• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Τόπος καταγραφής 
  •   Αρχική σελίδα
  • Τόπος καταγραφής
  •   Αρχική σελίδα
  • Τόπος καταγραφής
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Πλοήγηση ανά Τόπο καταγραφής

  • 0-9
  • A
  • B
  • C
  • D
  • E
  • F
  • G
  • H
  • I
  • J
  • K
  • L
  • M
  • N
  • O
  • P
  • Q
  • R
  • S
  • T
  • U
  • V
  • W
  • X
  • Y
  • Z
  • Α
  • Β
  • Γ
  • Δ
  • Ε
  • Ζ
  • Η
  • Θ
  • Ι
  • Κ
  • Λ
  • Μ
  • Ν
  • Ξ
  • Ο
  • Π
  • Ρ
  • Σ
  • Τ
  • Υ
  • Φ
  • Χ
  • Ψ
  • Ω

Ταξινόμηση κατά:

Σειρά:

Αποτελέσματα:

Αποτελέσματα 57-76 από 311

  • κείμενο
  • χρόνος καταγραφής
  • ημερομηνία υποβολής
  • αύξουσα
  • φθίνουσα
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
  • Το τάγμα τ'ς Αγία Παρασκευής

    Ένας Σκλαβοχωριανός αγαπούσε μια Κωμιακή και τ'ν ήκλεψε. Πήκαν λοίπον απ' την Κώμ' πήραν όπλα, “Ένα τόσο δα χωριουδάκ' είναι θα το πατήσουμε να τνε πάρουμε πίσω”. Μόλις φτάσαν όμως στ'ν Αγία Παρασκευή τι να δούν; Απ' τ'ν εκκλησία ως το χωριό είταν ένα ολόκληρο τάγμα εύζωνοι κ' είχανε πιάσ' το δρόμο. “Ω”, λέν, “μωρ' αυτοί φέραν ολόκληρο τάγμα. Που να τα βγάλ'ς πέρα μ' αυτοί”. Και γύρισαν μπρός – πίσω....
    

    Φλωράκης, Αλέκος Ε. (1971)
  • Τα Ζωτ'κά της Χαμέντης

    Ένας Στεναδιανός αφού αλώνεψε το βράδ’ στη Χαμέντη, κοιμήθ’κε κεί στ’αλών. Μέσα στον ύπνο τα’ακούει μια φωνή : <Φύγε από δώ, φύγε από δώ!>. < Θα μου φάνηκε>, λέει και ξανακοιμήθ’κε. Σε λίγο ακούει ξανά : < Σου είπα να φύγ’ς από δώ!>. Λέει, < Θα ‘ναι κανείς και θέλ’ να με διώξ’ για να μου πάρ’ τον καρπό. Δε φεύγω, λέει, <θα ξανακοιμηθώ>. Τρίτ’ φορά ακούει μια άγρια φωνή και τ’ λέει : <Ακόμα δώ είσαι...
    

    Φλωράκης, Αλέκος Ε. (1971)
  • Ό Άη Δημήτρης

    Ένας χωριανός γύριζε μια φορά στο χωριό [Στ' Αγάπι] απ' το Φαλατάδο και στις δύο τα μεσάνυχτα είδε έναν καβαλλάρ' λαμπρό μ' ένα σκουτί. “Τ'ωρα”, λέει “θα με bρολάβ', να διώ ποιός είναι”. Προχωρούσε, προχωρούσε, δεν τον ήφταν' ο καββαλάρ΄ς. Γυρίζ' πίσω, είχε χαθεί. Πιό κάτω, στο ποτάμ', να τον πάλ' κι ερχόταν απ' άλλον δρόμο. “Μα τί” λέει. “Θέλ' και δε θέλ' να με bρολάβ'”. Γυρίζ' ξανά, πουθενά ο καβαλλάρ'ς....
    

    Φλωράκης, Αλέκος Ε. (1971)
  • Έρμα τα καλύβια τ΄ 

    Άγνωστος συλλογέας
  • Έχουν τ' ανδρόγυνα κακιά, έχουν τ' αδέρφι αμάχ' ούτε τ' ανδρόγυνα κακιά ούτε τ' αδέρφι αμάχ 

    Φλωράκης, Αλέκος Ε. (1971)
    Η συζυγική κ η αδερφική αγάπη είνια πάνω απ' τις παρεξηγήσεις, που κι αν συμβούν γρήγορα διαλύονται
  • Εβαστούσαμε καλά τον κάβο και τα βγάναμε πέρα 

