Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Σακελλαριάδης, Χ."
-
Η ανάγκη πατάει το νόμο
Σακελλαριάδης, Χ. (1919)Δηλαδή, όταν ευρισκώμεθα εν ανάγκη μεγάλη, π.χ. Εν πενία, τότε καταπατούμεν όλους τους υπάρχοντας νόμους, μεταχειριζόμεθα πάν έκωσμου μέσου, ίνα εξέλθωμεν εις της δυσχερούς θέσεως εις τω ευρισκόμεθα -
Η Γιαννούλα με φουστάνι ω τι λύγισμα που κάνει
Σακελλαριάδης, Χ. -
Η γρηά το μεσοχείμωνο ξυλάγγουρον γυρεύει
Σακελλαριάδης, Χ. (1919) -
Η γυναίκα σαν ακουμπήσουν στ΄ απαυτό της ένα ζευγάρι αρχίδια, μην την πιστεύης πια ότι κι αν σου πη
Σακελλαριάδης, Χ. (1919)Η παρομ. Δηλοί ότι η εκπίπτουσα γυνή εξαχρειούται καθ΄ όλα, όθεν δεν πρέπει να έχωμεν πλέον ουδεμίαν εμπιστοσύνη εις αυτήν -
Η ευκή σου και το λινόξυλο
Σακελλαριάδης, Χ. (1919)Ερμηνεία: Όταν τις εύχηται προς τινά, που να πλουτήση κ.λ. πλην η ευχή του αυτή αποβαίνει ανεκτέλεστος -
Η καλή νοικοκυρά είνε δούλα και κυρά
Σακελλαριάδης, Χ. (1919)Δηλαδή καλή οικοδέσπινα είνε εκείνη, ήτις ηξεύρει και δύναται να εκτελέση πάσας τα εργασίας, ακόμη δε και εκείνας, που είναε προωρισμένες για τις υπηρετρίας -
Η καλύτερη ζωή είναι μπούκα, κούπα, τρούπα και τσιγάρο
Σακελλαριάδης, Χ. (1919)Αξίωμα των πρακτικών επικουρείων -
Η κοιλιά μου κόλλησε στην πλάτη
Σακελλαριάδης, Χ. -
Η μάννα σου κι η μάννα μου παίζανε τα καρύδια και κέρδισε η μάννα σου τομ πούτου με τ' αρχίδια
Σακελλαριάδης, Χ. (1919)Η παροιμία λέγεται προκειμένου περί αποτυχίας τινός απροσδοκήτου και ανεχούσης τι το κωμικόν -
Η μύτη μου στογ κώλο του γαρούφαλλο γυρεύει
Σακελλαριάδης, Χ. (1919)Ερμηνεία: Επί των πραττούντων όλως ανάρμοστα και αντίθετα του πρέποντος -
Η νύφη οπόταν γεννηθή της πεθεράς θα 'μοιάση
Σακελλαριάδης, Χ. (1919)Η παροιμία σημαίνει ότι μερικά πράγματα είναι προαποφασισμένα να γίνουν όπως γίνονται -
Η νύφη που ξεροστολίζεται το βράδυ εδώ θα μείνη
Σακελλαριάδης, Χ. (1919)Συνοδεύεται από κείμενο... -
Η νύχτα χει αυτιά κ' η μέρα μμάτια
Σακελλαριάδης, Χ. (1917)Ερμηνεία: Την νύκτα πρέπει να προφυλάσσηται τις από τους ωτακουστάς την δε ημέραν από τους οφθαλμούς των ανθρώπων. -
Η πουτσα μου στογ κόλο σου ροδάκινο γυρεύει, κι' α δεν ευρή ροδάκινο, παίρνει σκατό και φεύγει
Σακελλαριάδης, Χ. (1919)Λέγεται επί των πραττοντων όλως αναρμοστα και αντίθετα του πρέποντος -
Η ψώρα πιάνει πρώτα τη γρηά κατσίκα
Σακελλαριάδης, Χ. (1919)Λέγεται δια τας γραίας, οι οποίαι καταλαμβάνονται υπό του φθόνου ευκολώτερον των νεοτέρων την ηλικίαν γυναικών -
Ήλιος κρητικός καθάρια τραμουντάνα
Σακελλαριάδης, Χ. (1917) -
Ηύρες φαεί; φάε, ηύρες δουλειά – δούλεψε, ηύρες ξύλο – φεύγα
Σακελλαριάδης, Χ.Ερμηνεία: Καιρός παντί πράγματι