Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Λουκάτος, Δημήτριος Σ."
-
Η ΄ναίκα ένι ΄ς το δϊέβο τσ άβ μέ(γο) δϊέβος !
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Η γυναίκα είναι από το διάβολο πιο μεγάλος διάβολος ! Αυτό, λέει, το είπε ο Άγι- Αντώνης, όταν είδε πως μία γυναίκα έβαλε το διάβολο μέσα στη στάμνα. Δες τον αριθ. 184 -
Η ΄ναίκα έχει μακρά μαλλιά ͘ άμα τ΄ αχίλι τς εν λειψό
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Η γυναίκα έχει μακριά μαλλιά ͘ όμως ο νους της είναι λειψός -
Η ΄ναίκα εν΄ λίμbλη, άνdραζ εν bοτάμι
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Η γυναίκα είναι λίμνη, ο άντρας είναι ποτάμι. Η γυναίκα κάθεται στο σπίτι, ο άντρας τρέχει έξω για τις δουλειές -
Η ΄ναίκα εσ΄ ογτά ιμάτε ͘ ότιζ΄ α κατζέψει, φοραίνει τα τόϊνα
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Η γυναίκα έχει εφτά πουκάμισα · όποιος θα μιλήσει, του φορεί το ένα -
Η ΄ναίκα το δϊέβο εμbασεν dα σο κουμνί
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Η γυναίκα το διάβολο τον έμπασε στη στάμνα. Μια φορά ο Άγι- Αντώνης στεναχωρέθηκε που δεν τον άφηνε ήσυχο ο δαίμονας. Πάει μία γυναίκα και του λέει : Εγώ θα σε γλυτώσω. Βρίσκει το διάβολο και τον ρωτάει : Αφού λες, πως ... -
Η άδικη κατάρα τριγυρίζ' όλη μέρα, και το βράδυ ξανάρκεται στο νοικοκύρη της
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1952)Δηλαδή δ' εκείνον που την ξεστόμισε -
Η Άρτα είναι χρυσός μπαξές, κλουβί με πέντ' αηδόνια
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1955)Το χρυσός μπαξές το λένε και για τα πορτοκάλια της -
Η άσπρη θέλει κόκκινα, η γαλανή γαλάζια, κ΄ η καθαρομελάχρινη άσπρα και λουλουδάτα
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1952)Εννοεί τα φορέματα που ταιριάζουν στην κάθε μιά -
Η αγάπη δεν είναι δεντρί, δεν είν' ανθί να πέση, παρ' είναι βάτος με κλαρί, κι' αγλιά 'πό ' κειόν π' αντέση
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1952)Αγλιά = αλίμονο, αντένω = ντένω, μπλέκω -
Η αγάπη κ' η πραμάτεια, θέλει πόδι', αφτιά και μάταια
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1952)Πραμάτεια = εμπόρευμα -
Η αγάπη πα' ομπροστά
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1952)Αγαπάει κανείς περισσότερο τους καινούριους φίλους ή συγγενείς που κάνει, παρά τους παλιούς -
Η αγάπη, ανάθεμάτη, στην αρκή είναι γλυκιά, μα στη μέση πιπερίζει, και στο τέλος είν' πρικιά
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1952)Πιπερίζει (πιπέρι)καίει, πρικός = πικρός -
Η αδερφή τον αδερφό χρυσό σταυρό τον έχει, κι ο αδερφός την αδερφή στην πούντα του σπαθιού του
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1952)Πούντα (ιταλ.) = άκρη, όπως και του αρ. 491 -
Η ακνιά παιδί δεν κάνει, κι' αν το κάμη, δεν προκόβει
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1952)Ακνιά = τεμπελιά, οκνηρία -
Η αλ'πού εκατό χρονώ, τ' αλπόπουλο εκατό δέκα
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1958) -
Η αλέστα έτρωε πίτα κ' η κουτή έστεκε κ' εκοίτα
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1952)Αλέστος (ιταλ.) = γρήγορος, σβέλτος