Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Σακελλαριάδης, Χ."
-
Φέρνει ο Θεός τ' αλεύρι παίρνει ο δαίμονας τα ξύλα
Σακελλαριάδης, Χ. (1917)Ερμηνεία: όταν επιτευχθεύντος επί τέλους καλού τινός υπέρ προ πολλού ευχόμεθα αίφνης εκ νέας καταδρομής της τύχης αι ελπίδες εκ νέου ματαιούνται -
Φκειάνει ο βλάχος το τσαρούχι κι όπου δώση ο Θεός τη μύτη
Σακελλαριάδης, Χ. (1917) -
Φουσκωμένα μού τά'δωσες; φουσκωμένα θα 'στά δώσω
Σακελλαριάδης, Χ. (1919)Εννοείται τ' ασκιά. Αν η παροιμία αύτη έχη την αρχή εκ μύθου τινός, αγνοούμεν. Λέγεται δέ όταν τις ανταποδίδη τα ίσα πρός άλλον τινά επιχειρήσαντα ν' απατήση αυτόν διά ψυχολογία -
Φτωχός άγιος δε γιορτάζεται
Σακελλαριάδης, Χ. (1919)Η παροιμία δηλοί την παντοδυναμία του πλούτου -
Φύσα γρηά το μονοδαύλι φύσα το και δεν αννάβει
Σακελλαριάδης, Χ. (1919)Συνοδεύεται από κείμενο... -
Χαρά ΄ς τον που γνωρίζει μαλλί γυαλί και σίδερο
Σακελλαριάδης, Χ. (1917) -
Χωρίς θέλημα Θεού, ούτε φύλλο από το δέντρο
Σακελλαριάδης, Χ. (1919)Φαίνεται η παντοδυναμία του Θεού, άνευ της ενέργεια του οπίου,ούτε το ελάχιστο μπορεί να συμβεί -
Ώμορφή μου κι ώμορφή μου τί έχουμε να φάμε βράδυ; Άσκημή μου κι άσκημή μου τί θα πρωτοφάμε βράδυ;
Σακελλαριάδης, Χ. (1919)Η παροιμία λέγεται επί εσχάτης ενδείας, την οποίαν όμως ανέχεται τις μετ' επιθυμίας -
Ως που να πούμε δόξα σοι ο Θεός, Παναγιά βοήθα
Σακελλαριάδης, Χ. (1917)