Toggle navigation
Ελληνικά
English
English
Ελληνικά
English
Login
Toggle navigation
Recent submissions
Homepage
Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
Παραδόσεις
Recent submissions
Homepage
Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
Παραδόσεις
Recent submissions
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
Παραδόσεις: Recent submissions
Now showing items 2621-2640 of 6798
Βρύση Κατσίκη
Ένα ομορφόπαιδο απ’ το Βαλκάν, περνώντας στο Πλόπ, στάθηκε σε βρύση, ήπιε νερό, κι ύστερα δεν ξαναφάνηκε πουθενά. Λένε πως η Νεράϊδα, που φώλιαζε εκεί κοντά, αγάπησε το παλλικάρι και το πήρε μαζί της. Από τότες, οι Πλοπιώτες, νοματίσανε τη βρύση «Κατσίκη».
Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ.
(
1948
)
Οι σταυροί κι οι Ανεράδες
Είχεν μια λειχούσα μαντατόρισσα κι έπιασεν μιαν νύχτα το δρόμο για να πάη στην μάντραν της. Είδεν το φεγγάρι που ‘φεγγε σα μέρα κι εθάρρεψεν πως ήταν αυκή, κι ήταν μεσάνυχτα. Κοντά σ’ ένα ποταμό είδε τις Ανερά(δ)ες να χορέβκουν και που τον φό(β)ον της έθελεν να κοφτάρη. Ως την εί(δ)αν οι Ανερά(δ)ες εκοντέψαν τη, μ’ έν εμπορέσαν να γκίσουν πάνω της, γιατί στην νάκα του παιδκιού της είχεν βάγενο σταυρό....
Βρόντης, Αναστάσιος
(
1939
)
Υπάρχει ακόμα η δοξασία για τα αερικά, στα οποία αποδίδονται διάφορα πρίσματα και πόνοι, όπως ο πονόδοντος, που ακολουθούνται από πρίσμα και για την θεραπεία του οποίου γίνεται το ανεμοπύρωμα. Μια γριά δηλ. βάζει ένα φτυάρι στη φωτιά να ρουχώση (να ζεσταθή υπερβολικά) κι ύστερα τον πλησιάζει στο μάγουλο του αρρώστου λέγοντας: Άνεμος το φέρν’ άνεμος το παίρν’ σ’ ερμίδικο τόπο και ξηρό να το πηγαίν’....
Μάνος, Κωνσταντίνος
(
1958
)
Μια φορά αι Νεράϊδες εύρον ένα κορίτσι μοναχό του, βράδυ έξω. Το κορίτσι αυτό εχόρευε περίφημα. Έτσι το επήραν το επήγαν εις την σπηλιάν τους και το έβαλαν να χορεύη. Το εκράτησαν το παιδί δύο ημέρες. Αυτό έκλαιε. Αυτές, μόλις ελάλησαν οι πετεινοί, έφυγαν και το κορίτσι έμεινε μόνο του. Έτσι σιγα σιγά εγύρισε το κορίτσι στο σπίτι του.
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1964
)
Λούτσα
Οξιές πανώριες, καλύπτουν ένα απόμερο βουνό της Παλιοκαριάς. Στη μέση απ’ τις οξιές ανοίγεται μεγάλη λούτσα, γεμάτη νερό, μες την οποία λουζότανε τα ζαρκάδια. Λένε πως ένα τσοπάνης, κρυμμένος στις φυλλωσιές οξιάς, είδε νάρχουνται στη λούτσα Νέραϊδες, να λούζονται και να παίζουν με τα ζαρκάδια.
Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ.
(
1948
)
Νεράϊδες
Οι κάτοικοι πίστευαν σε νεράϊδες τούτο διαπιστούται εκ της ονομασίας μιας πηγής στην Πλατανούσα, η οποία ονομάζεται Νεραϊδόβρυσα ή Αραϊδόβρυσα και εκ του μύθου, ότι εις την πηγήν, «Μάνα» των Καπνών Καρυδέας παρουσιάζετο μια νεράϊδα και εχτενίζετο «κάθε πρωΐ στην ήλιο». Μια μέρα ενώ εχτενίζετο παρουσιάστηκε μπροστά της μια γυναίκα. Αυτή κρύφτηκε βιαστικά. Πάνω στην ταραχή της όμως, ξέχασε το χρυσό...
Γεωργούλας, Σωκράτης Δ.
(
1966
)
Θυμίαμα, το στο Θυμίαμα: δασώδης περιοχή νοτίως της Καστάνης. Φαίνεται ότι εκαιόν ποτε εκεί θυμίαμα δια να φύγουν οι ξωτ’κές, αι οποίαι συχνά παρουσιάζοντο εις το μέρος εκείνο, κατά τας ομολογίας πάντοτε αφελών τινων κατοίκων του χωρίου.
