Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Λουκάτος, Δημήτριος Σ."
-
Πρώτο Σιρόκο αρμένιζε και δεύτερο Μαΐστρο
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1958)Πρόφτασε να πιάσης λιμάνι, γεράζει ο Μαΐστρος -
Πρώτο σιρόκο αρμένιζε και δεύτερο μαΐστρο
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1960)Πρώτη μέρα του σιρόκου είναι αλαφριά ακόμα η θάλασσα, δεύτεργ του μαΐστρου καλμάρει -
Πρώτο Σιρόκο αρμένιζε και δεύτερο μαΐστρο
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1957)Ο ένας δυναμώνει και ο δεύτερος εξασθενίζει όσο πάει -
Πρώτο σουρόκ' αρμένιζε και δεύτερα μαΐστρο
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1958)Οι σουρόκοι θ' αρχινήσουν από αβαλίδοι -
Πυκνοφύτευτο φουντάνι φυό και κρύο δεν το πιάνει
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1952)Φουντάνι (τουρκική) φιντάνι, νέο φυτό -
Πυρ, γυνή και θάλασσα και όστρια και γίδα !
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1960)Γιατί η μεν όστρια, όταν φυσήξη εδώ στο νησί καίει τα σπαρτά, η δε γίδα ό,τι φάη το δηλητηριάζει και δεν ξαναφυτρώνει -
Πώζ με δώστες σά σέρε μου, τσαί πά 'α νίψω σή χαραή μου;
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Τι μού έδωσες στά χέρια μου και τι να νίψω στό πρόσωπό μου; Όταν μας δίνουν κάτι πολύ λίγο, π.χ. Νερό ή άλλο, που δεν φτάνει στίς ανάγκες μας -
Πώς πάν οι στραβοί στον Άδη; Ο ένας κοντά στον άλλο
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1936)Για όσους είναι άβουλοι και κάνουν τυφλά ό,τι κι' οι άλλοι -
Πως πάνε, κόρακα, τα παιδιά σου; Όσο πάνε και μαυρίζουνε!
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1960) -
Πως πάνε, κόρακα, τα παιδιά σου; Όσο πάνε, μαυρίζουνε
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1936)Για τα παιδιά, ή τα έργα των κακών ανθρώπων -
Ρέμπελο τάγμα ή Ρέμπελο ασκέρι
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1939)Για τους λόχους ή τις διμοιρίες που πάνε άτακτα και κατά μπουλούκια -
Ρο – ρο, για τσ΄παράδες, για τ' αυγό!
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1940)Ερμηνεία: Όταν δηλώνουμε πως θέλουμε οπωσδήποτε αμοιβή (από παιδικό ασμάτιο, από κάλαντα) -
Ρόκκα μου κατέβαζε άδραχτή μου γύριζε, πέντε μήνες, πέντε αδράχτια πότε τα 'γνεσα η κουράφτρα
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1958) -
Ρτϊαίνει το νερό πανουφόρου
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Βάνει το νερό να πάει στον ανήφορο -
Ρώταε που θα πάς, και τήραε που θα κάτσης
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1952) -
Ρώτησαν dο μερμήντζι. Το κοτσί του κουβαλαίν' ατσομbοίο βαρύ ένι; Τσ' είπεν dι: Μο το 'μον do ζυ' έν' εβδομηνdαπέντε λίτρε
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Ρώτησαν το μυρμήγγι: Ο σπόρος που κουβαλείς πόσο βαρύς είναι; Κι' είπε: Με το δικό μου το ζύγι είναι εβδομηνταπέντε λίτρες. -
Ρώτσαν dο καμήλι, είπαν 'dι: Ο φσόνdυός σου σοτίπως εν' στραό; Τσ' είπεν 'dι το καμήλι: Τα ποίο μου μερά εν' ορτό να νάνι τσ' ο φσόνdυό μου ορτό;
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Ρώτησαν την καμήλα και της είπαν: Ο σβέρκος σου γιατί είναι στραβός; Κι είπε η καμήλα: Ποιό μέρος μου είναι ίσιο, για να είναι ίσιος κι ο σβέρκος μου;