Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Λουκάτος, Δημήτριος Σ."
-
Α βγάλης πέρκα ψάρεψε, α βγάλης πετρολίθαρο δώστου τον ανήφορο
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1957)Ψάρεψε = συνέχισε, δώστου τον ανήφορο = φύγε, έχεις αναψαριά -
Α βρέξ' Απρίλης δώδεκα κι ο Μάης μια δυο, αξίζει παλληκάρι μου, για όλο μας το βίο
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1960) -
Α γαλτζέψει σο γαιρίδι
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Θα καβαλικέψει στο γαιδούρι -
Α δε βαφτιστούν τα νερά, δε σιάζ' ο καιρός
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1960) -
Α δε γίνη κανείς δούλος, δε γένετ' αφέντης
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1952)Παλική από τη συλλόγη Λιβιεράτου -
Α δε δης καρποζότσοφλο στη θάλασσα δε gολυbάς
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1940)Συνοδεύεται από κείμενο -
Α δε μαγερέψ' η γωνιά σου, δε χορταίν' η κοιλιά σου
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1952)Γωνιά = μαγεριό, κουζίνα -
Α δε μαλώσουν δυό καιροί, βροχή δεν κατεβαίνει
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1952) -
Α δεν έμπη η νια νύφη, δεν τιμιέται η παλιά
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1956) -
Α δεν εμπ΄ η δεύτερη νύφη, δεν αποζητιέτ' η πρώτη
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1952) -
Α δεν ήταν βόδια τα καματερά μας, ποιός θα εμπόριε ναν τα ζέψη;
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1952)Καματερό = το βόδι που οργώνει, εμπόριε = μπορούσε, ζέγνω και ζέχνω = βάζω στο ζυγό (τα βόδια στ' αλέτρι, τ' άλογα στ' αμάξι) -
Α δεν κάτσ' η πέτρα στη θάλασσα, δε μαλλιάζει
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1952) -
Α δεν κάτσ' η πέτρα στη θάλασσα, δε μαλλιάζει
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1956) -
Α δεν κλάψη το παιδί, δεν του δίν' η μάννα του να φάη
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1952)Πύλαρος, από τη συλλογή Μακρή -
Α δεν κλοτσήσ' ο γάϊδαρος, δεν τονε ξεφορτώνουν
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1952)Από τη συλλογή Λιβιεράτου -
Α δεν τ' αργάσης το πετσί, παπούτσι δεν το κάνεις
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1952)Αργάζω = χτυπώ, επεξεργάζομαι, Την παροιμία τη λένε και για το μεγάλωμα των παιδιών -
Α δεν τα ξεθεμελιώσ' ο Θιός, δεν τα γκρεμίζ' ο διάολος
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1952)Ερμηνεία: Πρώτα μας αρνιέται ο Θεός, κ' ύστερα μας παίρνει ο διάολος -
Α δεν τόνε καλέσης το διάολο, δεν έρκεται
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1952)Ερμηνεία: Οι άνθρωποι δηλ. Πάνε γυρεύοντάς τον