήτονε, λέει, κανένα bαιδί κι΄εδιάηκε να πιάση ουκ΄απού μέσ΄στη συκομεθύρα κι΄είχε λια η συκομεθύρα μέσα κι΄ήσκυψε bολύ και πάει μέσ΄στη μεθύρα κι έκανα dα ποδαράκια d; απάνω, κι ευρεύγα dο και δε dο ΄βρίσκανε κι εκατέβησα gαι κάτω στο κατώι και...
Μεθύρα=κιουπί, Συκομεθύρα=κιουπί για ξερά σύκα, Λία=λίγα, Στη μεθύρα=από ανέκδοτη συλλογή μου...
Π.χ. “Τώρα, να κάνω κανένα ρουχαλάκι του Ιώργη μου τα του Ευαγγελισμού και να μη bροφτάξω να το τελειώσω, λε, επόμεινεν ο καμένος Γιώργης, σα dο Ιάννη στη μεθύρα”...
”Ήτονε, λέει, κανένα bαιδί κι΄εδιάηκε να πιάση ουκ΄απού μέσ΄στη συκομεθύρα κι΄είχε λια η συκομεθύρα μέσα κι΄ήσκυψε bολύ και πάει μέσ΄στη μεθύρα κι έκανα dα ποδαράκια d; απάνω, κι ευρεύγα dο και δε dο ΄βρίσκανε κι εκατέβησα gαι κάτω στο κατώι και...
Μεθύρα=κιουπί, Συκομεθύρα=κιουπί για ξερά σύκα, Λία=λίγα, Στη μεθύρα=από ανέκδοτη συλλογή μου...
Άνεμος στηγ κόκας σου
(1940)
maniche, le camiecce di seta lavorate col telaga in Cipro, sandeli con legami per scarpe, usavano catene d' oro all cllo, e sulle braccia perle o giojelli. Sullla koca una tualetia the pareva un casco flotanti in dietro. Questo dava alla donna un...
Το αντρόγυνο της Αγίας Παρασκευής
(1971)
Πολλές φορές λέμε, βλέποντας ένα ζευγάρι, πως μοιάζει σαν “το αντρόγυνο της Αγιάς Παρασκευής”! Ξέρετε ποιό ήταν αυτό το αντρόγυνο; Στην παλιά Αθήνα, κοντά στο Θησείο υπήρχε κάποτε η συνοικία της Αγίας Παρασκευής, που δεν ...
Τρείς που μέχεις, τρείς που σέχω και τριώ που dο παιδί, σωστοί σωστοί ενιά μηναρούκλες είν', άdρα μου
(1963)
Ο σχετικός μύθος: Ήτονε λέει, καμμιά κι επαdρεύτηκε, gι ήπηρε gανέναν αγαθούτσικο και σε τρείς μήνες πο παdρεύτησα gι ύστερα ΄έννησε, μα δεν ήτονε τ΄αdρούς τση το παιδί, μόνου τόχε μάλλο καμωμένο. Ήχρεψε λοιπό ο κόσμος ...
Ηθελές τα και ξεφλουδισμένα!
(1963)
gαι δε dάβρε gαλοϋαλισμένα και 'ια να μη φά d' αχείλια dου οι φλούδες, τα ξεφλούδα gι ήριχτε τζι φλούδες εκειχάμαι επά τα σύκα δε dα ξεφλουδούνε και περίσσα δα τα πρωτοϋάλιστα, που δεν είν' ακόμα κανείς bουχτισμένος. Εδιάηκε λοιπό ο Κορές ταχειά ταχειά...
Εδόθη και ως δελτίον ποικίλης ύλης...
Ετουκάτω = αυτού κάτω, Καλοεράτα = τοποθεσία πολύ κοντά στο χωριό, bρωτοϋάλιστη = που ωριμάζει, πρώϊμα, σκαϊδονιά = είδος συκιάς που κάνει άσπρα γλυκά σύκα, gαλοϋαλισμένα = τελείως ώριμα, επά = ιδίως, περίσσα= χαράς το, τσεβδούτσικα = λίγο τραυλά, Λέει: “Ω χαδάς το! Εμίλιε τσεβδούτσικα, Ήθελες τα και ξεφλουδισμένα” = βλ. Ιστορ. Λεξ. Χειρ. 561, σελ. 205, Συλλ. Διαλεχτής Ζευγώλη...
Εδόθη και ως δελτίον ποικίλης ύλης...
Ετουκάτω = αυτού κάτω, Καλοεράτα = τοποθεσία πολύ κοντά στο χωριό, bρωτοϋάλιστη = που ωριμάζει, πρώϊμα, σκαϊδονιά = είδος συκιάς που κάνει άσπρα γλυκά σύκα, gαλοϋαλισμένα = τελείως ώριμα, επά = ιδίως, περίσσα= χαράς το, τσεβδούτσικα = λίγο τραυλά, Λέει: “Ω χαδάς το! Εμίλιε τσεβδούτσικα, Ήθελες τα και ξεφλουδισμένα” = βλ. Ιστορ. Λεξ. Χειρ. 561, σελ. 205, Συλλ. Διαλεχτής Ζευγώλη...
