Οι καλές τσουράδες
Βασίλης τση Dαοπούας επήαινε να πάη στ’ Αργιά (τπνμ) και του ΄ρθενε να κάμη το νερό dου. Έβγαλεν το ψωμί και το ραβδάτσι dου και το βαλενε στο dράφο κ’εβγάλενε και το μαχαίρι dου και το ‘bήξενε μαζί με το ραβδί dου και το bήξενε μαζί με το ραβδί dου. Επήενε δα, όπως είπαμενε, να κάμη το νερό dου κ’ εκεί τον επιάσανε τρεις ‘υναίκες κ΄ εκείνος ενόμιζενε πως ήτανε ‘υναίκες χωριανές του, η Κυοβασίλαινα, η Αντωνίνα του Σπυριδοέργη κι άλλη μνια που δε dη θυμούμαι. Τον εγδύσανε και τον εχορεύγανε μέσ’ στ’ άλωνι και τον ετζιbούρανε. Και ύστερα ήκραξεν ένας πετεινός. Είdα πετεινός είναι που ‘κραξε; Λέει: φυρός. Κράξανε τρεις τέσσερις πετεινοί. Ύστερα πια που κράξενε μαύρος λέει: είdα πετεινός είναι που κράξενε; Λέει: μαύρος. Σκίσετε τη γη να ‘bωμενε μέσα. Εφύανε κι ήμεινενε μόνια μοναχός μεσ’ στ’ αλώνι. Εκεί που το λέω παγώνουν dα ποδάρια μου. Παίρνει πάλι το ψωμάτσι dου κι από τη dρομάρα dου ήρθενε στο σπίτι και τον ερωτούσαν οι αθρώποι: Τι ήπαθες Βασίλη, κ’ εστράφης πάλι πίσω; Ευτός ήγνεψενε να μην τονε ρωτούνε ιατί του χανε πει να μη πη τίποτα, ‘ιατί θα του πάρουνε την εμιλιά dου. Που λέ bωρ δεν είναι ευτά αληθινά πράματα. Αφού ήπαθενε κάτι ο άθρωπος κι από ‘φτο (=αυτό) ξέβγηκενε. Η ‘υναίκα dου τον ερώτανε πολύ κι αναgάστη και τς είπενε αμέσως εβουβάθηκενε. Πριχού βουβαθή όμως τ΄ς είπενε πως στο τάδε μέρος ήπαθε και να πάνε μ’ ένα παπά να κάμουν αγιαρμό ‘ια τα μνιαρά πράματα που τονε επειράξανε. Επήεν ο παπάς, ήπηρε κ’ ένα τσικαλούδι (πήλινον δοχείον) κ’ ένα μαχαίρι μαυρομάνικο που τα χώσανε μες στη γης, εκεί που ‘παθενε. Θαρρώ πως είν’ η ώρα ‘φτή. Ευτό ‘εν είναι ψευθιά. Ετότες δεν ήβρεχενε κ’ επήαν οι αθρώποι κ’ επήρανε τσι εικόνες κ’ επήανε στη θάλασσα, ια να κάμουνε παράκλησες ια να βρέξη, ιατί δεν ήβρεχενε και δεν εγινούdανε καρποί. Ευτός ήπιασε τη bαναγια κ’ εποτάηκενε να το ρθη η εμιλιά dου. Ήπιασε τη bαναγιά, την ήρριξενε στη θάλασσα, ήρθεν η Παναγία κοdά dου και τη ξανάπιασε. Δεν του ΄ρθεν αμέσως η εμιλιά dου αλλά ‘πήενε σ’ ένα πηγαδάτσι να κάτση να πιάση λίγο ψωμάτσι (=να φάγη) κ’ εκεί ο κακόμοιρος του ‘ρθεν η εμιλιά dου κ’ εδόξασε dο Θεό. Δόξα τω Θεώ, λέει, που μου ‘ρθεν η εμιλιά μου. Και που του ‘ρθεν η εμιλιά dου δεν εϊνικε gαλά. Εκατούμισε (αρρώστησε, ήρχισε να φθίνη). Από ‘φτό πέθανε.[dράφος=Τράφος= τοίχος με λίθους άνευ πηλού, φυρός= ο κοκκινωπός]
Τόπος Καταγραφής
Νάξος, ΦιλώτιΧρόνος καταγραφής
1959Πηγή
Λ. Α. αρ. 2303, σελ. 7 – 9, Στεφ. Ημέλλου, Νάξος, (Φιλώτιον), 1959Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
2303, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT
Γλώσσα
Ελληνική - Κοινή ελληνικήΣυρτάρι
Παραδόσεις ΚΣΤ΄ - ΛΣΤ΄Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Παράδοση ΚΣΤΤίτλος παράδοσης
Οι καλές τσουράδεςΣτοιχεία πληροφορητή
Μουστάκη, Φλώρα Γυναίκα 69 ΑγράμματοςΣυλλογές
Εκτός απ 'όπου διευκρινίζεται διαφορετικά, η άδεια αυτού του τεκμηρίου περιγράφεται ως Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές
Σχετικές εγγραφές
Προβολή εγγραφών σχετικών με κείμενο, συλλογέα, δημιουργό και θέματα.