Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Λουκάτος, Δημήτριος Σ."
-
Ω τατά! Πγέσα αν gλέφ'. Φέρ' τα. Τζόρτσεται. Άφ' τα τσ ε δω. Τσο 'φήνει με!
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Ε πατέρα! Έπιασα έναν κλέφτη. Φέρ' τον. Δεν έρχεται. Ας τον κι έλα δω. Δε μ' αφήνει! -
Ώρα καλή, bάρbα! Λε κ'τσιά σπέρνου!
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1940) -
Ώρας δουλειά, χρόνου αναμελιά
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1952)Αναμελιά = αμέλεια. Αναβάλλουμε καμιά φορά, ολόκληρο χρόνο, κάτι πού θά τελείωνε μέσα σε μία ώρα -
Ώσπου δεν διής Μιγάλ' Παρασκευή, Πασχαλιά δεν έρχιται
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1938) -
Ως και καφέ του 'δωκα και πέθανε
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1960) -
Ως και τ' αηδόνι που 'ν' πουλί, να παντρευτή γυρεύει, αρνήθηκε τη λεβεντιά και τη σκλαβιά χαλεύει
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1958) -
Ως τσή Μισοσπορίτισσας, μισό 'φαγα, μίσο 'σπείρα, μισό 'χω να περάσω
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1952)Της Παναγίας των Εισοδίων (21 Νοεμβρ.), ο γεωργός έχει μοιράσει σε τρία τη σοδεία της χρονιάς -
Ωχ αδριφέ! Τσ' γούννας ιμ μανίκ' είνι;
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1940)Δηλαδή τι με μέλει; Δικό μου δεν είναι. -
Ωχ αυγερινός κι πούλια που αδειάζει τα σακούλια
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1940)