• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Αναζήτηση 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Παραδόσεις
  • Αναζήτηση
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Παραδόσεις
  • Αναζήτηση
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Αναζήτηση

Προβολή προηγμένων φίλτρωνΑπόκρυψη προηγμένων φίλτρων

Φίλτρα

Χρησιμοποιείστε φίλτρα για να περιορίσετε τα αποτελέσματα αναζήτησης.

Αποτελέσματα 1-9 από 9

  • Επιλογές Ταξινόμησης:
  • Συνάφεια
  • Τίτλος Αυξ.
  • Τίτλος Φθιν.
  • Ημερ. Υποβολής Αυξ.
  • Ημερ. Υποβολής Φθιν.
  • Αποτελέσματα ανά σελίδα:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Έναμ παιδί με κόκκινοφ φεσάκι καθίζει στολ λαιμόν τ’ αθρώπου άμα γκοιμάται ανάσκελλα και κοντέβγει να τομ πνίξη. Πλώννει να το πιάση μ’ έν εμπορεί άμα μ πλώση να του πάρη το φεσάκι, κόφτει το παιδί, γιατί είναι γ καλό στον άνθρωπο να το πιάση. Τάσσει τον τότες το παιδί μαϊδgιά πολλdά, μ’ είναι γκαλά να μην της το δώση, όπου κι άμ πάη ύστερα, εν τοθ θωρούσι. 

Παπαχριστόδουλος, Χ. (1932)
Thumbnail

Σταυραγκάθθι – το= αγκάθα μονόχρονη, πολύ φουντωτή που βγαίνει στα καλλιεργημένα χωράφια. Βγάζει χυμό στο αίμα, γι’ αυτό τη λένε και ματαγκάθθα. Παράδοση: Με το σταυραγγάζζιν έκαμαν το στεφάνιν του Χριστού γι’ αυτό δα βγκάλλdει γαίμα. 

Παπαχριστόδουλος, Χ. (1932)
Thumbnail

Γιαννί και Γιαννάκι το = πουλί ο κκοκινόλαιμος παρουσιάζεται τον χειμώνα στα μύρτα και τα βατόμουρα και παρακολουθεί τον γιώργο στο σπόρο. Παράδοση: η κίκλα εμάλλωσαμ με το γιαννί κι εκόιναρεν το (το πεισμάτωσε) Είπε τον η κίκλα: ’’Γιάννη, Γιάννη τσακνοπόη’’. Εθύμωσεν ο Γιάννης και λέει της: Κίκλα μαυροπόδγκια το μερί μου κάμνει γάμο, τ’ αντερίμ μου αντιγάμο, τα μέσα μου, τα όξω μου γιμώνουν τρείς λακάνες. 

Παπαχριστόδουλος, Χ. (1932)
Thumbnail

Κάος και κάους (κοινόν) κόους (Απόλλωνα)= κείνος που γεννήθηκε τα Χριστούγεννα. Οι Κάοι γυρίζουν τη νύχτα κυρίως όταν πλησιάζουν τα Χριστούγεννα και αν βρούν κανένα με το ζώο καβουλλικούν στον κώλο του ζώου και ερωτούν <μόλυβος για μπάμπακος> αν πή ο άνθρωπος πάμπακος, θάναι ελαφρός σαν παμπάκι, αν πη μόλυβος, θάναι σαν μολύβι. Άμαν τους βαστάζουν ως το πουρνό, αν δεν τους αφήσουν να φύγουν, φωνάζουν : κάου κι εκάηκα και γίνονται άνθρωποι άμα ξημερώση. Πολλοί κυρώνουν σίδερα, τους βάζουν στα πόδια τους και βγάζουν ‘’καλικαντζάρους’’. Για να μη γίνη κάος το παιδί που γεννιέται τα Χριστούγεννα, του κάμνουν πουκάμισο μονομερήτικο, δηλ. σε μια μέρα εργάζονται εφτά Μαρίες, ξεχωρίζουν το παμπάκι, το λιάζουν, το μαγγανίζουν, το ξοδεύουν, το κλώθουν, το νελούν, το σύρνουν, το υφαίνουν, το ράβουν. 

Παπαχριστόδουλος, Χ. (1932)
Thumbnail

Μυαρό το= ερπετό που κατοικεί στη στέγη και τους τοίχους των σπιτιών, σαν μικρή σαύρα. Όταν το δούν, του φωνάζουν : ''Σάβατοσ Σάβατο'', για να σταθή, να το σκοτώσουν και μυσερό. Το αυγό της όρνιας ατροφικό, μικρό. Πιστεύουν ότι τρώγει η όρνιθα μυαρά και το γεννά. 

Παπαχριστόδουλος, Χ. (1932)
Thumbnail

Άλοον τ' Αγιωργιού = ζωύφιο λεπτό μεγαλόσωμο (ομάντις). Είναι 'γκακόν να το σκοτώσης, γιατί θυμώνει ο Άης Γιώργης 

Παπαχριστόδουλος, Χ. (1932)
Thumbnail

Μαλλιά (μαλgιά, μαλγκιά) της Παναγιάς= είδος κουσκούλας στα μαλλιά ξαθά στους θάμνους. Παράδοση: Τον γκαιρόμ που ζήτουν η Παναγιά το Χριστόν άμαν τον εσταυρώσαν οι Οβριοί, έκατσεν να ξεκουραστή κι ετράβαν τα μαλγκιά της πάνω στα κλαδγκιά. Που τότες νεμμά φτόδά το χορταράκι και τυλίει πάνω στα κλαδάκια. [νέμω= φυτρώνω] 

Παπαχριστόδουλος, Χ. (1932)
Thumbnail

Τριμμάτιες οι = φανταστικά πρόσωπα, αγριανθρώποι με τρία μάτια οτές προλήψεις, των οποίων το τρίτο μάτι βρίσκεται στο πίσω μέρος του κεφαλιού, ώστε βλέπουν συγχρόνως μπροστά και πίσω. Τριμματιά= η χώρα τους. Τριμμάτης λ. ύβρ. 

Παπαχριστόδουλος, Χ. (1932)
Thumbnail

Μια μαντρατόρισσα εκαυκκίστημ πό 'ν εφφουάται τον Απρίλλdη, εθύμωσεν γκαί κάμνει μια βροχήμ που της επήρεν ούλλdες τές έβδγκιαμ μ ήμπεμ που κάτω που το καζάνιν γη εγλύτωσε. Άμαν εκαλωσύνεψεν γκήβγκεμ που το καζάνιν ηύρεμ μοναχά τρείς κατσίκες, μιάν γκούτση, μιαν στραβήν και μιαν γ γερή κι εφώναξέντες ; τζούτι κουτσή, τζούτι στραβή, τζούτι τ' απομεινάριν του Θεού. Ο Θεός ελυπήθην την γής επλήθανεν τες πάλε σανγκαί πρώτα. 

Παπαχριστόδουλος, Χ. (1932)

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτή η συλλογήΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση

Περιήγηση ανά

Τύπος
Παραδόσεις (9)
Συλλογέας
Παπαχριστόδουλος, Χ. (9)
Τόπος καταγραφής
Ρόδος (9)
Χρόνος καταγραφής1932 (9)
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.