Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Λουκάτος, Δημήτριος Σ."
-
Ζ ορασπίσας το κατζίν dου 'κου, το τσουφάλιν dου 'ς τα πελάδε τζο γλυτώνει
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Εκείνος που ακούει της πόρνης τα λόγια, το κεφάλι του δεν το γλυτώνει από τους μπελάδες -
Ζ' γουώσσας τσερεμές
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Για την προσβολή και το πλήγωμα που μπορεί να δώσει ένας κακός λόγος -
Ζ΄ ναίκας ΄ς τα σεράνdα κατζία να πγέσ΄ τόϊνα · ατσείνο πάλι νdα ΄νανοστείς και τσαί νdα πγέσ΄
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Της γυναίκας από τα σαράντα λόγια να πιάσεις (δεχτείς) το ένα · και κείνο πάλι να το σκεφτείς καλά και να το πιάσεις -
Ζ΄ ναίκας σό ράμμα μη κρεμϊέσαι· α σε πνίξει
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Στης γυναίκας το σκοινί μην κρεμιέσαι͘ θα σε πνίξει. Να μη πιστεύεις ούτε να δένεσαι με γυναίκα. Είχαν, λέει, οι γυναίκεςπου έβγαιναν στο βουνό για ξύλα ή για χόρτα, μιά τριχιά μαζί τους πάντα. Αυτό ήτανε το ράμμα. Πόντ. ... -
Ζάντζες 'ενόσουν στσυλλί, ξείλτσες σ' αν gαό αβλίχι
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Από τότε που έγινες σκυλί, έπεσες σ' ένα καλό κυνήγι -
Ζαν έχ΄ς καμό, άει στο bοταμό!
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1940) -
Ζευγαρώνει ο θεός δυο κακούς, κι' έτσι χαλάει
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1952) -
Ζη σον όηλον bίσου
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Ζη πίσω από τον ήλιο. Για κείνον που κρύβεται από τον κόσμο η που ζει δυστυχισμένος -
Ζήσε μαύρε γάϊδαρε, να φας το Μάη τριφύλλι
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1936) -
Ζήσε μαύρε γέρο, να φας το Μάη τριφύλλι
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1936) -
Ζιε, να σε βαριώμαι πέθανε να σε λυπώμαι!
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1960) -
Ζούλεπ' την gαζβάρα, να γλυμήσει το ΄φτάλμε σου
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Θρέψε τον κόρακα, να βγάλει τα μάτια σσυ. Όταν έκανες καλό κ' έβρισκες κακό. Λεβ. 33- Πόντ. Α. Π. αρ. 1262: Πεσλέεψον κορώναν, ας κρούη κ' έβγαλλ' τ' ομμάτια σ'. -
Ζουρλή κ' η μάννα του ζουρλού
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1952) -
Ζουρλούς και παλαβούς, ο Θεός δεν τσου ξεσυνερίζεται
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1952)Ξεσυνερίζομαι = λαβαίνω υπόψη, συνερίζομαι -
Ζυμώτρας, ψήστρας, κούλλουρας, χερομυλίστρας, άβγουλας
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1952)Η αμοιβή της ζυμώτρας και της ψήστρας είναι το φρέσκο ψωμί, της χειρομυλίστρας ένα – δυο αβγά. Στην Παλική λένε στ' αστεία: χερομυλίστρας ράβδουλας -
Ζω δεν έχεις, ζωή δεν έχεις
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1940) -
Ζωντανούς αγίους, μήτε νάν τσού προσκυνάς, μήτε νάν τσού πιστεύης
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1952)Δηλαδή, ανθρώπους πού προσποιούνται τον άγιο -
Η ΄ναίκα ένι ΄ς το δϊέβο τσ άβ μέ(γο) δϊέβος !
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Η γυναίκα είναι από το διάβολο πιο μεγάλος διάβολος ! Αυτό, λέει, το είπε ο Άγι- Αντώνης, όταν είδε πως μία γυναίκα έβαλε το διάβολο μέσα στη στάμνα. Δες τον αριθ. 184