    Άγνωστος συλλογέας
    Κάβος=το πρυμνήσιον σχοινίον
  • Εγώ στραβόνω και πουλώ και συ βλέπε κι αγόραζε 

    Φλωράκης, Αλέκος Ε. (1971)
    Όταν πουλάς πράμα σκάρτο. Επίσης για αγοροπωλησίες χωρίς νόημα
  • Είdα 'παθες κεφλή μ' και 'τι θα πάθ'ς ακόμα 

    Φλωράκης, Αλέκος Ε. (1971)
    Όταν κάποιον τον βρούν τα βάσανα, πρέπει να περιμένει κι άλλα
  • Είδη συκών που καλλιεργούνται στην Τήνο είναι ... τα “βασ'λικάτα”. Γιατί μια φορά είταν ένας βασιλιάς πολύ άρρωστος και κανείς δεν μπορούσε να τον κάν' καλά. Τ' δώκαν, λοιπόν, κ' ήφαε απ' αυτά τα σύκα κι' αμέσως ασ'κώθ΄κε απάνω. Γι αυτό τα πήκαν βασ'λικάτα. 

    Φλωράκης, Αλέκος Ε. (1971)
  • Καλικάντζαροι

    Είναι εντελώς περίεργο το ότι η πίστη στην ύπαρξη και στην εμφάνιση των Καλικαντζάρων, πίστη ευρύτατα διαδεδομένη σ’ολόκληρη την Ελλάδα, εδώ είναι άγνωστη. Στην Τήνο ούτε για την εμφάνιση τους διηγούνται, ούτε λαβαίνουν μέτρα προφυλακτικά, ούτε υπάρχουν σχετικές παραδόσεις. Όσο κι αν ρώτησα σε διάφορα χωριά, κανείς δεν ήξερε τίποτε σχετικό μ’αυτούς, ούτε θυμόταν να είχε ακούσει ποτέ. Αν κρίνουμε όμως...
    

    Φλωράκης, Αλέκος Ε. (1971)
  • Είσαι αμανέ καϊμός 

    Άγνωστος συλλογέας
    Ερμηνεία: Δεν υποφέρεσαι
  • Το διπλό ψωμί

    Είταν ένας εδώ κ’ είχε πολλά παιδιά. Κ’ ήμεινε πάλ’ έγκυος η γυναίκα τ’. Λέει, «Βρε γυναίκα, τι θα το κάνουμε κι άλλο παιδί; Φτωχοί αθρώπ’ είμαστε, πώς να τα θρέψουμε τόσα παιδιά; Άλλο δεν είναι παρά να το δώσουμε». Γεννάει λοιπόν αυτή και κάν’ δύο! «Ώχου», λέει, «καήλα μ’. Θα μας σκοτώσ’». Λέει η γειτόνισσα: «Να το πάρω γω το ένα;». «Λέει, «Να το πάρ’ς». Το παίρν’ που λες αυτή και φεύγ΄. Ερχόταν...
    

    Φλωράκης, Αλέκος Ε. (1971)
  • Η μεγαλομάτα

    Είταν ένας καλόγερος στ’ Άγιον Όρος π’ δεν ήκανε τίποτ’ όλη μέρα, παρά να κάθεται και να θαυμάζ’ μιαν εικόνα. Είταν πολύ ωραία εικόνα αυτή, πολύ ωραία Παναΐα. Αλλ’ αυτός πουθενά δεν πήγαινε, ούτε να φάει με τ’ς άλλ’, όλο εκεί. Είχε έρωτα μ’ αυτή τ’ν εικόνα. Τον ήβαλε λοιπόν ο ‘γούμενος τιμωρία, π’ δεν ήκανε τα καθήκοντα τ’. Θύμωσε πολύ αυτός, λέει, «Γιατί Παναγΐα μ’ να γίν’ αυτή η αδικία, π’ εγώ εσένα...
    

    Φλωράκης, Αλέκος Ε. (1971)
  • Ο βρυκόλακας με τα μακριά νύχια

    Είταν κάποιος Κωσταντής Ανοργιανός κ'είχε βουρβουλακιάσ'. Τ'ς νύχτες που φυσούσ'ο βοριάς, φούσκων'η γής και σ'κωνόταν η πλάκα τ'. Και κάθε φορά π'τονε βγάζαν είταν τα νύχια τ'μεγαλωμένα ένα μέτρο.
    

