Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Λουκάτος, Δημήτριος Σ."
-
Σ ζ' μάνας μου το μουνί σοτρά μέλ' ό,τι έρτσεται, τσαλdεί α λαχτύλ'
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Από της μάνας μου το μουνί τρέχει μέλι, όποιος έρχεται, βάζει ένα δάχτυλο -
Σ τ' αν bρόβατο δύο δέρματα τζο βgαίνουν.
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Από ένα πρόβατο δυό δέρματα δε βγαίνουν -
Σ τα 'φτάλμε ξείλτσε μακρά, 'ς την gαρdία πάλι μακρά ξείλτσε
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Από τα μάτια έπεσε μακριά, από την καρδιά το ίδιο μακριά έπεσε -
Σ τα μαχτσούμε τσαί ς' το δομμένο μαθαίν' dο ληθώτικο
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Από τα παιδιά κι από τον τρελό μαθαίνεις την αλήθεια -
Σ τη μα σου στο στάβgο μη μbαίνεις
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Από τη μάνα σου μπροστά στο στάβλο μη μπαίνεις -
Σ την bείνα γόνατα τζο κρούω
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Από την πείνα γόνατα δε στερεώνω -
Σ τόϊναν dο μέρο ο Θιός να σε κουάψει, 'ς τε τ' άβου το μέρο 'α σε γϊάσει
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Από το 'να μέρος ο Θεός αν σε κάμει να κλάψεις, από τ' άλλο το μέρος θα σε κάμει να γελάσεις -
Σ τόϊναν dο ξύο βgαίνει τσαί καό, βgαίνει τσαί κάμι
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Από το ίδιο δέντρο βγαίνει και καλό ξύλο, βγαίνει και κακό. Όταν από τον ίδιο πατέρα έβγαιναν διαφορειτκά παιδιά. Ποντ. Α. Π. αρ. 259 : Ας τ΄ έναν ξύλον ιφτάρ΄ πάλ΄ εβγαίν΄ και σταυτόν παλ΄ εβγαίν΄ -
Σ τον gόσμο πήρα το χαβασιλϊέχι μου, για, ισάνι είμαι, πάλι ομdϊέζω
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Από τον κόσμο πήρα τις χαρές μου, όμως, άνθρωπος είμαι, πάλι θέλω. Ο άνθρωπος, όσο κι αν γλεντήσει, όσο κι άν χαρεί τον κόσμο, ποτέ δε χορταίνει. Τόλεγαν οι γέροι -
Σ του Βαρασού το κοπέκι – Από του Βαρασού τον αφαλό
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Για έναν που ήταν γεννημένος και μεγαλωμένος μέσα στα Φάρασα -
Σ του Βαρασού το χώμα τσολμέκι τζο βγαίνει τσαί να βγει, 'α τσακωθεί
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Από του Βαρασού το χώμα σταμνί δε βγαίνει και να βγει, τα τσακιστεί. Οι Φαρασιώτες που ξεκίνησαν να φτιάσουν κάτι στη ζωή τους, δεν το κατάφεραν -
Σ τού Βαρασού το χώμα τζουτζί τζο 'ίνεται – Από του Βαρασού βάζο δε γίνεται
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Το φαρασιώτικο χώμα δεν έκανε γι' αγγειοπλαστική. Τη φράση την έλεγαν αλληγορικά, επειδή δε βγήκε ποτέ από το χωριό ένας άξιος άνθρωπος, άρχοντας ή επιστήμονας, που να κάνει καλό στον τόπο. Ο μόνος, λέει, που θυμούνται ή ... -
Σ' αν bαπούτσι δυό ποράδε τζο χωρούνε
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Σ' ένα παπούτσι δυό ποδάρια δε χωρούνε -
Σ' αν bελέτσι αν 'άβι
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Σ' ένα τσεκούρι μια λαβή -
Σ' έφαε το σκοτάδι
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1958) -
Σ' έχει ο κόσμος θέατρο!
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1957) -
Σ' καζβάρας τ' άσπρα εν' bουά, γιόχτσα τα μαύρα;
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Ερμηνεία: Της κουρούνας τ΄άσπρα (φτερά) είναι πιο πολλά ή τα μαύρα; -
Σ' τον νόμο θάλι 'ξείλτ'σε;
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Από κλαδί λιθάρι έπεσε; Το έλεγαν ειρωνικά σε κείνους που ανησυχούσαν γι ατειποτένια. Έλεγαν και 'ς ουρανό θαλί κρεμίστη; - Λεβ. 154 -
Σ' του Απριλιού τις δώδεκα, πέφτ' ο τσεμbρές
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Από τ΄Απριλιού τις δώδεκα πέφτει ο τσεμπρές