Οι Αναράδες
Στο Παντέλι σε μια γειτονιά συμφωνήσαν οι γειτόνισσες όλες να σηκωθούν τη νύχτα να πα να φέρουν κλαδιά για να φουρνίσουν τα ψωμιά ντως. Λέει η μια με την άλλη. Εγώ θα’ ρθω να σου χτυπήσω, να πάμε στα κλαδιά. Μια, μόλις επήρε τον πρώτο ύπνο, σηκώθη να πάη να ξυπνήση τις άλλες. Σηκωθήκανε. Αυτή όμως που τες ξύπνησε δεν ήτο γειτόνισσα, ήτανε Αναράδα. Αυτή ‘πήαινε μπρος, οι άλλες πήαιναν πίσω της. Όταν πήγαν στο Καλλικάρη (=πηγή έξω του Χωριού), βλέπουν οι γειτόνισσες μεγάλο χορό. Ήσανε αναράδες. Οι γειτόνισσες φοβήθησα, γύρισα τα φορέματα τως από την ανάποδη κι άρχισαν το χορό μαζί με τες αναράδες. Αφού χορεύγανε πολύ, φωνάζει ο πρώτος πετεινός. Φωνάζουν οι αναράδες: έχομε καιρό. Φώναξεν ο άσπρος πετεινός. Λένε πάλι.: Έχομε καιρό, Χορεύγανε πάλι. Φωνάζει ο δεύτερος πετεινός: Λένε αυτές: Χορεύγετε ο κόκκινος είναι. Σε λίγο φωνάζει ο τρίτος πετεινός: ήτονε ο μαύρος. Φωνάζουν όλες, μαζί!» Σκίσου γης και βάλε μας μέσα» Αμέσως χαθήκανε οι αναράδες. Πομείνανε οι γειτόνισσες, αλλά ήτανε πολύ παραδομένες οι πιο πολλές πέθαναν. [ Παντέλι: Συνοικισμός εις το ομώνυμον όρμον ανατολικώς του Χωριού, παραδομένες= κατάκοπες, αποκαμωμένες από τον κόπον]
Τόπος Καταγραφής
ΛέροςΧρόνος καταγραφής
1958Πηγή
Λ. Α. αρ. 2279, σελ. 352 -353, Γεωργ. Κ. Σπυριδάκη, Λέρος, 1958Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
2279, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT