Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1-100 από 2367
I pudda Kanni t' aguo, ce o alestora karkarai
(1939)
Η κόττα κάνει το αυγό και ο πετεινός κακαρίζει
Χόrtο άjje potamό, ligo tiri, ce poddi orό
(1950)
Άjje = από, εξ
Pedia ce climata θeluci kanunimena sto spiti
(1950)
Νεοελληνική: Παιδιά και κλήματα θέλουν φύλαγμα στο σπίτι
Tes krambe te nnee fitate, ce tes pale mi ttes sizi
(1950)
Νεοελληνική: Φύτεψε τα λάχανα τα καινούρια, τα παλιά μην τα ξεριζώσης
Sti mmattza ce sto plini annozijete i jineka
(1950)
Νεοελλ. Στη σκάφη και στο πλύσιμο γνωρίζεται η γυναίκα. Ιταλικ. Alla madia e al lavare si conosce la donna
Pedia ce ampela kratesotta essu
(1950)
Νεοελληνική: Παιδιά και κλήματα θέλουν φύλαγμα στο σπίτι
Sti mmastra ce sto plima annorizete i jineka
(1950)
Νεοελλ. Στη σκάφη και στο πλύσιμο γνωρίζεται η γυναίκα. Ιταλικ. Alla madia e al lavare si conosce la donna
Afse jineka ce χαlαζi en ercete kalo
(1950)
Νεοελλ. Απ΄ τη γυναίκα και το χαλάζι δεν σου ΄ρχεται καλό. Ιταλ. Dalla donna e dalla grandine mai bene ti arriva
I pudda kάnni t' αguό ce o alestora karkaraϊ
(1950)
Από τους ελληνοφώνους της Bova Καλαβρίας. Αlestora=Αλέκτορας. Νεοελλ.: Η κόττα κάνει το αυγό και πετεινός κακαρίζει. Ιταλ.: La gallina da l' uovo e il gallo chioccia.
I όrnisa kάnni t' aguό ce o kaddo ikantali
(1950)
Από τους ελληνοφώνους του Zollino της Απουλίας. Kaddo= από το gallus. Νεοελλ.: Η κόττα κάνει το αυγό και πετεινός κακαρίζει. Ιταλ.: La gallina da l' uovo e il gallo chioccia.
Kαli jinekα 'em blevi ce 'e kkui
(1950)
Νεοελλ. Η καλή γυναίκα δεν έχει ούτε μάτια ούτε αυτιά. Ιταλ. La buona moglie non ha ne occhi ne orecchi
I glossa stea den exi ce stea klanni = Η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει = La linqua ossa non ha e ossa rompe
(1950)
Από τους ελληνόφωνους της Βόνα Καλαβρίας
An din jineka ce αn do kykyddo δe ss΄ orkete mai kαlo
(1950)
Νεοελλ. Απ΄ τη γυναίκα και το χαλάζι δεν σου ΄ρχεται καλό. Ιταλ. Dalla donna e dalla grandine mai bene ti arriva. kykyddo=κούκουλλο
I glossa en exi steata ce stea iklanni = Η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει = La linqua ossa non ha e ossa rompe
(1950)
Από τους ελληνόφωνους του Ζολλινο της Απουλίας
Peδία ce κλίmαtα θέlune filaksi sto spiti
(1952)
Ερμηνεία: Παιδιά και κλήματα θέλουν φύλαγμα στο σπίτι
Sti skafiδa ce to pλisimo gnorijete i jineka
(1952)
Στή σκάφη και στό πλύσιμο γνωρίζεται η γυναίκα
Sti mmastza ce sto plima annoriddjete tin gjineka
(1939)
Στή σκάφη και στό πλήσιμο [sic] γνωρίζετε τή γυναίκα
Χόrtο άjje potamό, ligo tiri, ce poddi orό
(1939)
Άjje = έξι. Χορτάρι του ποταμιού, λίγο τυρί και πολύ τυρόγαλα
Apo ζinekα ce apo χαlαζι δε s-orscete καlo
(1952)
Απ΄ τη γυναίκα και το χαλάζι δεν σούρχεται καλό
Xortαri tu Ραγαδiu, λίγο tiri ce poλί tiroγαla
(1952)
Χορτάρι του ποταμού, λίγο τυρί και πολύ τυρόγαλα
Τον ζυμωτόν εις την αρχήν να τον φυλάγης, και όχι εις το τέλος
(1949)
Παρεμφερής παροιμία της γαλλ. Ce n' est que le premier par qui coute...
