Κάος και κάους (κοινόν) κόους (Απόλλωνα)= κείνος που γεννήθηκε τα Χριστούγεννα. Οι Κάοι γυρίζουν τη νύχτα κυρίως όταν πλησιάζουν τα Χριστούγεννα και αν βρούν κανένα με το ζώο καβουλλικούν στον κώλο του ζώου και ερωτούν <μόλυβος για μπάμπακος> αν πή ο άνθρωπος πάμπακος, θάναι ελαφρός σαν παμπάκι, αν πη μόλυβος, θάναι σαν μολύβι. Άμαν τους βαστάζουν ως το πουρνό, αν δεν τους αφήσουν να φύγουν, φωνάζουν : κάου κι εκάηκα και γίνονται άνθρωποι άμα ξημερώση. Πολλοί κυρώνουν σίδερα, τους βάζουν στα πόδια τους και βγάζουν ‘’καλικαντζάρους’’. Για να μη γίνη κάος το παιδί που γεννιέται τα Χριστούγεννα, του κάμνουν πουκάμισο μονομερήτικο, δηλ. σε μια μέρα εργάζονται εφτά Μαρίες, ξεχωρίζουν το παμπάκι, το λιάζουν, το μαγγανίζουν, το ξοδεύουν, το κλώθουν, το νελούν, το σύρνουν, το υφαίνουν, το ράβουν.
Τόπος Καταγραφής
ΡόδοςΧρόνος καταγραφής
1932Πηγή
Αρ. 1568, σελ. 126, Χ. Παπαχριστοδούλου, Ρόδος, 1932Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
1568, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT