Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1-100 από 313
Τον ζυμωτόν εις την αρχήν να τον φυλάγης, και όχι εις το τέλος
(1949)
Παρεμφερής παροιμία της γαλλ. Ce n' est que le premier par qui coute...
Κάνω γώ κι ας είνι σκόλ' ν' μη φανούν d' αdρού μ' οι κώλ'
(1940)
Κάνω = γνέθω, κάνω ρόκα
Πρίστη σα d'λούμι
(1943)
Λογιού d'νέ λογιού
(1943)
Διαφόρων ειδών
Άλλα d'ν αλλούνε!
(1943)
Το γνωστό: άλλ' αντ' άλλων
Σα d' gαμήλα
(1943)
Βάστα κακία σαν την καμήλα
Σα d' νύφη καμαρώνει
(1943)
Έφθε σα d' βρεμένη κόττα
(1943)
Παστρζιτσή σα d' στσυλου τ' γλώσσα
(1943)
Ειρωνεία
Το ρούχο δε d'μάει τον άθρεπο, ο άθρεπος τ'μάει
(1941)
Ερμηνεία: Επί των καυχωμένων δια τα υπάρχοντά των
Σα d' bούφ' το π'λί
(1943)
Έπεσε μόνος του στα βρόχια, ειναι ευκολόπιστος και ανόητος
Πάνι να δαgάσ' ς d' πίττα, να βρής τον άμμο
(1940)
Αφίνεις τα καλά, για τα χειρότερα
Σα d' ν αβατάλα πάει
(1943)
Είναι αργοκίμητος σαν την αβατάλα- χελώνα
Προκομμένες σα d' gάτου πέτρα τ' μύλου!
(1943)
Ειρωνεία
Σκορπίκανε σα d' λα'ού τα π'λιά
(1943)
Έφυγαν άλλοι εδώ κι άλλοι εκεί
Έρχεται σα d' γάτα λάου – λάου
(1943)
Κρυφά και ύπουλα
Του παλιό, σα δε dου σάγεις, του τσινούριου δε d' αποτάζεις
(1940)
Σάγεις = Σιάχνεις, διορθώνεις
Τ' μικρού παιδιού τσαι τ' γέρου καλό μη d'νε κάνεις
(1943)
Γιατί είναι αγνώμονες
Σαράdα φας, σαραdα πιής, σαραdα δωσ'ς για d' bσυχη σ'
(1940)
Αυτό πρεπ' να γιν' την ημέρα των αγ. Σαράντα
Πανί διάζεται, σα d' σαΐτα τρέχει πάνου κάτου!
(1943)
Είναι αεικίνητος
Δεν d' αλωνίζνε τ' αυγά
(1941)
Επί των μη θελόντων να συμμορφωθούν προς τα διατυπώσεις των κανονισμών, ή τας συνηθείας του τόπου
Σά d'ν άμμο τ'ς θάλασσας
(1943)
Ανεμομαζώματα, δαιμονοσκορπίσματα
(1943)
Ιστορία Σκύρου, σελ. 166, Κατζιούλη 214(φ. 9α) και Παπαγεωργίου...
Όπου έχει άσπρο στο πουγγί, πτάνει ψάρια στο βουνί
(1949)
100 άσπρα = 1 παράς
Εβούλλωσεν του τα ο δκιάολος
(1940)
Πιστεύεται ότι του φιλαργύρου τα χρήματα είναι κατηραμένα και φέρουσι δυστυχίαν. Ίδε “ ακριβός ” 9, του οποίου προφανώς είναι βραχυλογία...
Αγαπά τα ξ'νά
(1943)
Πάσα αρκή δυσκολία
(1948)
Κάθε αρχή είναι δύσκολη
Αγέρα κοπανίζει!
(1943)
Δεν κάνει τίποτα, τεμπελιάζει, ματαιοπονεί
Από δήμαρχος κλητήρας
(1943)
Από μακριά τσ' αγάπη
(1943)
Παραμφερής, Βάρνερ Συλλογή Ελληνικών παροιμιών, φίλος
Τούρζιξε τ'ν αβανιά
(1943)
Τον κατηγόρησε άδικα, τον συκοφάντησε
Πέθανε στα γέλια
(1941)
Έσκασ' στα γέλια
(1941)
Χίλιοι στ' άσπρο!
(1943)
Περοφρον. Άνθρωποι που δεν αξίζουν τίποτα
Χρόνε τσαι πάλι αρχή
(1943)
Λέγεται για επιμονή φορτική
Φτου τσ' απ' την αρχή
(1943)
Ο άσπρες, μαύρες γίνεται;
(1943)
Ερμηνεία: δεν αλλάζει κανείς φυσικό
Έχει τ' αστζικά του!
(1943)
Ερμηνεία: τα νεύρα, τη λόξα του
Βγήτσε ασπροπρόσωπος!
(1943)
Δεν απόμ'νε ρ'θούνι!
