Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Λουκόπουλος, Δημήτριος"
-
Βgάλ' τα βαμbάτσε 'ς τα 'τία σου!
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Βγάλε τα μπαμπάκια πό τ' αυτιά σου. Όταν κανείς ξαναρωτούσε γιατί δεν άκουσε.Τόλεγαν και “Νοίκ' τα 'τία σου” - Ποντ.Δ.Π. αρ. 88: Έβγαλλ' τα βουμπάκια ας σ' ωτία σ'. -
Βgαλίνει 'ς το δισώμι μου ζυγώρι
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Βγάζει από τον ώμο μου λουρί. Για κείνον που μας εκμεταλλεύεται άγρια -
Βάζου στην απάν' μιργιά
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1923)Εις την αγκωνή της εστίας. Αλλά λέγεται ειρωνικώς. Π.χ. τα περιποιείται τα πιδιά τ' – Καλά και! Θα τον βάλνει στην απάν' μιργιά = εις την αγκωνήν της εστίας. Αλλά λέγεται ειρωνικώς διότι συνήθως τα τέκνα ασεβούν και δεν ... -
Βάν' αυτός του νερό απ' κάτ' απ' τ' άχυρου κι σε πνίει
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1923)Δηλαδή εργάζεται μετά κρυψινοίας -
Βάν' νι τς διαόλ'ς κι γαμνιόντι αυτοίν
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1922)Ερμηνεία: Είναι πονηροί και δολοπλόκοι άνθρωποι -
Βάν'ς τουν κόλου σ' μάειρα, σκατά σ' μαειρεύ'
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1902) -
Βάνε τη μύτη σου στο γκώλο σου και μη μιλάς
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1926) -
Βάνει κι' η αλεπου τον άντρα της μαζί με τους πραματευτάδες
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1926) -
Βάνου του ματέρ' απάνου μ'
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1922)Παροιμ. Λεγομένη επί αναλαμβάνοντος μεγάλας υποχρεώσεις -
Βάρισα στ'ν κλείδου σ'
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1926) -
Βάρισι τώρα του μαχαίρ' στου κόκκαλου
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1926)Έφθασε η δουλειά στο απροχώρητον -
Βαρεί σάν τον κοκκινέλαιμο στο γαρδέλι
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1926)Κοκκινέλαιμο = πουλί καλογιάννος, γαρδέλι = το σκουλήκι που χαλάει τ' αραποσπίτι -
Βαρεί τού Βιληγκέκα
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1926)