Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Λουκάτος, Δημήτριος Σ."
-
Εψές με τα κοφίσια μας και με τσου μπακαλιάρους, σήμερα με τσι τσάπες μας σαν τσου παλιογαϊδάρους
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1952)Το λένε οι χωρικοί για την ημέρα των Βαΐων. Συνηθάνε εκείνη την ημέρα στην Κεφαλλονιά να τρώνε σκορδαλιές (αλιάδες) με μπακαλιάρο και κοφίσι (αγγλ. stock-fisch), ένα ψάρι παστό, σκληρό σαν ξύλο, που το μοσκεύουν στο νερό ... -
Εψές ψόφησ' ο χοίρος μουμ προψές ο γάδαρός μου και ψες πέθαν' ο άντρας μου. Για πήτε μου, γειτόνοι, ποιόνε να πρωτοκλάψω. Άντρα μου, χοίρο, γάϊδαρε, καλέ μου νοικοκύρη οπού σ' είχα και προκοπή δεν είχα
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1960)Από το Βασιλ. Μαυρομάτη, Εμαγνητ. Η αναγγελία, τανν. Β, αρ. 15 -
Ζ ορασπίσας το κατζίν dου 'κου, το τσουφάλιν dου 'ς τα πελάδε τζο γλυτώνει
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Εκείνος που ακούει της πόρνης τα λόγια, το κεφάλι του δεν το γλυτώνει από τους μπελάδες -
Ζ' γουώσσας τσερεμές
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Για την προσβολή και το πλήγωμα που μπορεί να δώσει ένας κακός λόγος -
Ζ΄ ναίκας ΄ς τα σεράνdα κατζία να πγέσ΄ τόϊνα · ατσείνο πάλι νdα ΄νανοστείς και τσαί νdα πγέσ΄
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Της γυναίκας από τα σαράντα λόγια να πιάσεις (δεχτείς) το ένα · και κείνο πάλι να το σκεφτείς καλά και να το πιάσεις -
Ζ΄ ναίκας σό ράμμα μη κρεμϊέσαι· α σε πνίξει
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Στης γυναίκας το σκοινί μην κρεμιέσαι͘ θα σε πνίξει. Να μη πιστεύεις ούτε να δένεσαι με γυναίκα. Είχαν, λέει, οι γυναίκεςπου έβγαιναν στο βουνό για ξύλα ή για χόρτα, μιά τριχιά μαζί τους πάντα. Αυτό ήτανε το ράμμα. Πόντ. ... -
Ζάντζες 'ενόσουν στσυλλί, ξείλτσες σ' αν gαό αβλίχι
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Από τότε που έγινες σκυλί, έπεσες σ' ένα καλό κυνήγι -
Ζαν έχ΄ς καμό, άει στο bοταμό!
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1940) -
Ζευγαρώνει ο θεός δυο κακούς, κι' έτσι χαλάει
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1952) -
Ζη σον όηλον bίσου
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Ζη πίσω από τον ήλιο. Για κείνον που κρύβεται από τον κόσμο η που ζει δυστυχισμένος -
Ζήσε μαύρε γάϊδαρε, να φας το Μάη τριφύλλι
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1936) -
Ζήσε μαύρε γέρο, να φας το Μάη τριφύλλι
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1936) -
Ζιε, να σε βαριώμαι πέθανε να σε λυπώμαι!
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1960) -
Ζούλεπ' την gαζβάρα, να γλυμήσει το ΄φτάλμε σου
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Θρέψε τον κόρακα, να βγάλει τα μάτια σσυ. Όταν έκανες καλό κ' έβρισκες κακό. Λεβ. 33- Πόντ. Α. Π. αρ. 1262: Πεσλέεψον κορώναν, ας κρούη κ' έβγαλλ' τ' ομμάτια σ'. -
Ζουρλή κ' η μάννα του ζουρλού
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1952) -
Ζουρλούς και παλαβούς, ο Θεός δεν τσου ξεσυνερίζεται
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1952)Ξεσυνερίζομαι = λαβαίνω υπόψη, συνερίζομαι -
Ζυμώτρας, ψήστρας, κούλλουρας, χερομυλίστρας, άβγουλας
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1952)Η αμοιβή της ζυμώτρας και της ψήστρας είναι το φρέσκο ψωμί, της χειρομυλίστρας ένα – δυο αβγά. Στην Παλική λένε στ' αστεία: χερομυλίστρας ράβδουλας -
Ζω δεν έχεις, ζωή δεν έχεις
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1940) -
Ζωντανούς αγίους, μήτε νάν τσού προσκυνάς, μήτε νάν τσού πιστεύης
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1952)Δηλαδή, ανθρώπους πού προσποιούνται τον άγιο