Οι σταυροί κι οι Ανεράδες
Είχεν μια λειχούσα μαντατόρισσα κι έπιασεν μιαν νύχτα το δρόμο για να πάη στην μάντραν της. Είδεν το φεγγάρι που ‘φεγγε σα μέρα κι εθάρρεψεν πως ήταν αυκή, κι ήταν μεσάνυχτα. Κοντά σ’ ένα ποταμό είδε τις Ανερά(δ)ες να χορέβκουν και που τον φό(β)ον της έθελεν να κοφτάρη. Ως την εί(δ)αν οι Ανερά(δ)ες εκοντέψαν τη, μ’ έν εμπορέσαν να γκίσουν πάνω της, γιατί στην νάκα του παιδκιού της είχεν βάγενο σταυρό. Εφύασιν γιάουρας που κει και φεύγοντας εφωνάζασιν ούλλες μαζί: «καίει! Καίει!» [λειχούσα= λεχώνα, κοφτάρη= να τρέξη, νάκα= Το φορητόν λίκνον από φαντό παννί που βάλλουν τα μωρά, όταν θέλουν να παν στη δουλειά κι έχει σχέση με την Ομηρική νάκη]
Τόπος Καταγραφής
ΡόδοςΧρόνος καταγραφής
1939Πηγή
Αναστ. Βρόντη, Ροδιακά, Αθήναι, 1939, σελ. 48, αρ. 3Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
Ροδιακά, Α, ΒιβλίοΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT