Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Λουκάτος, Δημήτριος Σ."
-
Σα δε θέλ'ς να ζ'μώσ'ς δέκα μέρες κοσκινίζ'ς
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1940) -
Σα ματαγένω νύφη, ξέρω και προσκυνάω
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1956) -
Σα μη φυσήσει άνεμοζ, ο τσαλούς τζο σαλεύει
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Αν δε φυσήξει αέρας, το κλωνάρι δε σαλεύει -
Σα ξερά 'νάμεσα τσαίνdαι τσαι το χουωρά
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Ερμηνεία: Μαζί με τους κακούς παθαίνουν κι οι καλοί -
Σά 'μbρό μου τό μέρο έν' dενίζι, σά πίσου μου τό μέρο έν' σοιρίδι. Πού 'ά υπάω;
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Στό μπρός μου τό μέρος είναι θάλασσα, στό πίσω μου τό μέρος είναι αγριογούρουνο. Πού νά πάω; Όταν κανείς βρεθεί ανάμεσα σε δυό κινδύνους. Πόντ. Α. Π. αρ. 145: Άπεμπρ' λιμνίν, κι' αποπίσ' θάλασσα -
Σάμ΄ ές ψωμί, τσίπ σαϊτιέν σε σαμού τζό΄ς ψωμί, κανείς τζο σαϊτιέ σε
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Όταν έχεις ψωμί, όλοι σε λογαριάζουν, όταν δεν έχεις ψωμί, κανείς δε σε λογαριάζει -
Σάν τά σκυλιά στό λέσ' μάς τραβάνε
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1959) -
Σάπια γνέματα, παλιά πανιά
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1952)Όταν οι πρώτες ύλες είναι σάπιες, και τα υφάσματα θα 'ναι σάπια -
Σάπια γνέματα, παλιά πανιά
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1956) -
Σάπια γνέματα, παλιά παννιά
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1936)Για τους φιλάργυρους που δεν χαίρονται τα έξοδα τους, ή μεταφορικώς για τα αποτελέσματα κακών πράξεων -
Σάφτισανε τ' άστρα bρόν dου
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Αστράψανε τ' άστρα μπροστά του. Όταν κανείς έτρωγε δυνατή χαστουκιά ή τον χτυπούσαν στο κεφάλι -
Σαββάτο τα Χριστουγεννα, πολλά κορμιά στον Άδη
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1952)Πρόληψη, πως η χρονιά αυτή φέρνει θανατικό (πολέμους, αρρώστιες κ.λ.π) -
Σαγιργϊέναν dα 'τία μου
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Κουφάθηκαν τ' αφτιά μου. Όταν οι άλλοι φωνάζουν πολύ. - Ποντ. Δ.Π. Αρ. 113: Εκώφωσες τ' ωτία μ'. -
Σαμ' α 'ινώ νύφ' α προστσυνάω
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Όταν θα γίνω νύφη, θα προσκυνάω -
Σαμού 'ηρανέσκει α ντομάτ' τ' αχίλιν dου λείφτει
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Όταν γερνάει ένας άνθρωπος ο νους του γίνεται λειψός -
Σαμού ες ψωμί, είσαι τσαί πολύ αχιλλούς
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Όταν έχεις ψωμί, είσαι και πολύ έξυπνος. Δηλαδή : τότε οι άλλοι ακούνε τα λόγια σου, ή σε κολακεύουν πως μιλείς σωστά. Ποντ. Δ. Π. αρ. 170 : Εχεμένον ΄ίνεται και αχουλλής -
Σαμού θωρείς α σεμαδεμένο νομάτ', φύε μακρά
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Όταν βλέπεις σημαδεμένο άνθρωπο, φύγε μακριά