    Φλωράκης, Αλέκος Ε. (1971)
  • Είταν καρφί και βράχ' κε κι αποσκούριασε 

    Φλωράκης, Αλέκος Ε. (1971)
    Λέγεται όταν κάποιος είναι κακός και συμβεί κάτι και παραγίνει
  • Οι λίρες π' γιναν σταχτ'

    Είταν μια γυναίκα κι άκουε τα βράδυα μια φωνή απ’το κατώι κ’ ήλεγε : <Έλα δώ και θα βρείς λίρες >. Αυτή όμως φοβήθ’κε και δεν πήγε. Τ’ άλλο βράδ’ άκουσε πάλ’ τη φωνή. Τρία βράδυα τ ’ν άκουσε. Λέει λοιπόν σε μια γειτόνισσα : <Ξέρ’ ς, γειτόνισσα, αυτό κι αυτό μου συμβαίν >. Και πήγαν στο κατώι μαζί. Αλλά αύραν μόνο στάχτ’. Γιατί άμα το πείς πως ξέρ’ς για θησαυρό, γίνεται στάχτ’.
    

    Φλωράκης, Αλέκος Ε. (1971)
  • Το φιτίλ' τ'ς Παναγίας

    Είταν μια ξέν’ π’ δεν ήκανε παιδιά κ’ ήρθε στ’ bαναΐα μας και τ’ς πήκαν να φάει το φ’τιλ’ τ’ καντηλιού τ’ς για να κάν’. Τούφαγε λοιπόν αυτή κ’ ύστερ’ από εννιά γέννησε. Ο άντρας τ’ς όμως δε bίστευε. Λέει, «Αδύνατο, δεν είναι δ’κο μας, από κάπ’ το πήρες». Η φούχτα τ’ μωρού είταν κλειστή και πάσκιζ’ η μάνα τ’, πασκίζαν οι γιατροί να τ’ν ανοίξουν, δεν άνοιγε. Πήγε κι ο άντρας, κάν’ έτσ’ και τ’ν άνοιξε...
    

    Φλωράκης, Αλέκος Ε. (1971)
  • Ο σκύλος που μύριζε τα λεφτά

    Είταν μια φορά ένας κυνηγός κ’ είχ’ ένα σκύλο , που ‘χε το ιδίωμα(72) να μυρίζ’ τα λεφτά.Κ’ είχε πάει στο Σμόβωλο(73) για κυνήγ’ . Είδε λοιπόν το σκυλί που πήγε σε κάτ’ δράχ’ και δεν ήφευγε. Λέει, < Τι ‘ναι κεί ; >. Πάει και βλέπ’ μια βαθιά τρύπα. Λέει <Λεφτά θα ‘χ’ εδωμέσα. Για να μυρίζ’ το σκυλί λεφτά θα ‘ χ΄>. Χών΄μέσα το τ’ φέκ΄, δεν ήβρισκε πάτο. Κόβ’ένα μακρύ καλάμ’ πάλ’ δεν ήβρισκε. Ανεβαίν’...
    

    Φλωράκης, Αλέκος Ε. (1971)
  • Το Κουκούτσ' κ' οι Μοίρες

    Είταν μια φορά να ‘ρθούν σ’ ένα σπίτ’ εδώ οι Μοίρες για να μοιράσουν ένα κοριτσάκ’. Συγυρίσαν λοιπόν, βάλαν στο τραπέζ’ τ΄ς δίσκοι με τα γλυκά, καθάρισαν καλά, ήλαμπε το σπίτ’΄από πάστρα. Κάποιος όμως ήφαε ελιές και ξέφυγ’ ένα κουκουτσ’ στη σκάλα κ’ ήμειν’ εκεί. Ρ’θήκαν λοιπόν οι Μοίρες, λέει η μια: «Να γίν’ ωραία», λέει η άλλ’: «Να γίν’ πλούσια», λέει κ’ η τρίτ: «Να γίν’ κουβαντού». Όπως φεύγαν όμως...
    

    Φλωράκης, Αλέκος Ε. (1971)
  • Ο Χάρος

    Είταν μια φορά ο Χάρος σ'ένα β'νό και φώναζ' έναν-έναν με τ'ονομα τ' και πήγαινε. Λέει ένας : <Βρε τ'ς λωλοί. Τ'ς φωνάζ' και πηγαίνουν> Λέει ένας άλλος: <Γιατί εσύ τι θα κάμ'ς;>. <Λέει, <Εγώ; Άμ εγώ δεν πηγαίνω>, λέει. Όταν τον φώναξε κι αυτόν ο Χάρος, πήγαινε. Λέει, <Μα εσύ ήλεγες πως δε θα πάς> <Άλλο τι λέγα>λέει. <Μπορείς να ξεφύγ'ς απο δαύτον;>
    

    Φλωράκης, Αλέκος Ε. (1971)
  • «
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.