• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Αναζήτηση 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Παραδόσεις
  • Αναζήτηση
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Παραδόσεις
  • Αναζήτηση
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Αναζήτηση

Προβολή προηγμένων φίλτρωνΑπόκρυψη προηγμένων φίλτρων

Φίλτρα

Χρησιμοποιείστε φίλτρα για να περιορίσετε τα αποτελέσματα αναζήτησης.

Αποτελέσματα 31-40 από 105

  • Επιλογές Ταξινόμησης:
  • Συνάφεια
  • Τίτλος Αυξ.
  • Τίτλος Φθιν.
  • Ημερ. Υποβολής Αυξ.
  • Ημερ. Υποβολής Φθιν.
  • Αποτελέσματα ανά σελίδα:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Κοντά στο Καλλιθενό χωργιό έχει ένα αρκαίο πέτρενο μνήμα (σαρκοφάγος) σαράντα πιθαμές το μάκρος. Εκειά μέσα ήτο θαμμένος ένας παλλικαράς σαράντα πήχες μάκρος, που τον ελέ(γ)αν Σαραντάπηχο. Έτσι μακρυούς αθθρώπους και αντρειωμένους είχε στον τόπο μας τον παλιόν καιρό. [ Σαραντάπηχο= ίσως κανείς από την οικογένεια των Σαραντάπηχων ή μάλλον οι Τιτάνες κι οι γίγαντες της αρχαίας μυθολογίας, στους οποίους η λαϊκή φαντασία έδωκε κυκλώπειες δυνάμεις] 

Βρόντης, Αναστάσιος (1939)
Thumbnail

Αθίγγανος ο κατ’ εξοχήν ρυπαρός και βρωμερός. Λέγεται και Ατσίγγανος, Τσιγγάνος και Τσιγγούνης. Ο Αθίγγανος θεωρείται ο μάλλον φιλάργυρος, απατεών και αγύρτης εις τας δοσοληψίας του, εξ ου καθ’ ημάς και το Τσιγγανία και Τσιγγουνία και Τσιγγένης και Τσιγγούνης. Δια τον Αθίγγανον υπάρχει και η εξής λαϊκή παράδοσις. Οι Εβραίοι οι τον Ιησούν Χριστόν συλλαβόντες παρήγγειλαν εις τον Αθίγγανον να κατασκευάση τέσσαρα καρφιά, άτινα θα εχρησιμοποίουν όπως κρεμάσωσι τον Ιησούν. Η Παναγία ηρώτησε τον Αθίγγανον τι κατασκεύαζε εκείνος δε της απεκρίθη ότι κατεργάζεται δια τον Χριστόν καρφία, και ότι ένεκα της καλής του προαιρέσεως (1) κάμνει όχι τέσσαρα, όπως του παρήγγειλαν, αλλά πέντε. Τότε η Παναγιά τον κατηράσθη. Η Παναγιά του είπενε και τον εκαταράστη. Άτε, μωρέ Ατσίγγανε, ποτέ τσιμιά μην κάμης. (Ιδέ και Νεοελ. Αναλ. Τ. Β σελ. 122). Έκτοτε ο κατηραμένος Αθίγγανος πλανάται εις τον Κόσμον ανέστιος. Εις το μοιρολόι του Χριστού, όπερ η γρηούλες απαγγέλουσι την εσπέραν της Μ. Παρασκευής παρά τον Επιτάφιον, η Παναγιά φέρεται λέγουσα: «Χαλκιά, πούκοψες τα καρφιά για τον μονογενή μου» «Τ’ αμόνι σου να τσακκιστή και το σφυρί να σπάση» «Σαν του Σαββάτου τον καπνόν να γέν’ η ελικιά σου». 