Tis pao assadia pai καlα = Όποιος πάει σιγά πάει καλά = Chi να piαnο, να sαnο
(1950)
Από τους ελληνοφώνους του Zollino της Απουλιάς
To siddo ti alestai den danganni = Το σκυλί που γαυγίζει δεν δαγκάνει = Il cane che abbaia non norde
(1950)
Από τους ελληνοφώνους της Bova Καλαβρίας
To siddo pu alifta 'ph dakkanni = Το σκυλί που γαυγίζει δεν δαγκάνει = Il cane che abbaia non norde
(1950)
Από τους ελληνοφώνους του Zollino της Απουλίας
Tis alatrei me aleae e kkani podi sitari = Όποιος με γελάδες οργόνει, πολύ καρπό δεν κάνει = Chi con vacche ara, molto grano non fa
(1950)
Από τους ελληνοφώνους του Zollino της Απουλίας
Ti me vuθulie alanni poddi karpo den ganni = Όποιος με γελάδες οργόνει, πολύ καρπό δεν κάνει = Chi con vacche ara, molto grano non fa
(1950)
Vuθulie = βους θήλεια. alanni = ελαύνω (βλ Λεξ. Δελτίον 3, 97...). Από τους ελληνόφωνους της Bova Καλαβρίας
Arcobaleno to porno emba sto spiti, arcobaleno atto vrai emba sto polemisi
(1950)
Από τους ελληνοφώνους του Zollino της Απουλίας
Motti vzexi me ton ijo ourmajutte i alipune = Σαν βρέχει με τον ήλιο, παντρεύεονται οι αλεπούδες = Quando piore col sole, si sposano le volpi
(1950)
Από τους ελληνόφωνους του Zollino της Απουλίας
San evrexi me ton ilo prandeguonde i alupude = Σαν βρέχει με τον ήλιο, παντρεύεονται οι αλεπούδες = Quando piore col sole, si sposano le volpi
(1950)
Από τους ελληνόφωνους της Βονα Καλαβρίας
Pos ene h izza ercete i izzaredda = Όπως είναι η γίδα γίνεται το κατσίκι = Com' e la capra viene la capretta
(1950)
Izza = από το αιγίτσα
Liri ti ppuri mbika sti mmoni, liri ti ννταδία mbika stin dulia
(1950)
Από τους ελληνοφώνους της Bova Καλαβρίας
Ti fenni me tin nista den ganni tsikkinia = Όποιος υφαίνει τη νύχτα δεν κάνει ποκάμισο = Chi tesse di notte non fa camicia
(1950)
Από τους ελληνοφώνους της Bova Καλαβρίας
Tis feni nifty e kkanni madi = Όποιος υφαίνει τη νύχτα δεν κάνει ποκάμισο = Chi tesse di notte non fa camicia
(1950)
Από τους ελληνόφώνους του Zallino της Απουλίας
I izze ipane panta stes tajae = Οι γίδες πάνε πάντα στους κρημνούς = Le capre vanno sempre nei precipizi
(1950)
Izze = αιγίτσαι, tajae = ιταλική tagliate
Τφού κι απ' αρχής
(1923)
Η παροιμία προήλθεν εκ τούτου: Μια βουλά ένας είχι πάει για καζάντ'. Πήι κάμποσα χρόνια κι γύρσι πίσου. Ίφιρνι ίσιαμι πέντι χ'λιάδες. Καθώς γύρζι κι πάϊνι στου χουριό τ', έφτασι σ' ένα χάν'. Ικεί στάθηι για να κ'μηθή του ...
Άλλα ν τ' άλλα κι' άλλο της Παρασκευής το γάλα
(1909)
Μιά φορά κι' έναν καιρό σε μιά σπηλιά απ' όξ' από να χωριό ήταν' ένας ασκητής γέρος, πού έζησε μ' ότι του πήγαιν' ο ένας κι' ο άλλος Χριστανός γιά ψυχικό. Λιγούλι μακρυ' απ' τή σπηλιά πήγε και ξεχείμασε τα πρόβατά του ένας ...
Πούθεν είσαι γυιέκα μου; 'Ποκεί πούν' η γυναίκα μου
(1958)
Μέ τήν δεσποτική καί απάνθρωπη συμπεριφορά τών γονέων τού παρελθόντος πρός τά τέκνα των, υπέβοσκε μέσα στήν ψυχή τών παιδιών ή τάσις πρός ενεξαρτησίαν καί κρυφήν ανταρσίαν. Επειδή δέ, τίς πρώτες τουλάχιστον ημέρες οι γονείς ...
Όχι εδά ψόματα ΄ναι πως ήβαλεν η ΄υναίκα το διάολο μες στο bοκάλι
(1963)
μάθια μου, λέει, να το δω δε dο πιστέβγω. Κάνει λοιπό ο διάβολος. «Και όμως, κερά μου, ήμου μες στο bοκάλι». Λέει «αδύνατο, και με τα μάθια μου να το δω !». Λέει, τώρα, λέει, που θα το δης, θα το πιστέψης. Σαρτένει λοιπό μάνι-μάνι απού τσινώμοι d...