Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Σακελλαριάδης, Χ."
-
Πέρσι εκάη φέτος μύρισε
Σακελλαριάδης, Χ.Ερμηνεία: Επί των αναμιμνησκόντων παλαιάς υποθέσεις και υποχρεώσεις ων ζητουσι την εκπλήρωσιν -
Πεντάρα πείρνουμε, πένταρα τρώμε
Σακελλαριάδης, Χ. (1919)Λέγεται επί της πτωχής εκείνης τάξεως του λαού, ήτοις ζη εν στερήσοι και κακουχίας, ψευτοζή, ψευτοπερναει, σπρώχνει τη μιά ΄μέρα με την άλλη, και ήτις αυτοζή εν των ελαχίστων εισοδημάτων, άπνα έχει -
Περισσότερες μύγες πιάνεις με το μέλι παρά με το ξύδι
Σακελλαριάδης, Χ. -
Περσινα τσίπουρα, 'φετεινα ρακιά
Σακελλαριάδης, Χ. (1919)Ερμηνεία: Επί των υπενθυμιζόντων παλαιά πράγματα -
Περσσότερα αρνοκέφαλα, παρά κριαροκέφαλα
Σακελλαριάδης, Χ. (1919)Η παροιμία αυτής πολύ πιθανόν να έχη την αρχήν της επί τίνος διηγήσεις -
Πηγάδι θε ν' ανοίξουμε;
Σακελλαριάδης, Χ. (1919)Λέγεται όταν δύο ή και περισσότεροι ίστανται ακίνητοι ο εις απέναντι του άλλου και συζητουσιν επί πολύ. Λέγεται και άλλως : Αι αρκετά τ΄ ανοίξαμε το πηγάδι, πάμε πάρα πέρα, ή ακόμα δα τ΄ ανοίξαμε το πηγάδι; -
Πιάσε τ' αυγό και κούρευτο και πάρε το μαλλί του
Σακελλαριάδης, Χ. (1919)Η παροιμία λέγεται ειρωνικώς προς δήλωση πράγματος αδυνάτου. -
Πλέρω πουγγάκι πλέρωνε κ' εγώ να τρω να πίνω
Σακελλαριάδης, Χ.Ερμηνεία: Επί των σπατάλων και απρονοήτων -
Ποιά σκύλλα μάννα σ' έκανε και σε έρριξε σε μένανε
Σακελλαριάδης, Χ. (1919)Συνοδεύεται από κείμενο ... -
Ποιός 'παινα τη νύφη μας; Η τσιμπλού η μάννα της
Σακελλαριάδης, Χ. (1919)Λέγεται όταν τις και ούτος όχι αρμόδιος εκθειάζη πράγμα τι, όχι και τόσον άξιον θαυμασμού -
Ποιός είδε αρνί με τσιμπουρά, κοριό με το σαμάρι, με φουστανέλλα ποντικό, το λύκο με δοξάρι
Σακελλαριάδης, Χ. (1919)Δηλούντας το αδύνατον πραγματοποιήσεως του προτεινομένου ή αναφερομένου κατορθώματος -
Ποιός είδε πράσιν' άλογα και δάσκαλο με γνώση
Σακελλαριάδης, Χ. (1917)Ερμηνεία : Χαρακτηριστική διά την μωρίαν των σχολαστικών διδασκάλων -
Ποιός είνε όξω στη θάλασσα αμπέλι να φυτέψη – και καββαλάρης στ' άλογο να μπή να το κλαδέψη; Εγώ είμαι όξω στη θάλασσα αμπέλι να φυτέψω. – Και καββαλάρης στ' άλογο να μπώ να το κλαδέψω
Σακελλαριάδης, Χ. (1919)Στίχοι αποσπαθέντες εκ δημ. Άσματος και μεταπτούντες την παροιμίαν. Απτοπασθήσαι εκ του άσματοςτης Ηλιογέννητης, ούτιος έκαμαν έχομεν συλλέξις εκ παραλλαγής. Ανάλογος εκφρασις φέρονται κι εις άλλα δημοτ. Άσματα και δι' σν ... -
Πού γαμπρός με δυο 'μμάτια
Σακελλαριάδης, Χ. (1919)Λέγεται επί των υπερβολικών αξιώσεων κόρης τινός, ως προς τον μέλλοντα συζύγου της -
Πρέπει να συγγάνης, τον άλλο για να καταλάβης
Σακελλαριάδης, Χ. (1919)Συνοδεύεται από κείμενο ... -
Ρε παιδιά, ρε παιδιά, έχ' η πουτσα σας μαλλιά; (ή ρε παιδί, ρε παιδί, έχ' η πουτσα σου μαλλί;)
Σακελλαριάδης, Χ. (1919)Λέγεται περιγελαστικώς επί των προσποιουμένων, ότι αγνοούσι τι, όπερ όμως είν πασίγνωστον και εις αυτους τους προσποιουμένους άγνοιαν