Δρακίδης, Γεράσιμος Δ. (1937)
Thumbnail

Λί(γ)η ώρα όξω που την Καταβιά πάνω σ΄ένα ψήλωμα έχει έναν παληόν κάστρο, που το λεν Πηλιόκαστρο. Στο Πηλιόκαστρο πήγε κι’ εκρύφτη στα παληά χρόνια μια βασιλοπούλα που δεν ήθελε να παντρευτή τον νηό, που της έδινεν για άντραν ο πατέρας της. Εφά(γ)ασιν τον κόσμον να την γυρεύβγκουν οι άνθρωποι του βασιληά, και στα πολλά την ηύρασιν κρυμμένη μέσα στο Πηλιόκαστρο. Την παρακαλούσαν να πά(γ)η στο παλάτι τους αλλά κείνη δεν έθελε με κανέναν τρόπο και γι’ αυτό έτρεξαν και το παν του βασιληά. Ο βασιληάς εδιάταξε τότε «να την φέρετε κάτω δια της βίας» και από τον λό(γ)ον αυτόν του βασιληά επήρεν κι η Καταβιά το όνομα. 

Βρόντης, Αναστάσιος (1930)
Thumbnail

Σε λίγη απόσταση βορεινά (απο το καθολικό της Αρχαγγέλου, Αρχιστράτηγος Μιχαήλ) στο Πατητήρι, είναι το Μοναστηράκι του αρχαγγέλου Γαβριήλ πολύ παλαιάς εποχής. Η παράδοσις αναφέρει πως εκεί υπήρχε μια βαλανιδιά και εκείνος που έκοψε το δένδρο για να κάνη λαδόμυλο απέθανε την τρίτη ημέρα. Κι έπειτα τα βλαστάρια μεγάλωσαν και ξανάγινε η βαλανιδιά. 

Κωνσταντινίδης, Κ. Ν. (1930)
Thumbnail

Ο Σιαννίτης Χριστόδουλος Βρόντος επάντηξε στο δάσος του Πουγκά όξω που τα Σιάννα ένα κοπάδι Ανεράδες. Ως τον είδαν τον έπιασν στον χορό και του φώναζαν «Γειάσου Βρόντε Βροντέρε.» Ήταν περασμένα τα μεσάνυχτα και σαν φώναξεν ο πρώτος πετεινός λέγει μια Ανεράδα. – Πάμε να φύγουμε. – «Χορέβγκετε ακόμα» είπε μια άλλη «κι είνεν ο μαύρος». Ύστερα που κάμποσην ώραν έκραξεν ο δεύτερος πετεινός. – «Πάμε να φύουμε» λέγει πάλιν η πρώτη Ανεράδα. – «Χορέβγκετε ακόμα» λέγει η δεύτερη «κι είνεν ο κόκκινος,» Κι ο χορός εξακολουθεί. Σαν άρχισεν όμως να ξεφωτίζη έκραξεν πάλιν ο πετεινός και λέει η πρώτη καταφοβισμένη. – Τρεχάτε τώρα να φύουμε κι είνεν ο άσπρος. Όπου φύει φύει οι Ανεράδες, μα ο Βρόντος κείνη που βάσταν στα δεξιά του την έπιασεν που τα μαλλιά και την κρατούσε γερά. – «Άφισέ με Βρόντε να χαρής» λέει η Ανεράδα. – «Δεν σ’ αφήνω» της λέει εκείνος θα σε πάρω στο χωριό μας να σε κάμω γεναίκα μου. Η Ανεράδα άρχισε τότες να ταυρομπαλά με τον Βρόντο και πάνω στο ταυρομπάλαιμα ηύγεν η τσιππιά της κι εγίνηκεν γυναίκα. Την πήρε τότες ο Βρόντος στο χωριό και την έκαμε γυναίκα του.» Φαίνεται πως την παράδοσιν αυτήν την έκαμαν οι Σιαννίτες του παληού καιρού για να δικαιολογήσουν την ομορφιά της Αναργυρώτισσας, που έκλεψεν ο Βρόντος από τους Αγίους Αναργύρους, και την έφερε στα Σιάννα. Η Αναργυρώτισσα αυτή προμάμμη μου πέθανε πρώτη στο θανατικό της Ρόδου κι ίσα με σήμερα λεν «στο θανατικό της Βροντούς.» [Η δοξασία αυτή να παρουσιάζωνται οι Νεράϊδες είναι αρχαιοτάτη διότι όπως λέει και ο Απολλώνιος ο Ρόδιος (Δ. 1312) οι Νύμφες παρουσιάστηκαν στον Ιάσωνα. Επίσης το να εξαφανίζωνται νεράϊδες στο άκουσμα του πετεινού είναι αρχαία δοξασία διότι ο αλέκτωρ συμβολίζει τον άγγελον του φωτός και τον πολέμιον των κακοποιών στοιχείων.] 