(1943)
Ο κουφός νικά τον στράνιον
(1949)
Στράνιος ή στραβόξυλος
Κάθε αρνίμ που τα πισινά του πόδκια εν τα κρεμμαστή
(1940)
Κρινόμεθα ανάλογα με τας πράξεις μας
Στ' ς εννιά Μαρτίου μ' δε στσύλος κούdουρος στ' αbέλι δε χουρεί
(1943)
Ερμηνεία: Γιατί τα κλήματα έχουν ανοίξει, κι' όποιος μπει, χαλά τα τρυφερά βλαστάρια
Όποιος στον μήλον μπαίνει αλευρωμένος πάντα βγαίνει
(1940)
Συλλογή μαθητής Ανδρέας Κυπριανού
Αν δεν δουλέψης νέος θα δουλέψης γέρος
(1940)
Συλλ. μαθήτριας Σταυρινή Ξενή
Έπεσαν τ' άστρα κι εφαάν τα τα τζανασάρια
(1941)
Τζανασάρια = λύκοι
Το φίδ σα δε το πατίϊς τν ορά τ, δε σε δαgάνι
(1941)
Ερμηνεία: Επί των απερισκέπτως ενοχλούντων τους κακούς και ζημιουμένων
Τον ατζίγγανο το gάναν βασιλέ, Άμα 'δε τα ξύλα, είπε: - Για 'δε ξύλα για κάρβνα
(1940)
Ατζίγγανο = ή τον καρ'νοκαύτ'
Άντρας άψιμο, παιδία παίδεψες
(1940)
Ο άντρας φωτιά, τα παιδιά παιδεμός//Λέγεται από τις γυναίκες (συζύγους) και τις μαναδες. Οι πρώτες για τους άντρες τους, οι δεύτερες για τα παιδιά τους. Όλες για τις απαιτήσεις που έχουν άντρες και παιδιά και για τη σκλαβιά ...
Παπά παιδί δκιαόλου αγγόνιν
(1940)
Ερμηνεία: Πιστεύεται ότι τα τέκνα των ιερέων είναι συνήθως πολύ έξυπνα
Εβκαλέμ με άσσον τζαί τριαντάνα
(1940)
Εκ του σχετικού παιγνιδιού με χαρτιά
Τον γάδαρον τον κόντρην τσηλάτον σάμα
(1940)
Συλλ. μαθητής Ευάγγελος Γεωργίου
Όποιος μπιστεύγεται τον κώλον του, χέζει το βρακίν του
(1949)
Qui culo suo fidit bracas concacat
Μάθε γέρο γράμματα τώρα στα γεράματα
(1940)
Συλλογή μαθητής Ανδρέας Γ. Κιρκιλλής
Άμα ρίξη στραοπελέchιν κάμνει σαράντα μέρες να βρέξη
(1945)
Σαν πέση κεραυνός, σταματά η βροχή και βρέχει μόνοςν μετά σαράντα μέρες
Τ' άλλο; Το φαγε η Κάλω
(1941)
Λέγεται υπό του διηγουμένου, όταν δεν προσέχουν εις τους λόγους του και δυσαρεστήθη, διότι τον ξαναρωτούν. 179, 118
Δέ θέλι τ' αλλνού το τοσονά
(1941)
Δέν καταδέχεται να κλέψη το παραμικρόν. 145, 117
Πολλοί νεκροί που κάθονται στ' αρρώστου το κεφάλι
(1940)
Το λεν όταν πεθάνη κάποιος που περίμενε να πεθάνη άλλος που ήταν άρρωστος
Άσπρο χαρτί, μαύρα γράμματα
(1941)
Επί των αγνοούντων το περιεχόμενον δικαστικής αποφάσεως
Άσπρορ ρούχον, πρόσωπο της πουτάνας
(1940)
Ερμηνεία: Το λευκού χρώματος ύφασμα κηλιδώνεται αμέσως
Άλλα κι άλλα τα μεγαλα
(1941)
Λέγεται εις τους κατηγορούντας διά μηδαμινά παραπτώματά τους άλλους ενώ οι ίδιοι κάμνουν τα χειρότερα. 45, 120
Αντζελοείδε
(1940)
Πιστεύεται ότι οι σπασμοί που καταλαμβάνουσι τους ασθενείς προέρχονται από τον φόβον τους αντικρύζοντας τον άγγελον θανάτου. Λέγεται προς έκφρασιν υπερβολικού φόβου
Σαν τον ατσουπάν
(1940)
Ιστορική
Φτου τζαι που καναπαρκής
(1940)
Κατά μύθον δια τους καλογήρους εγερθείσης διαφωνίας ως προς τον αριθμόν που επετεύχθη επί τεθέντος στοιχήματος ο καλήγηρος πεποιθώς δια την νίκην απέσβεσε τον σημειωθέντα αριθμόν ειπών ως ανωτέρω. Λέγεται όταν είναι ανάγκη ...
Αρκή του παραμυθκιού καλησπέρα σας
(1940)
Συνήθης αποστροφή μικρόν πριν διηγηθώμεν παραμύθιν, ή κατά την διήγησιν περιπετείας, επί το ευθυμότερον
Αγ κακοπλύνεις μεμ πλήξεις, ούτ' αγ κακαζυμώσης αμ πάρης άντραν άσσημον, τότε να μαραζώσης
(1940)
Ο δύστροπος και με ελεεινάς συνήθειας σύζηγος καθισ΄τα αβίωτον την ζωήν της γυναικός του
Μήτε αστάριν του σάκκου μου
(1940)
Το “αστάριν”, φόδρα ενδύματος, δεν προσθέτει καμμιάν εις τούτο αξίαν. Λέγεται προς ένδειξιν εσχάτης περιφρόνησεως
Εβγήκα ασπροπρόσωπος
(1940)
Λέγεται δι' όσους από δύσκολον θέσιν κατώρθωσαν να εξέλθωσιν χωρίς να ζημιωθώσι ουδ' επ' ελάχιστον χρηματικώς ή ηθικώς
Τα άσπρα κατεβάζουν τα άστρα
(1940)
Ερμηνεία: Το χρήμα είναι παντοδύναμο
Όdες δειπνούν οι γιάρχοdες, οι γύφτοι μαγερέβ'νε
(1943)
Ότι δεν μπορεί κανένας, άμα δεν έχει τ' απαιτούμενα, να φανή εγκαίρως συνεπής στας υποχρεώσεις του