Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Λουκόπουλος, Δημήτριος"
-
Δούληυέ μι κακουμοίρ να μη γίνου σαν ισένα
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1902) -
Δούλιψι τον κακό σ' τουν κερό, να φάς τουν καλό
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1902) -
Δουλειά σημερινή μήν κάνης αυριανή
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1926) -
Δουλεμμένου, τιμημένου
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1923)Δηλαδή το δια της εργασίας αποκτήμενον τιμάται -
Δουλεύει το λαούμι
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1928)Για γυναίκα που φαίνεται γλυκομίλητη, μα απ' άλλη μεριά βάνει διαβολιές -
Δουλεύου σα σκλάβους κι τρώου σαν αγάς
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1926)Επί υπερβολικώς εργαζομένου, όστις δεν φείδεταθ δια την καλήν συντήρησιν του -
Δυό ισπάτοι κρεμάζουν α νομάτ'
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Δυό μάρτυρες κρεμάνε έναν άνθρωπο -
Δυό τουμάρια πόνα σφαχτό δε βγαίν' ν
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1926) -
Δω πάει ου δρόμους!
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1926)λέγεται προς τινα όστις μας δηλώνει οτι θα φύγη, ενώ η φυγή του μας είναι αδιάφορος -
Δώδεκ' Αποστόλοι καθένας τον πόνο του
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1926)Ουδείς άνθρωπος άνευ βασάνων και περιπετειών -
Δώκαν dα πένdε παράδε να χορέψει, τζο χόρεψε. Στέρου, σαμού έβgε σό χορό, δώκαν dα δέκα παράδε να σταθεί, μή χορέψει, τζό στάθη
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Του δώσανε πέντε παράδες να χορέψει, δέ χόρεψε. Ύστερα, σά βγήκε στό χορό, του δώσανε δέκα παράδες να σταθεί, να μή χορέψει, δέ στάθηκε. Όταν ένας στήν αρχή κάνει πώς δέ θέλει κάτι, μά ύστερα δέ μπορείς να τον συγκρατήσεις. ... -
Δώκαν dο νομάτη τσ' είπεν dι: βάϊ, τη ράση μου!
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Χτύπησαν κάποιον κι είπε: ωχ, τη ράχη μου! Για τους δειλούς και μικρόψυχους που δέχονται αδιαμαρτύρητα ό,τι κι αν τους κάνουν οι άλλοι. Λεβ. 27 -
Δώσε με γισμάτι, κόνdα με'ς του Γουπτσή το κάτσι
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Δώσε μου τύχη, πέτα με απ' του Γουπτσή το βράχο -
Δώσε μου το ψωμί, να στό δίνω από λίγο
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1926)Επί αξιούντος να του δωρήσωμεν την περιουσίαν μας, ίνα μάς τροφοδοτή -
Δώτσεν bοπουκάτου, έβγην bοπάνου
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Χτύπησε από κάτου, βγήκε από πάνου. Για εκείνον που τελειώνει γλήγορα τις δουλειές του -
Δώτσεν dα ά θαλά
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Τον 'ριξε μια πετριά.Όταν κανείς με τρόπο προσβάλλει τον άλλον -
Δώτσεν ο Θιός τα κα του
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Έδωσ' ο Θεός τα καλά του -
Δώτσες τα σο στόμα
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Το χτύπησες στο στόμα. Όταν ένας πετύχαινε με το λόγο του το σωστό