• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Αναζήτηση 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Παραδόσεις
  • Αναζήτηση
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Παραδόσεις
  • Αναζήτηση
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Αναζήτηση

Προβολή προηγμένων φίλτρωνΑπόκρυψη προηγμένων φίλτρων

Φίλτρα

Χρησιμοποιείστε φίλτρα για να περιορίσετε τα αποτελέσματα αναζήτησης.

Αποτελέσματα 1-10 από 39

  • Επιλογές Ταξινόμησης:
  • Συνάφεια
  • Τίτλος Αυξ.
  • Τίτλος Φθιν.
  • Ημερ. Υποβολής Αυξ.
  • Ημερ. Υποβολής Φθιν.
  • Αποτελέσματα ανά σελίδα:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Στα Σιάννα κοντά στην Γεννήτρα είχεν ένα Στοιχειό, που το λέ(γ)ασι. < Ο Χαραμαλλάς της Γεννήτρας> Ο Χαραμαλλάς εγένουνταν τη μιά ένας γά(δ)αρος, την άλλην αγριόγατος και την άλλη τρά(γ)ος, και κανείς (δ)εν επεκόττα να περάση τη νύχτα που κείνο το μέρος. Και ίσαμε σήμερα ντιριούνται να περάσουν την νύχτα οι Σιαννίτες, γιατί φο(β)ούνται μην τους φάη ο Χαραμαλλάς. (επεκότα= ετολμούσε, ντιριούνται= Δειλιούν) 

Βρόντης, Αναστάσιος (1939)
Thumbnail

Στην παλιά βρύση της Κάλαθος έβκαιννει κανάν καιρόν πολύν νερόν κι αλέθασιν δώδεκα μύλοι. Μια μά(γ)ισσα επηέν κειά μια μέρα, για να πλύνη τα ρούχα του μωρού παιδκιού της. Το παι(δ)άκι της μά(γ)ισσας μαμμαλιστά επήεν κοντά στο μυλαύλακο και το πήρε το ρέμα κι επνί(γ)η. Τότες η μά(γ)ισσα που τη στενοχώρκιαν της έρριξε δκιάρκυρο στην μάναν του νερού κι από τότες ελι(γ)όστεψεν το νερόν της βρύσης. [μαμμαλιστά= τετραποδιτί, δκιάρκυρο= υδράργυρο.] 

Βρόντης, Αναστάσιος (1939)
Thumbnail

Σαν ήρτε ο Άης Σουλάς στη Ρόδο, επέρασεν και που την Σερωνή. Εκειά όξω που το χωρκιό είχασιν μεζεμένους πολλούς ψωρκιασμένους, κι ως είδεν ο Άης Σουλάς ελύπήθην τους, κι είπεν τους να λουστούν σε μια βούρνα που ΄τον εκειά κοντά. Ώς ελούστησαν, εγιάνασιν ούλλοι τους για μιάς κι εδοξάζασιν τοθ Θεό. Που τότες ούλλοι έχουν ψώρα πάσιν εκεί και με το νερό της βούρνας τ' Άη Σουλά γιαίνουν. Εχτίσαν και μοναστήριν εκειά στη βούρνα και κάμνουν παναϋρι κάθε χρόνο στις 30 του Δευτερόλη (Ιουλίου). (Άης Σουλάς = Απόστολος Συλλάς, Σερωνή = Χωριόν της Ρόδου, πάσιν = πηγαίνουν, παναϋρι = Πανήγυρις). 

Βρόντης, Αναστάσιος (1939)
Thumbnail

Οι Κάοι γυρίζουν την νύχτα και φωνάζουν <Κάου κι εκάηκα> Άμα παντήξουν κανέναν άνθρωπον του λέουν <πάμπακος για μόλυβος ;> Όποιος ακούση την φωνήν αυτήν πρέπει να απαντήση : <Πάμπακος>γιατί άν πή <μόλυβος> θα τον καρφώση ο Κάος. 

Βρόντης, Αναστάσιος (1939)
Thumbnail

Μιαμ μέρα ο θεός εκατέβη στον κόσμο. Έγινεν γεροντάκι κι εγύριζεν να δή τι κάμνουν οι αθθρώποι. Πρώτα επήε στο ζευκά και τον είδε ζευκαρίζει. Πάνω στο άλετρον του δεν είχε σκοινί και για να γυρίση τα βώδκια του στην άλλην άκρια του χωραφκιού, έμπρεπε να τα ξεζεβλώση. Ο θεός τον ελυπήθηκεν και του έδειξεν να μπλέξη ένα σκοινί με βρούλλα κι έτσι δένοντας τα βώδκια από τα κούτουλα να μπορή να τα γυρίζη χωρίς να τα ξεζεβλώνη. Με τον τρόπον αυτόν ο ζευκάς έκαμνε πολλή δουλειά στο χωράφιν του. Ύστερις ο θεός επήε στη λεφανταριά και την ηύρεν να φαίνη χωρίς πατήτρες. Έκοβγεν την κλωστήν για να ξαναπεράση το μακούκκι από την ίδια μεριά. Ο θεός την ελυπήθηκε και της είπε να βάλη πατήτρες και χτυπώντας το πέταλο να ρίχνη το μακούκκι πρώτα από την μια κι ύστερις που την άλλη μεριά. Όπως της είπεν, έκαμεν κι επροώδευκεν η δουλειά της. Με καιρόν εξαναπέρασιν ο θεός για να δή τι κάμνει ο ζευκάς και η λεφανταριά. Επέρασε που τον ζευκά και τον ρωτά :<Ποιος σε έμαθεν να ζευκαρίζης με τον τρόπον αυτό και προοδεύκει η δουλειά σου;><Ο θεός>, είπεν ο ζευκάς. Ο θεός ευκαριστήθηκε με την απάντησιν αυτή του ζευκά και τον ευλόγησεν να σπέρνη έναν κουννίν και να κάμνη εκατό. Έφυγεν ευχαριστημένος που τον ζευκάν ο θεός κι επή(γ)ε στη λεφανταριά. –Ποιός σε έμαθεν να φαίνης έτσι; Την ερώτησεν ο θεός. –Μοναχή μου, είπε με περηφάνειαν η λεφανταρκιά. Εθύμωσεν ο θεός και την εκαταράσθη να δουλεύη νύχταν μέρα,να φαίνη, να ξεφαίνη και να βάλλη το φάμμαν της που κάτω που την αμασκάλη της και να το παίρνη στον ποταμό να το λευκαίνη. (ξεζεβλώση= να βγάλη τις ζέβλες τα καμπυλωτά ξύλα του ζυγού που περισφίγγουν τον λαιμόν των βοδιών, πατήτρες= Σαίτα) 