D' βήκ' ου άσσους
(1915)
Επί υπεροχής στηριζομένης εις εύνοιαν της τύχης
Τ' άσπρα κατεβάζουν d' άστρα
(1951)
Τα λεφτά κατεβάζουν τ' άστρα
Κάνω γώ κι ας είνι σκόλ' ν' μη φανούν d' αdρού μ' οι κώλ'
(1940)
Κάνω = γνέθω, κάνω ρόκα
Αλιπούνα με κοττάρι
(1902)
Ερμηνεία : Homme ruse
Αι πέναι 'ου λιναριού
(1902)
Συνοδεύεται από κείμενο ....
Δε σώνου d' άdερα να αρδουμιάσου d' αξόgια
(1963)
σώνου= φθάνουν
αρδουμιάσου= να περιτυλίξουν, να κάμουν πλεξούδες
αξόgια= ξύγκια
Τάγζι d' στραβή d' κουρούνα ν' ανοίξει τα μάτια τς, να βγάλ' τα θκά σ'
(1930)
Λέγεται περί αχάριστων, οι οποίοι εκακοποίησαν τους ευεργέτας των.
Ου πνιγμένους d' βρουχή δεν d' chκιάζιτι
(1915)
Οι ευρισκόμενοι εις μεγαλυτέρας συμφοράς δεν φοβούνται τας μικρότερας
Το καρφί βγκάλλ(d)ει άλλ(d)ον γκαρφί
(1932)
Ο ασυμβίβαστος διορθώνεται με τη βία
Τουν άρρουστου ρουτουν κι d' γιρού d' δίν'ν
(1915)
Απάντησις εις ερώτησιν εάν θέλη να του δώσουν κάτι
Ούδι d ζμιά σ', ούδι d ζμιά μ'
(1916)
Επί των σφόδρα φιλοδικαίων. Ανάλογος του προς την εν Πολίτου Παροιμίαι Δ' 451 λήμμα δικός μου 44
Πρίστη σα d'λούμι
(1943)
Κώλον όρνισα
(1902)
Ερμηνεία: Litter uil de foule. Femme quine suit pas teniz le secret, qui zevele tout
Ζέφκι αγάς, στα κόπρια (Βεν. Παρ. 91 Ζ 9)
(1923)
Ζέφκι=η λέξις τουρκική, σημαίνουσα διασκέδασις, απόλαυσις
Δεν d' πέφτ' η μύτ'
(1915)
Ερμηνεία: Επί αλαζόνων
D' γίνκι κ'νούπ'
(1915)
Ερμηνεία: Επί διαρκών ενοχλήσεων
Ν' έδισι d' γουμάρατ'
(1915)
Δεν d' απόμ΄νι
(1915)
Εις όλα τα πρόσωπα
Σαν d' λαγού τα πιδιά
(1915)
Ερμηνεία: Επί διασποράς
Λογιού d'νέ λογιού
(1943)
Διαφόρων ειδών
Άλλα d'ν αλλούνε!
(1943)
Το γνωστό: άλλ' αντ' άλλων
Σα d' gαμήλα
(1943)
Βάστα κακία σαν την καμήλα
Σα d' νύφη καμαρώνει
(1943)
Έφθε σα d' βρεμένη κόττα
(1943)
Όλ' νούς να τ' ς ακούς κι απού d' γνώμ' σ' να μη βγαίν' ς
(1915)
Η απού d' βλήσ' να μη βγαίν'ς...
Εκεί πού d' όνα πάει καί τάλλο
(1930)
D' όνα = είναι τό ένα...
Άενος ζευγάς, έρημό 'd' αλώνι
(1963)
Δηλαδή ο νέος άνθρωπος είναι άπειρος...
άενος=ανήλικος, χωρίς γένεια, 'd'=είναι το...
άενος=ανήλικος, χωρίς γένεια, 'd'=είναι το...
Σύψουμα κι χωρίς χάκ' κι τσιρβούλια απού d' αράχ'
(1926)
Παροιμιώδης φράσις σημαίνουσα εργασίαν καθ' ην ο κύριος ούτε τρέφει, ούτε μισθοδοτεί τον εργαζόμενον και εις επίμετρον υποδύεται με το δέρμα της ράχεως του εργαζόμενου.
Δεν d' γάτα κι τρώει ψουμί
(1915)
Παστρζιτσή σα d' στσυλου τ' γλώσσα
(1943)
Ειρωνεία
Το ρούχο δε d'μάει τον άθρεπο, ο άθρεπος τ'μάει
(1941)
Ερμηνεία: Επί των καυχωμένων δια τα υπάρχοντά των
Σαν d' γάτα b' γίγκι χατζής
(1915)
Επί αμαρτωλού υποκρινομένου μετάνοιαν
Μάνα τα μάνε d' ουρανού
(1963)
Δηλαδή η μητέρα είναι ό,τι ωραιότερο υπάρχει
Στ΄ς σαράνdα – μιά πρέπ΄ ν΄ ακούη κανένας κι d΄ γ΄ναίκα τ΄
(1915)
Φουρές. Παιγνιδιωδώς. Όταν αποδειχθή εκ των υστέρων ότι συμβουλή δοθείσα υπό της συζύγου ήτο ορθή
Ούτι νιρό να πιή δεν d' δίν'
(1915)
Ούτε ελάχιστον καιρόν αναπαύσεως. Ιδίως λέγεται επί υπεροχής εν παιγνιδίω
Μια φλάφτη άλλ' πιταχτή τουγ κόμματου απου d' γειτοννα του λάκνου του κρασί κι ακόμα σκούεις;
(1915)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Έχου ράμματα για d' γούνα σ'
(1915)
Αναγν. γούνα
Μ' να θα d' βαρέσ' η γνώσ'
(1915)
Οσάκις λέγεται περί τίνος ότι θα προβή εις αλόγιστον τινά πράξιν.
Να σ' φάη του φιδ' d' γλώσσα
(1915)
Να δαγκάης d' γλώσσα σ'
(1915)
Ου τσ΄ καλάς πώφκικι του τσ΄ κάλ΄ ξέρ΄ κι d΄ βάν΄ κι του χιρούλ΄
(1915)
Ο δημιουργός πράγματος τινος είναι εις θέσιν να συμπληρώση και τας ατελείας του. Μετ' αυταρεσκείας προς τους επιτεθεμένους εναντίον λεπτομερειών
Σα d' bούφ' το π'λί
(1943)
Έπεσε μόνος του στα βρόχια, ειναι ευκολόπιστος και ανόητος
Πάνι να δαgάσ' ς d' πίττα, να βρής τον άμμο
(1940)
Αφίνεις τα καλά, για τα χειρότερα
Θα d' ακούσ' και κουφός βασιλές
(1938)
Αυτό που έκαμες θα γίνη πασίγνωστον
Σα d' ν αβατάλα πάει
(1943)
Είναι αργοκίμητος σαν την αβατάλα- χελώνα
Προκομμένες σα d' gάτου πέτρα τ' μύλου!
(1943)
Ειρωνεία
Μαθημένον ει' d' αρνί να διπλοκουρεύγεται τσίκου τσίκου η τσιπίδα
(1963)
Τσίκου τσίκου = μίμησις του ήχου της ψαλίδας
Σαν d' γάτα με του σκύλου
(1938)
Όταν δυό άνθρωποι αλληλοϋποβλέποντο. Το περισσότερον ελέγετο δια τα παιδιά της αυτής οικογενείας
Σκορπίκανε σα d' λα'ού τα π'λιά
(1943)
Έφυγαν άλλοι εδώ κι άλλοι εκεί
Πασχά εν' d' αμbέλι, πασχά εν' ο παχτσάς
(1951)
Πάσχα = αλλού
Κι οι δυό πέτρες το βγάνου d' αλεύρι
(1963)
Δηλ. Σε μια οικογένεια πρέπει όλοι νσ βοηθούν, να εργάζωνται για να μπορούν νσ ζήσουν
Όποιος σκάβγει το λάκκο d' αλλονού, ανοίει τον εδικό dou
(1963)
Δηλ. όποιος επιχειρεί να κάμη κακό σε άλλον, το παθαίνει ο ίδιος
Σα dου bόϊ μ' βρήκα σα d gαρδιά μ' δε βρήκα
(1952)
Λέγεται για κείνους, οι οποίοι κρίνουν τα πράγματα υποκειμενικώς, δεν ευχαριστούνται είς την εργασίαν των άλλων
Ου άνθρουπους μι' d β'λή τ'- κιού Θιός μι τ' θκή τ'
(1915)
Λέγεται ως απάντησις προς τους ειρωνευόμενους σχέδια και υπολιγισμούς δια της επισείσεως του φάσματος της Θείας επεμβάσεως
Έρχεται σα d' γάτα λάου – λάου
(1943)
Κρυφά και ύπουλα
Απόμ'νι μι d' bουιά
(1915)
Επί προσδοκίας ματαιωθείσης την τελευταίαν στιγμήν
Ήρθα d΄ άγρια πουλιά κι έδιωξα dα ήμερα
(1928)
Ερμηνεία: Ένας νιόγαμπρος διώχνει τα πεθερικά του από το σπίτι που μόλις χθές ήτανε δικό τους
Του παλιό, σα δε dου σάγεις, του τσινούριου δε d' αποτάζεις
(1940)
Σάγεις = Σιάχνεις, διορθώνεις