Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Λουκόπουλος, Δημήτριος"
-
Έvι αvdί Καβάρη κάτσι
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Είναι σαν του Καβάρη το βράχο -
Έβgαλαν dα 'ς το πισσάρι, βούτσαν dα σο χατράνι
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Τον έβγαλαν από την πίσσα και τον βούτηξαν στο κατράμι -
Έβgαλές τα σως το γουργούρι μου
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Μου τάβγαλες ως τον καταπιώνα μου! Όταν ο άλλος σε στενοχωρούσε κι ήσουν έτοιμος να τον βρίσεις. Δείχνοντας με το χέρι το λαιμό, τόλεγαν κι έτσι: Έβgαλες τα σωζ αδά. Αντί γουργούρι έλεγαν και γαργαράς(=λάρυγγας): έβgαλες ... -
Έβgης αρά 'ς τον gω μου τσαι 'υρεύ' να με μάθεις πλέψιμα
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Βγήκες τώρα δα από τον κώλο μου και γυρεύεις να με μάθεις κολύμπι -
Έβαλα του νερό στ' αυλάκ' ιγώ
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1923)Διευθέτησα την υπόθεσιν, έδωσα την πρέπουσαν κατεύθυνση -
Έβγα μαννα μ' να ιδής του γιό σ' τουγ κόρακα, που σ' φέρν' ένα βρουκόλακα
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1914)Ερμηνεία: Όταν ταιριάζει νύφη και γαμπρός εις σωματικά ελλατώματα -
Έβγαλα δυο δάχ'λα ξύγκ'
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1923)Ικανοποίησις απεριόριστος, χαιρεκακίας έκφρασις -
Έβγαλαν τουμ πατέρα τς στουν ήλιου τα πιδιά
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1923)Δηλαδή τον κατέστησαν πάμπτωχον. Υπονοείται, οτι όταν τις γηράση και γίνη πτωχός, μη έχων ούτε ενδύματα τα ενδύθη, συνήθως καταλαμβάνει χώρου υπάνεμον και επί απολαμβάνει την θαλπωρήν του ήλιου -
Έβγαλι τ'μ πιπίδα φουνάζουντα
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1922) -
Έβγανι τον σβέρκον
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1923) -
Έβγη σου χωματού το πρόσωπο
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Βγήκε στην επιφάνεια της γης. Τόλεγαν γι' ανρθώπους που ήταν χαμένοι και φαναρώθηκαν ή ήταν φτωχοί και νοικοκυρεύτηκαν -
Έγινε σαν κείνα που βλέπεις στο μπουκάλι
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1926)Ωσάν να κατοπτρίζεται στο μπουκάλι και βλέπει αδύνατον πρόσωπον = αδυνάτισε