Αναζήτηση
Αποτελέσματα 101-200 από 2367
Όποιους θέλ' να κάν' dου καμ'λάρ' σύdκινου, πρέπ' ν' αψ'λώσ' d' πόρτα τ'
(1930)
Κάθε εργασία συνεπάγεται και υποχρεώσεις
Δεν d' στρίζ' του φτί
(1915)
Απού τέτοια
Ο κάτης για το ψάρ' επούλησε d' αbέλι dου
(1963)
Χαρακτηρίζει την αγάπη της γάτας για τα ψάρια
Με τσι πορδές δε βάφουdαι d' αβγά
(1963)
Δηλαδή με τα ψέματα, με πενιχρά μέσα, δεν μπορεί να γίνη μια καλή δουλειά
D' ηύρα το bελά μ'
(1917)
Του γουρτζέλ' κι d' μύτη τ' να του κόψης, πάλι θα γουρνίξ'
(1938)
Γουρούνι
Απου τι έσκασι του chτάρ'; Απου d' βρίζα
(1915)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Τ' μικρού παιδιού τσαι τ' γέρου καλό μη d'νε κάνεις
(1943)
Γιατί είναι αγνώμονες
Τ' αγαπά καρδιά d' αθρώπου, το καλύτερο dου κόσμου
(1930)
Εκείνο που αγαπά η καρδιά του ανθρώπου είναι το καλύτερο
Ο λεύτερος προξενητής για λόου dου 'υρεύγει (ή: d' αξανοίει)
(1963)
Dου = για τον ευατό του
Άλλα λεν d γέρουντα κι άλλα κλάν' ου κώλους τ'
(1915)
Επί εκουσίας συνήθως, αλλά και ακουσίας, παρανοήσεως των λεγομένων
Άλλα d' άλλα κι η χαρβάλα με το 'άλα
(1934)
επί πλήρους ασυνεννοησίας
Είπαν, d' ζουρλού κλείσ' 'μ bόρτα κι αυτός 'ν ιζαλώθ'κι κ' έφ'χι
(1915)
Ερμηνεία: Επί υπερβολών
Αλατσωμό d' αλατσωμού δεν έχουν οι κουβέντες του
(1925)
Ανόητες, χωρίς ουσία
Κόβγει το σπαθί d' από εκατό πάdες
(1963)
Δηλαδή έχει δύναμη, πολά μέσα, επιρροή
Dη ξέρου σα να d' γέννσα
(1930)
Την γνωρίζω τόσον καλά, όπως, εάν την είχα γεννήσει εγώ και αναθρέψει
Κάθα άγιους κ' χάρη d' έχ'
(1959)
Μαζουθήτι φρόν'μ' να φάτι d' ζουρλού του βιό
(1915)
Αναγν. λήμμα ζουρλός 1
Σαν d' γιαϊνα μι του μ bαλιουρόσπουρου
(1915)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Μικρό μικρό d' αλώνι σου, κι ας εί' μοναχικό σου
(1934)
Προτιμάται τι να είναι ατομικόν έστω και ολίγον
Δεν d' βρίchκ' ς άκρη
(1915)
Επί ανθρώπου κρυψίνοος και πολυμήχανου
Σαράdα φας, σαραdα πιής, σαραdα δωσ'ς για d' bσυχη σ'
(1940)
Αυτό πρεπ' να γιν' την ημέρα των αγ. Σαράντα
Αν (ησ' να) chιάζουνdαν ου λύκους d' βρουχή έφκιανι κάππα
(1915)
Ερμηνεία: Επί περιφρονήσεως απειλών
Μη σι μέλ' για τα μbλάργια d' δισπότ'
(1915)
Μη ενδιαφέρησας
Ήθιλι, να d΄ βάλ΄ φρύδια κι τόβγαλι κι τα μάτια
(1915)
Επέφερε βλάβην αντί ωφελείας
Όποιος σκάβγει το λάκκο d' αλλονού, πέφτει ο ίδιος μέσα
(1963)
Δηλ. όποιος επιχειρεί να κάμη κακό σε άλλον, το παθαίνει ο ίδιος
Τ'ν έχ' σ' κ'κιού d' gρέgα
(1937)
Δηλαδή δεν την εκτιμάει καθόλου
Άδειαζέ μ' d' γουνιά
(1936)
Την έλεγαν συνήθως στα παιδιά, όταν ήθελαν να τα διώξουν. Όταν επρόκειτο για μεγάλους, δεν το έλεγαν κατά πρόσωπο, αλλά σε τρίτους
Ήρθα d΄άγρια πουλιά κι΄έδιωξα dα ήμερα
(1963)
Έδιωξα ή έβγαλα. Ερμ : Λέγεται, όταν κάποιος πάρη τη θέση του άλλου, που έχει περισσότερα δικαιώματα σ΄αυτή
Πανί διάζεται, σα d' σαΐτα τρέχει πάνου κάτου!
(1943)
Είναι αεικίνητος
Δεν d' αλωνίζνε τ' αυγά
(1941)
Επί των μη θελόντων να συμμορφωθούν προς τα διατυπώσεις των κανονισμών, ή τας συνηθείας του τόπου
Πάει ν' αθίση το δεdρί κι' η μοίρα δε d' αφίνει
(1963)
Λέγεται, όταν για μια στιγμή διαφανή κάποια ελπίδα, που κι' αυτή διαψεύδεται
Άλλα d' άλλα κι' η χαρβάλα με το 'άλα
(1963)
Χαρβάλα = δοχείο σπασμένο; με το άλα ή με το γάλα
Τώρα ίνησα d' αδύνατα δυνατά και τα δυνατά τα 'πήραν οι διαόλοι
(1963)
Είνησα = έγιναν
Η 'ούλα d' ανθρώπου καράβια πουλεί και καράβι αοράζει
(1963)
Δηλαδή όταν τρώς πολύ, μπορεί να πουλήσης ολόκληρη περιουσία, και αντιθέτως, όταν κάνης οικονομία, μπορεί να δημιουργήσης περιουσία.
Το ένα χέρι να μην ηξέρη, είdα 'δώκε d' άλλο στο φτωχό
(1963)
Δηλ. η ελεημοσύνη πρέπει να γίνεται μυστικά
Σά d'ν άμμο τ'ς θάλασσας
(1943)
Κάρκα ένα, κάρκα δυό, σα d' αβγά τζη πέρδικας
(1963)
Προέρχεται από τραγουδάκι...
Σημαίνει αραιά και κάπου. Π.χ. “Πρώτα ΄τονε το χωρίο μας γεμάτο τσ΄ ανθρώποι. Τώρα ΄ναι κάρκα ένα, κάρκα δυό, σα d΄ αβγά τζη πέρδικας”...
Σημαίνει αραιά και κάπου. Π.χ. “Πρώτα ΄τονε το χωρίο μας γεμάτο τσ΄ ανθρώποι. Τώρα ΄ναι κάρκα ένα, κάρκα δυό, σα d΄ αβγά τζη πέρδικας”...
Α d' αβγό στη bέτρα, αλίς στ' αβγό, κι αν η πέτρα στ' αβγό, πάλι αλίς στ' αβγό
(1963)
Δηλαδή οπωσδήποτε το αβγό θα σπάση. Π.χ. “και με τσ' Αμερικάνοι να πάμεν, έρημα την έχομε, gαι με τσι Ρώσοι να πάμε, dα ίδια. Ά d' αβγό στη bέτρα,αλίς ....”...
Αμαρτία, ξομολογία
(1902)
Όταν ομολογεί τις οτι έσφαλε
Αβάρετο παιδί χαρά σπιτιού
(1909)
Ερμηνεία: ποινή, (άοκνον)
Αρχοντιές μυρίζει
(1910)
Αρκοντοξυειέται
(1910)
Φθειριά
Αρχή ωδίνων
(1914)
Άστραψε και βρόντηξε
(1937)
Άσπρα κακαγεναμένα, είναι κάρβουνα αναμένα
(1962)
Συλλογή Ι. Χρυσικοπούλου
Κάθε αρχή και δύσκολος
(1929)
Αμ' αλάργα κι' έλα γλήορα κι άμε κο(d)ά και πέσ εκεί
(1963)
Λέγεται σε περίπτωση, που αργεί κανείς από κοντινό μέρος να γυρίσει και γυρνά γρήγορα από μακρυνό
Είσ' άν(d)ι Ακρούτ' , 'ς το κατζί τζο παίρεις
(1951)
Είσαι σαν Ακρούτης ' από λόγια δεν παίρνεις
Τίνος είν' ευτο d' αβγό; -Ευτεινού dου πετεινού
(1963)
Δηλαδή το παιδί μοιάζει με τους γονείς του. Λέγεται κυρίως για την ομοιότητα ελαττωμάτων. Ευτό=αυτό. Ευτεινού=αυτού. Ο δεύτερος στίχος κάποτε παραλείπεται.