Βρόντης, Αναστάσιος (1939)
Thumbnail

Τες νύχτες του καλοκαιριού πάνω στον ουράνο, κοντά στο Νιορτάνη Ποταμό έχει τρία άστρα. Το ένα φαίνεται πιο λαμπερά που τ' άλλα δκυό, και λέσιν πως είναι “ο Γιάννης ο ζευκάς με τα βώδκια του”. Κοντά του έχει δκυό κύκλους και λέσιν πως είναι τ' αλώνια του Γιάννη. 

Βρόντης, Αναστάσιος (1939)
Thumbnail

Τους Καλικαντζάρους στη Ρόδο τους λέν Κάους. Όποια γεναίκα 'ππέση με τον άντραν της ανήμερα του Βγκαγκελισμού το παιδί που θα γεννήση τα Χριστούγεννα θα γίνη Κάος. Το παιδί αυτό θα πιάση τα βουνά θα σαρτά στ'αράφια. Για να μην αγριέψη πρέπει να του κάμουν ένα μονομερήτικο ρούχο. Πέρνουν εφτά Μαρίες παμπάκι και αφού το ξεμαγκανίσουν, δοξέψουν κλώσουν, καλαμίσουν, και στέσουν στην βούα (αργαλειό) και το φάνουν σε μια μέρα ύστερα το συγκόβουν το ράβουν φόρεμα και του το φορούν, ; 

Βρόντης, Αναστάσιος (1939)
Thumbnail

Στόν Άη Σιέρο έχει μια ρώτσα με δαχτυλιές των δράκων πάνω, και το μέρος κείνο το λέσιν Άτρεια, γιατί έρκουντον εκειά οι δράκοι κι εδικιμάζαν την αντρειάν τους. Όποιος δράκος εκούνναν τη ρώτσα, ήταν το πιο παλλικάρι κι έμπαινεν αρκηγός τους. (Άη Σιέρο- χωρίον Άγιος Ισίδωρος, ρώτσα= Μεγάλη πέτρα ριζιμιά). 

Βρόντης, Αναστάσιος (1939)
Thumbnail

Στη Λίντο και στη Λάρτο είχεν κάτι γυναίκες που κα(β)αλλικέβκαν ένα καλάμι κι εγυρίζασιν την νύκτα στα στενά κι επαραφκριούντο που τους αλαφάντες των σπιτιών. Μερικές επααίννασιν και στα μνημόρκια κι εννοί(γ)ασιν των συναποθαμμένων τες κοιλιές, εβκάλλασιν τα σηκώθια, ετη(γ)ανίζαν τα κι ετρώ(γ)αν τα. Ένας Λιντιακός καρδιαλής έπιασεν μιαν που ‘φτές δα, έκοψεν που το φουστάνιν της έναν κομμάτι κι έφηκεν τη να φύ(γ)η. Την άλλην μέρα που το πορνό έδειξεν το κομμάτιν του φουστανιού στον καφενέν κι εγρωνίσαν τη ποια ήταν. [Λίντο= Χωριό, επαραφκριούντο= ωτακουστούσαν, αλαφάντες= καπνοδόχους, μνημόρκια= μνήματα, εγρωνίσαν= εγνώρισαν, ποια ήταν= Στη Λάρτο υπάρχει φράση για τις Ρίγλες και λέγουν σαν θέλουν να βρίσουν καμμιά γυναίκα: «Μωρή, που κάθεσαι στο καλάμι και γυρίζεις τον κόσμο σαν τη Ρίγλα»!] 

Βρόντης, Αναστάσιος (1939)
Thumbnail

Στ’ Αφάντου λέσιν πως έχει γυναίκες που γυρίζουν τα βράδκυα του Σαρανταμέρου στα ξένα σπίτια και πνί(γ)ουν τα μωρά παιδκιά. Και τες γκαστρωμένες γυναίκες τες κάμνουν να πιαλλωθούν. Ένας καφετζής Φαντενός είχε ένα μωρόν παι(δ)άκι, και κάθε βρά(δ)υ (δ)εν το φήννασιν να κοιμηθή και πίσω, πίσω επνίξαν το. [Αφάντου= Χωριό, λέσιν= λέγουν, πιαλλωθούν= Κάμνουν αποβολή] 

Βρόντης, Αναστάσιος (1939)
  • «
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτή η συλλογήΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση

Περιήγηση ανά

Τύπος
Παραδόσεις (39)
ΣυλλογέαςΒρόντης, Αναστάσιος (39)Τόπος καταγραφής
Ρόδος (39)
Χρόνος καταγραφής
1939 (39)
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.