Ρεμπέλης, Χαράλαμπος
(
1953
)
Το Γλυκονέρ' τ΄ς Μπλίζγιαννης
Το Γλυκονέρ’ είν’ ένα νερό γλυφό που κατασταλάζ’ από ‘να σκέμπ’ κοντά στη Μπλίζγιαννη και πέφτ’ κόμπ’ς – κόμπ’ς, έτσι σα δάκρυ σε μια γούρνα ανάμεσα σε μια φοβερή λακκιά, κι ο κόσμος το παίρν’ για ιλιάτς και γιατρεύουνται πολλοί άρρωστοι, άμα πιούν κι άμα λουστούν μ’ αυτό το νερό κάνα δυό – τρεις βολές. Σ’μά σ’ αυτό το σκέμπ’ βγαίν’ν τη νύχτα τα μεσάν’χτα οι ξωτκιές, κατ’ νυφάδες όμορφες – όμορφες...
Ρεμπέλης, Χαράλαμπος
(
1953
)
Όταν ήμουν μικρή, επήγαμε με άλλες κοπέλλες εδώ στην χαράδρα να γεμίσουμε νερό. Εκεί είδαμε μια ψηλή γυναίκα με μακρυά μαλλιά μέχρι κάτω και εκρατούσε στο χέρι της ένα μεγάλο φανάρι με καπέλλο επάνω στο φανάρι. Ήταν βράδυ. Μόλις την είδαμε όλα τα κορίτσια εσπάσαμε τις στάμνες και εφοβήθηκε και έφυγε. Αυτή κατοικούσε μέσα στα βάτα απέναντι από την βρύσιν.
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1964
)
Οι χωρικοί επήγαιναν την νύχταν στο βουνό και είδαν τις νεράϊδες να πλένουν τα ρούχα τους. Οι νεράϊδες τους έδειραν, τους έδωσαν μπάτσα και τους είπαν: Ήσαν ντυμένες με μακρυά και φαρδιά φουστάνια και εκοπανούσαν τα ρούχα τους. Τότε οι χωρικοί εφώναξαν «τσούλια» και εξαφανίστηκαν. Μετά από αυτό δεν πλένομεν ποτέ βράδυ τα ρούχα του σπιτιού μας.
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1964
)
Ανεράδες και στρίγλες, Ο χορός των Ανεράδων
Στις Μολυές των Σιαννών, στον αγκρεμμό της Άσπας, παίζουν τα πλακάκια οι Ανερά(δ)ες και χορεύκουν τ’ Αούστου τα μεσάνυχτα και του Μά τα μεσημέρκια. Μια νυχτιά, μεσάνυχτα τ΄ Αούστου έπιασαν ένας Σιαννίτην κι εθέλαν να τον βάλουν να χορέψη. Εκείνος (δ)εν έθελεν κι έλε(γε): Δε δκια(β)όλους που χωρώ και γυρέβκουν με χορό. [πλακάκια= Πέτρες πλατειές, χωρώ= βλέπω]
Βρόντης, Αναστάσιος
(
1939
)
Το πηγάδι της Νεράϊδας
«Στην Κιάτρα Μπρουάστα υπάρχει πηγάδι, στη ρίζα αστραποκαμένης ιτιάς, με κατάψυχρο νερό, που αν πιεί κανείς το πίνει για τελευταία φορά, διότι πεθαίνει. Στο πηγάδι αυτό κοιμάται μια Νεράϊδα που έφαγε πολλούς νειούς και πολλές νειές και μονάχα της χήρας το γιο δεν μπόρεσε να φάει. Η Νεράϊδα, για να πετύχει το σκοπό της, ντύνεται γυναίκα, παίρνει τη φωνή και το περπάτημα γυναίκας και πάει στην εκκλησία....
Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ.
(
1948
)
Παγαίναμε είκοσι κορίτσια μικρά να βοσκήσωμεν τα βόδια στο βουνό. Εκεί είχε μια βρύση και εκαθίσαμε ολόγυρα και βγάλαμε τα φαγητά μας να φάμε. Εβγάλαμε και ένα μαχαίρι να κόψωμε το ψωμί. Σε μια στιγμή μέσα στην μέση από όλες μας είδαμε μια γυναίκα περίπου 25 χρονών να μας γελάη και να μας χαϊδεύη. Έφαγε και αυτή από τα φαγητά μας, εκάθισε επλύθηκε εκτενίστηκε και μετά επέταξε μέσα στα δένδρα σαν να...
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1964
)
Ο Αγιασμός τ' δρακόλακκα
Μια γυναίκα πήγε ν’ αρμέξ’ και μείναν μοναχά τα δυο μωρά τ’ς, ασαράντιστα είταν, δίδυμα. Όταν γύρισε τα ΄βρε κ’ είχαν κατ’ κεφαλές τόσες, είχαν αλλοιθωρίσ’, είταν σα ζαβά. Μείνανε μονάχα βλέπ’ς και τα ζ’μώσαν οι Αγελλούδες όξ’ από δω και μακριά. Όταν ήφτασε το πανηγύρ’ τ’ς Αγιά Παρασκευής, τα πήγε στο Δρακόλακκα να στάξ’ ο αγιασμός π’ γεμίζ’ η γούρνα και τα βαλε μέσα και τα δυο. Το ένα, ο Νικόλας,...
Φλωράκης, Αλέκος Ε.
(
1971
)
Νεράϊδες λέγονται γιατί βγαίνουν σε νερό. Γι’ αυτό δεν πάμε τη νύχτα στη βρύση τα δωδεκαήμερα. Αυτές είχαν όργανα. Πάνε μια φορά και ξεμοναχεύουν τον παππού μου. Τον γύριζαν σ’ όλα τα βουνά γύρω. Δεν τον απόμεινε τίποτα ούτε βρακί. Τον ανεβάναν απάνου στην πηγή (=4 βρύσες) Λέγαν: Συλαλεύεται Χριστός συλλαλεύομαι κι εγώ Δος του κι ας πηγαίνομε τίποτα δεν παθαίνουμε δός του κι εσύ Μαστροβασίλη. Ο Μαστροβασίλης...
Ιωαννίδου, Μ.
(
1943
)
Γραμμενοχώρια
Κατωτέρω της κορυφής του Αϊ – Λιά απαντά τις μικράν πηγήν ύδατος, ρέοντος ησύχως προς το χωρίον Ψίνα. Το χρώμα αυτού είναι υπόξανθον ένεκα της μεταλλικής, φαίνεται, ιδιότητος του εδάφους και η πηγή εκ τούτου ωνομάσθη Ξανθόπλον. Οι εγχώριοι όμως, ουδεμίαν ιδέαν έχοντες περί τούτου, μυθολογούσιν ότι κατά τας σεληνοφωτίστους θερινάς νύχτας συναθροίζονται περί αυτήν αι Νεράϊδες, αίτινες στήνουσι χορούς...
Κρυστάλλης, Κώστας
(
1948
)
Γεραγίδα ή (Καρδ) και νεραγίδα. Νηρηϊς 2) η άσχημη γυναίκα. Καρδ= τα Καρδάμυλα
Άμαντος, Κωνσταντίνος
(
1926
)
Αναράδες
Από την πρώτη του Σαρανταμέρου όσαμε (-μέχρι) τη νύχτα που θα γεννηθή ο Χριστός βγαίνουνε τη νύχτα οι Αναράδες και χάνουνται την ώρα που θα γεννηθή. Όσα παιδιά γεννηθούνε την ώρα που θα γεννηθή ο Χριστός είναι Στρίγγλοι και πρέπει να βαφτιστούνε πάλι με το Χριστό, δηλαδή την ημέρα των Θεοφανείων, για να μερώσουνε. Οι Στρίγγλοι αυτοί είναι οι Καλλικάντζαροι.
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1958
)
Οι Αναράδες
Στο Παντέλι σε μια γειτονιά συμφωνήσαν οι γειτόνισσες όλες να σηκωθούν τη νύχτα να πα να φέρουν κλαδιά για να φουρνίσουν τα ψωμιά ντως. Λέει η μια με την άλλη. Εγώ θα’ ρθω να σου χτυπήσω, να πάμε στα κλαδιά. Μια, μόλις επήρε τον πρώτο ύπνο, σηκώθη να πάη να ξυπνήση τις άλλες. Σηκωθήκανε. Αυτή όμως που τες ξύπνησε δεν ήτο γειτόνισσα, ήτανε Αναράδα. Αυτή ‘πήαινε μπρος, οι άλλες πήαιναν πίσω της. Όταν...
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1958
)
Οι καλές τσουράδες
Βασίλης τση Dαοπούας επήαινε να πάη στ’ Αργιά (τπνμ) και του ΄ρθενε να κάμη το νερό dου. Έβγαλεν το ψωμί και το ραβδάτσι dου και το βαλενε στο dράφο κ’εβγάλενε και το μαχαίρι dου και το ‘bήξενε μαζί με το ραβδί dου και το bήξενε μαζί με το ραβδί dου. Επήενε δα, όπως είπαμενε, να κάμη το νερό dου κ’ εκεί τον επιάσανε τρεις ‘υναίκες κ΄ εκείνος ενόμιζενε πως ήτανε ‘υναίκες χωριανές του, η Κυοβασίλαινα,...
Ήμελλος, Στέφανος Δ.
(
1959
)
«
»
Search Digital Repository
This Collection
Browse
All of the Digital Repository
Archive & Collections
Place recorded
By Time Recorded
Authors
Lemma
Legend classification (acc. Politis)
Source index
Titles
This Collection
Place recorded
By Time Recorded
Authors
Lemma
Legend classification (acc. Politis)
Source index
Titles
My Account
Login