Είπεν d' ο Μάρτης: 'γω το σόνι 'α νdα βgάω σου καμηλού το βράδι. Είπεν dι τσ' ο Απρίλ': 'γω πάλι 'α νdα λύσω σου τεγανού τ' άβι
(1951)
Ερμηνεία: Είπε ο Μάρτης: εγώ το χιόνι θα το βγάλω ως της καμήλας την ουρά. Είπε κι ο Απρίλης: εγώ πάλι θα το λιώσω στου τηγανιού το χερούλι, δηλαδή όσα χιόνια κι αν πέσουν το Μάρτη, ο Απρίλης, που φέρνει την άνοιξη, τα λιώνει
Δε bορεί Άης Νικόλας να μη d΄ασπρίση τα ενάκια dου
(1963)
Λέγεται, όταν χιονίση τις ημέρες του Αγίου Νικολάου
Τα σκατά (ή τα κόπτια) όσο dα σαλεύγει κανείς, τόσο βρωμούνε (ή όσο d' ανεκατώνεις, τόσο βρωμούνε)
(1963)
Δηλαδή δεν πρέπει να σκαλίζη, να συζητή, να ζητή να αποδειχθή αμέτοχος κανείς σε μια υπόθεση, που δεν είναι καθαρή
Του κακού 'αbρού το dουλάπι τ' ανοίεις, μα του καλού 'ιού δε d' ανοίεις
(1963)
Δηλ. στο σπίτι της κόρης σου έχεις περισσότερο θάρρος παρά στο σπίτι του γυιού σου
Του κακομοίρη το κερί κι αν άψη κιόλα σβήνει, 'ιατί του καλορίζικου η τύχη δεν αφίνει (ή δε d' αφίνει)
(1963)
Λέγεται και μόνο ο πρώτος στίχος
Είχα του πιδί μ' κ' είχα d' ζουή μ' έψηνα τα πένd' αυγά κ' έτρουγα τα τέσσιρα κι απου τ' άλλου του μ 'bσο
(1915)
Ερμηνεία: Επί εγωϊστών μη δισταζόντων και τα ίδια τέκνα να εκμεταλλευθώσιν χάριν της ατομικής των ευζωϊας
Το κόστσινό μου κοστσινίστη, κρέμασαν d' ατζά
(1951)
Το κόσκινό μου αποκοσκίνισε, το κρέμασαν εκεί πάνου. Όταν ένας γεράσει ή χάσει τη δύναμή του, οι άλλοι τον περιφρονούν. Πόντ. Α.Π. αρ. 767: Καινούργο μ' κοσκίν', που κρεμάνω σε; και σαν παλώντς παπού σύρω σε;
Κως του τζό ΄σει το σοικίκι μbαίνει σό π΄εζόν d΄ αμbάρι
(1951)
Το χοινίκι που δεν έχει πάτο, μπαίνει στ΄ αδιανό τ΄ αμπάρι. Τόλεγαν για τους γέρους ή για κείνους που έχαναν τη δύναμή τους και δεν λογαριάζονταν. Σοινίκι ήταν το ξύλινο δοχείο που μετρούσαν το στάρι. Έπαιρνε ως 6 οκάδες. ...
Θωρούν d' άσπρο το πρόβατο, λεν τι: η τσοιλία του 'έμει άλειμμα
(1951)
Βλέπουν τ' άσπρο το πρόβατο, λένε: η κοιλιά του είναι γεμάτη πάχος
Ανεμομαζώματα, δαιμονοσκορπίσματα
(1943)
Ιστορία Σκύρου, σελ. 166, Κατζιούλη 214(φ. 9α) και Παπαγεωργίου...
Τα σφύριξε
(1924)
Απέθανε
Στειλιάρη αξεφλούδιστο είναι
(1924)
Στέκω στ' αστάσλια.
(1921)
Σαν Τούρκοι (ηύξηνταν)
(1922)
Ερμ. Επί προώρου αναπτύξεως πτηνών, ζώων κλπ.
Άσπαρτα και αθέριστα, πόσα μόδια γίνονται;
(1910)
Επί πραγμάτων αδυνάτων
Αστιβές στο ντράφο να τσοι μέσα
(1928)
Όταν μια δουλειά είναι κακοκαμωμένη
Άσχημε, χρυσέ μου άντρα τι καλό θα πρωτοφάμε ...
(1958)
Οι άσχημοι συνήθως προσπαθούν να σαγηνεύσουν δια του πλούτου, της νοικοκυρωσύνης και της εργατικότητος
Αστιβές στο ντράφο να τσοι κάτω
(1928)
Όταν μια δουλειά είναι κακοκαμωμένη
Έχ' η τρίχα ήσκιου κι του μυρμήγης χουλή κη μύγα σπλήνα
(1918)
Ερμηνεία: Και ο καθενέστερος πιεζομένης δύναται να χάση την υπομονήν του ή και τα ελάχιστα ενίοτε πολλά δύναται
Ερκώθης που τον άρκονταν δήννει σε που την γλώσσαν
(1954)
Εχρεώθης απ' τον πλούσιο, σε δένει από την γλώσσα
Άσχημε, χρυσέ μου άντρα τι καλό θα πρωτοφάμε ...
(1963)
Οι άσχημοι συνήθως προσπαθούν να σαγηνεύσουν δια του πλούτου, της νοικοκυρωσύνης και της εργατικότητος
Όπου έχει άσπρο στο πουγγί, πτάνει ψάρια στο βουνί
(1949)
100 άσπρα = 1 παράς