Βρόντης, Αναστάσιος (1930)
Thumbnail

Το Χιλιορράβδι. Στην παραλία της Ασκληπιού κοντά στο μοναστήρι Κιοτάρι έχει μια τοποθεσία Χιλιορράβδι και η παράδοση λέγει: «Κάποτες ήρταν πειρατές στο Ρόδο και ετοιμάζουντο να βγουν κοντά στο Κιοτάρι ανήμερα της Παναγιάς. Ήταν παναΰρι κι’ οι παναΰριωτες σαν είδαν το κλεφτοκάϊκο να ‘ρχεται κατά πάνω τους εσοφίστηκαν κι έκαμαν χίλια ραβδιά γεροντίστικα και τα αρράδιασαν στην εξώπορτα του μοναστηριού. Οι κλέφτες από μακρυά σαν είδαν τα ραβδιά είπαν με τον νουν τους. Αφού οι γέροι είνε χίλιοι, οι νηοί θα είναι περισσότεροι, και τρεχάτοι μπήκαν στο πλοίο τους κι έφυγαν. Οι παναϋριώτες έκαμαν τότε μεγάλην δοξολογίαν και ίσα με σήμερα ο παπάς στα Άγια προχωρεί έως την ακρογιαλιά και μνημονέβγκει.» 

Βρόντης, Αναστάσιος (1930)
Thumbnail

Η πανούκλα είναι μια γεναίκα μαυροφόρα και γυρίζει πολλές φορές την νύχτα και λαβώνει τους ανθρώπους που ‘χει γραμμένους στα χαρτιά της. Σαν ήρτεν στη Ρόδο η πανούκλα «στο θανατικό της Βροντούς» μόνον στη Θολό δεν επή(γ)εν η αρρώστεια αυτή. Ο προστάτης του χωριού Άης Σπυρίδωνας μ’ ένα φανάρι στο χέρι εγύριζε γύρου γύρου το χωριό και δεν έφινε την πανούκλα να κοντέψη. Το ίδιο λέγουν και οι Κρεμαστενοί για την μαυρομάτα τους την Παναγία, που δεν άφισε την πανούκλα να περάση από το χωριό τους. [μαυρομάτα= Αυτό το επίθετον το λέουν για την Παναγιά τους οι Κρεμαστενοί σαν έρτη λόγος γι’ Αυτήν και αντιστοιχεί πάνω κάτω με το «γλαυκώπις ΑΘήνη» του Ομήρου». 

Βρόντης, Αναστάσιος (1930)
Thumbnail

“Στον κόλπον της Απολλακκιάς υπάρχουν δυό μικρά νησάκια που ήτον άλλοτε καΐκια και τα μαρμάρωσεν η Παναγία, γιατί ήρταν εκεί με σκοπόν να κλέψουν το μοναστήρι της Σκιαδενής Παναγιάς. Άραξαν στην Απολακιά κι' ετοιμάζουντο να βγούν όξω οι ναύτες. Δεν πρόφτασαν όμως να βγούν στη στεριά γιατί η Παναγιά τους εμαρμάρωσε μαζί με το καΐκι τους”. Η παράδοση αυτή μοιάζει με το καράβι των Σαρακινών που δεν μπορούσε να αποπλεύση από το Ηραίον της Σάμου επειδή οι ναύτες του άρπαξαν το άγαλμα της Ήρας όπως αναφέρει ο Μηνίδοτος ο Σάμιος παρ' Αθηναίω. (ΙΕ12 6) [Για το ένα καΐκι απ' αυτά λέγουν οτι ήτο αγριόχοιρος και επειδής έρχουτα να κάμη καταστροφή στην Ρόδο τον εμαρμάρωσεν η Παναγιά και δεν τον άφησε να βγή όξω]. 

Βρόντης, Αναστάσιος (1930)
Thumbnail

Ένας Δαματρενός μια νύχτα βρήκε στο δρόμο ένα μωρό παιδί που έκλαιε το λυπήθηκε και το πήρε στην αγκαλιά του για να το πάρη στο σπίτι του. Όσο προχωρούσε είδε πως το μωρόν ετέντωνε τα πόδια του κι έφταξαν στην γη. Ο άνθρωπος εφοβήθηκεν κι άφησε το παιδί μέσα στον δρόμο. Άρχισε πάλι το παιδί τα κλάματα και τότες έτρεξαν ένα κοπάδι Καλίτσες (Ανεράδες) κι έπιασαν τον άνθρωπο στον χορό φωνάζοντάς του «Γειά σου Καρκάζο». Τον εχόρευαν ώστα κ’ εξημέρωσε και τότες ο χωρικός με την ψυχή στα δόντια πή(γ)ε στο χωριό του κι είπεν ότι έπαθεν εκείνη την βραδυά. Από τότες ο άνθρωπος επήρε το επίθετον Καρκάζος όπως τον εβάπτισαν οι Καλίτσες. 

Βρόντης, Αναστάσιος (1930)
Thumbnail

Κάος και κάους (κοινόν) κόους (Απόλλωνα)= κείνος που γεννήθηκε τα Χριστούγεννα. Οι Κάοι γυρίζουν τη νύχτα κυρίως όταν πλησιάζουν τα Χριστούγεννα και αν βρούν κανένα με το ζώο καβουλλικούν στον κώλο του ζώου και ερωτούν <μόλυβος για μπάμπακος> αν πή ο άνθρωπος πάμπακος, θάναι ελαφρός σαν παμπάκι, αν πη μόλυβος, θάναι σαν μολύβι. Άμαν τους βαστάζουν ως το πουρνό, αν δεν τους αφήσουν να φύγουν, φωνάζουν : κάου κι εκάηκα και γίνονται άνθρωποι άμα ξημερώση. Πολλοί κυρώνουν σίδερα, τους βάζουν στα πόδια τους και βγάζουν ‘’καλικαντζάρους’’. Για να μη γίνη κάος το παιδί που γεννιέται τα Χριστούγεννα, του κάμνουν πουκάμισο μονομερήτικο, δηλ. σε μια μέρα εργάζονται εφτά Μαρίες, ξεχωρίζουν το παμπάκι, το λιάζουν, το μαγγανίζουν, το ξοδεύουν, το κλώθουν, το νελούν, το σύρνουν, το υφαίνουν, το ράβουν. 

Παπαχριστόδουλος, Χ. (1932)
  • «
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
  • 5
  • 6
  • 7
  • . . .
  • 11
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτή η συλλογήΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση

Περιήγηση ανά

Τύπος
Παραδόσεις (105)
ΣυλλογέαςΒρόντης, Αναστάσιος (91)Παπαχριστόδουλος, Χ. (9)Κωνσταντινίδης, Κ. Ν. (2)Άγνωστος συλλογέας (1)Αμβροσιάδης, Αντώνης (1)Δρακίδης, Γεράσιμος Δ. (1)Τόπος καταγραφής
Ρόδος (105)
Χρόνος καταγραφής1939 (39)1937 (1)1932 (9)1931 (1)1930 (55)
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.