Εναλλαγή πλοήγησης
Ελληνικά
English
Ελληνικά
Ελληνικά
English
Σύνδεση
Εναλλαγή πλοήγησης
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
DSpace at KEEL: Πρόσφατες εγγραφές
Αποτελέσματα 5961-5980 από 142579
Πιο κάτ’απ’το Γεφύρι,ανεβαίνοντας τη στροφή είναι μια γούρνα απ’βρήκανε λεφτά (1958)από Τούρκους (35.000 πεντόλιρα). Ένας δασοφύλακας πήγε και βρήκε το πιθάρι σπασμένο και δόγμα (=δείγμα ένα πεντόλιρο). Έφτιαχναν το δρόμο οι δικοί μας και δεν εκατάλαβαν τίποτα. Ήρθαν Τούρκοι με σχέδιο, ντυμένοι γυρολόγοι, με αυτοκίνητο μερσεντές και πήγαν κατευθείαν εκεί αφού γύριζαν στον Κέδρο με το εμπόρευμα.Νύχτα...
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1959
)
Το όνειρο για το θησαυρό
Ένας Σιαννίτης, πάνε τώρα πολλά χρόνια είδε στον ύπνον του έναν Αράπη και του ‘πε να σκάψη στές Βάσες (κοιλάδες) και θα βρή ένα πιθάρι φλουριά. Του παράγγειλε δε ο Αράπης πως σαν παέννη να μη γυρίση πίσω του. Ο χωρικός εξέχασε εγύρισε πίσω είδε τον Αράπη κι ‘ επέθανε
Βρόντης, Αναστάσιος
(
1930
)
Για να βρεθή ου θησαυρός χρειάζιτι σιδηρόχουρτου κι αντίκα. Του σιδηρόχαρτου είνι ένα χουρτάρ’ που άμα τα’ αγγίξς ή σι πόρτα κλεισμέν’ ή σι κασσέλα τα ανοίγ’ . Η αντίκα πάλι είνι ένα νόμισμα αρχαίο. Αυτό βοηθάει για ν’ άνοίξ’ ου θησαυρός. Ου θησαυρός είνι κρυμμένους στη γή κι είνι κλεισμένους κι μαλαματένια πόρτα. Αυτή ανοίγ’ κι του σιδηρόχουρτου κι μι την αντίκα.
Λουκόπουλος, Δημήτριος
(
1925
)
Απάνω στη Σικιλιά είναι μια σπηλλιά τσαί φτάννει απ’ την κορφή ως τον Λαμό τσαί ίνε πώς να ετσεί ετσυλούσαν οι λόρδοι τις λίρες τους. Τσά πολεμήσαν πολλοί να πάμ-μίσα για να τα βρούμ-με λαμιόδη μα σαν επηγαίνναν κομμάτιν κάτω εφύσαν ένας αέρας τσαί σβύννουνταν το φώς τα’ εχαννούνταν.
Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου
(
1918
)
Στορνάρι
Κάτω από τη μεγάλη σιδερόπετρα, στο δάσος Βαθύ Πετρουλιού, κατά την παράδοση οι κλέφτες, κρύψανε θησαυρό. Η πέτρα αυτή είναι ασήκωτη. Κι’ όταν οι χωριανοί θελήσανε να την σπάσουν, ακούσανε να βγαίνει από κάτω της μια προσταχτική φωνή : ‘’μη μη η η η – φευγάτε ε ε’’. Έκτοτες κανένας δεν τα’ολμησε να σηκώσει ή να σπάσει την πέτρα, γιατί φοβερό στοιχειό, φυλάει το θησαυρό
Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ.
(
1948
)
Ο αράπης βόσκων χρήματα
Τα μεσάνυκτα κι’ ακόμη και το μεσημέρι ο αράπης βγαίνει και βόσκει τα λεφτά του εκεί που κρατάει και όποιος ρίξη σκουτί και πλακώση τίποτα κάθεται. Μια φορά λοιπόν μια γυναίκα μάζευε φύλλα και άκουσε σφουρίγματα και είδε από κάτου από την μουργιά να κυλάνε κάτι στρογκυλά γυαλιστερά.Ρίχνει λοιπόν τον σάκκο της και πλάκωσε ένα από δαύτα,κατέβηκε και το πήρε και χάρηκε η άμοιρη αλλά άξαφνα βλέπει έναν...
Ζαλούμης, Γ.
(
1914
)
Ένας Κ.Αυφαντής απ’ την Αράχοβα νειρεύτηκε. Παρουσιάστηκε ένας γέρος και του είπε : να ειπής του γυιού σου, όσα λεπτά ηύρε,του αρκούνε και να μην ψάχνη γι’ άλλα. Κίνησε αυτός και πήγε στον πατέρα του, τον Κορόια και του τα είπε αυτά. Το παιδί του, που έχει πεθάνει τώρα,αλήθεια ηύρε χρήματα στο Ντζιακράρη, αλλά ξακολούθαε να ψάχνη κι ΄πεφκειασε και καινούργιο σπίτι. Κάποτε όμως ανέβηκε απάνω στο σπίτι...
Λουκόπουλος, Δημήτριος
Οι βοσκοί είχανε ένα βοσκό που ‘τανε φερμένος από την Κρήτη, διωγμένος από τσι Τούρκος. Αυτός ο βοσκός επαντρεύτηκε εδώ στη Μήλο κ’ είχε καμωμένο κ’ ένα γκωπέλλι. Αυτός εκεί που έμενε στον Κήπο είχε παλαιά κτήρια με μεγάλες πέτρες πελεκημένες όπου εφαινούντανε πως ήτανε παλιά πύργος. Είδε κι αυτός ένα όνειρο να σηκώση εκεί μερικές μεγάλες πέτρες και θα βρή φλουριά. Τα φλουριά αυτά είναι στοιχειωμένα...
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1959
)
Η μάνα μου μας έλεγε μια βολά πως στο χωράφι της στα Κατελύματα στον Αφιάρτη είχαν ένα Μενεδιάτη που το ‘σπερε εθήμισο. Μια χρονιά επήγε στο στάβλο του ένας άθρωπος και του ‘πε : < Έλα πλιό να πάρης από το χωράφι τα πράματά σου και δεν ημπορώ να τα φυλάω>. Εκείνος ήξερε πως δεν είχε τίποτε παρατημένο στο χωράφι κι’ εκατάλαβε πως ήτο κάτι καλό χαμπάρι. Την ώρα που ετοιμάζετο να πάη σαν να μυρίσθη κάτι...
Μιχαηλίδης – Νουάρος, Μιχαήλ Γ.
(
1932
)
Διηγήσεις περί Θησαυρών
Σ σού Χαμψή το σπίτι, ‘ς σ’ Απουκά την Εγκλεσία αν επίσου, ‘ς σού Παπποπ’ανιου και του Καραπάση τα πεγάδια ανάμεσα, κάτι ευτάεινανε, ετιμάρευαν ατο, ‘ κί ξέρω ; Αφότ’ εσγάλεινεν ένας ερίφης, σάγκ! Κάτ εντώκε. Ντρανούν κ’ εβγάλλουν έναν τέντζερα φλιουριά. Τσέμ ηύρεν ατα, επήρεν ένα βουρέαν του λό’ ατου, άμα σεράντα μέρες , κ’ εδήβεν, εσπαρέαν ας σή μακελέαν το εδώκεν κάτ’. Την τέντζεραν επήρεν ατ’...
Βαμβακίδης, Ιορδάνης
(
1941
)
Βλισείδι = Θησαυρός, όν ευρίσκομεν σκάπτοντες την γήν , αφού πρώτον ονειρευθώμεν αυτόν επί τρείς συνήθως νύχτας συνεχώς. Ο λαός παραδοξάζει ότι αν τις δεν συμμορφωθή προς τας υποδείξεις του ονείρου, το βλισίδι ή μετατοπίζεται εκ της θέσεως του ή μεταβάλλεται είς κάρβουνα9άνθρακες ο θησαυρός). Επίσης παραδοξάζει ότι αν τις κοιμηθή εις τόπον, υπό τον οποίον κρύπτεται θησαυρός,θα υποστή μίαν περίεργον...
Παπαγεωργίου, Ιωάννης
(
1913
)
Διηγήσεις περί Θησαυρών
Άς σου Πούφο μια γυναίκα, νέισα γραία, ‘ κί θυμούμαι, ‘ ς σο Μάλι είχανε σπίτι, είδε ‘ς σ’ όρωμαν άτες ‘’να πάς ‘ ς σο τάετιν τη μερέα, και να βρίσκης ένα θησαυρό’’. Αυγή αυγή σηκούται ατέ και πάει, Άη- Γιάννου ήτον κιόλα, το ‘’έμπα ήλιε’’. Σ σ’ωρωματιάχτεν τον τόπον κουντά ίσα ίσα θωρεί έναν αξίας δαχτυλίδι. Παίρει άτο κι ας σο φόβον άτες, του σωρού φέει, πάτα πάτα εχτύπανεν η καρδία ‘τες. Ε πέκει...
Βαμβακίδης, Ιορδάνης
(
1941
)
Πολλές φορές από τ’ Όθους φαίνεται μέρα μεσημέρι μια λάμψι μεγάλη είτε στο Λακκί του Νουάρου στον Άι – Γιώργη στοίς Κοπρές, είτε παραόξω στη Μηλιτρού και πολύς κόσμος είδε να μεγαλώνη και να ψηλώνη η λάμψι ως τον ουρανό κι ‘ ύστερα σιγά σιγά να κατεβαίνη και να σβήνη. Λέγουν πωε είναι η λάμψι των φλουριών που βγάζει όξω ο Αράπης και τα ‘λιάζει. Αν έχης τύχη, μπορεί να πάς να τα βρής. Ακόμη στη χοχλακουρά...
Μιχαηλίδης – Νουάρος, Μιχαήλ Γ.
(
1932
)
Ήτανε ένα κορίτσ’ ορφανό. Παντρεύτηκαν τ’ αδέρφια του κ’ έμεινε μόνο του στο σπίτι. Αναγκάστηκε να πάη στην αδερφή της να μένη κοντά στο γαμπρό της. Όταν πήγε εκεί ωνειρεύτηκε ότι πήγαν δυό στο προσκεφαλό τα’ και το λένε. Στη κάμαρα που κάθεσαι στο πρώτο σπίτι να σκάψης και θα βρής θησαυρό. Θα βρής μία τρίγωνη πέτρα με γράμματα πρώτα. ‘Όταν θα προχερώσης θα βρής ένα νόμισμα σα μεζίτι Τουρκικό. Σε...
Ήμελλος, Στέφανος Δ.
(
1961
)
Ο Αράπης
Μια φορά ένας φτωχός γέρος πήγε να μάση ξύλα και τον έπιασε η βροχή και μπήκε σε μια σπηλιά. Εκεί βλέπει και τι να ιδή! Έναν αράπη! –Γειά σου, παιδί μου- Καλώς το γέρο- Πώς τα περνάς γέρο του λέει ο Αράπης- Πώς να τα περάσω, παιδάκι μου, φτώχια ο κακομοίρης. –Έλα δώ, του λέει ο Αράπης και τον μπάζει σε μια άλλη τρούπα, που είτανε γιομάτη φλουργιά. Πάρε, του λέει, όσα θέλεις. Τότε λοιπόν πήρε, πήρε...
Ζαλούμης, Γ.
(
1914
)
Εν του Χατζησώζα που τηγ Καλαβασόν.
Υπάρχουσι δύο εκδόσεις. Κατά την πρώτην , χωρικός εκ Πάφου άτεκνος και χωρίς κληρονόμον, επειδή εκάστοτε που ηύξανεν η περιουσία του, έβλεπε εις τον ύπνον του κάποιον να του επαναλαμβάνη ‘’είντα βασανίζεσαι, έν τζ’ έδ δικά σου, έν του Χατζησώζα που τήγ Καλαβασόν ‘’ εθύμωσε και αφού επώλησεν όλα τα κτήματα του έθεσε το αντίτιμον είς κορμόν δένδρου και το έρριξεν είς την θάλασαν λέγων συγχρόνως’’ άς...
Κυριαζής, Νίκος Γ.
(
1940
)
Θησαυρός και παππάς
Κοντά ‘ς τη Ζαραφάνη κατά την Πέρπαινη είναι ένας πύργος Βενετσάνικος, τονε λένε Στέρνα, γιατί είναι στέρνες που τοις είχανε για να αποθηκεύουνε νερό οι παλαιοί. Σε κείνο το μέρος παλαικά πηγαίνανε γυναίκες για περνοκόκη. Μια μέρα κάτι γυναίκες ανεβήκουνε ‘σ τον πύργο πο μια σκάλα που είχε μια πενηνταριά σκαλιά, και κεί πάνου είδανε έναν παππά με γένεια πολύ μεγάλα και με ένα μάτι στο κούτελλο κόκκινο...
Μέγας, Γ.
;
Δικαίος
Πολλοί και διάφοροι προλήψεις επηραίονται παρα’τω λαώ περί του αθευρισκμένων εντος της γης αρχαίων θησαυρών.Μια τούτων είναι και η εξής :Οι ευρίσκοντες θησαυρόν,άλλον ανασκαύζωσιν αυτού,οφείλουσι ωρών ή εγγίσσωση αυτού να αυξήσωσι να πέσωσιν επ’αυτού σταγόνες τινές αίματος ή εκ του ιδίου σώματος ή εκ τινός τούτο κομισθεύτος ζώου,άλλως έχουσι να υποφέρωσι τα πάνδεινα και να πάθωσι σωματικώς παραβαίνοντας...
Ζωγραφάκης, Ιωάννης Ν.
(
1892
)
Διηγήσεις περί Θησαυρών
Σ σού Φτωχόλου το σπίτι , ‘ ς σο Μάλι εφουρκάλειναν το κατώϊν άτουνα καλά και τ’ άλλον την ημέρα πάντα ευρίουτουν αχαμελά έναν τόπος σερπεμένο σαχτάρια, έναν τόζι. Σ’ σή μέσην απάνου πάλι ήτον έναν πραδέα, αέκα. Ελέεινανε πως εκεί πουκά ένι κρυμένο θησαυρός και θέλει να κόγτουν άνθρωπον και να παίρκεται. Μίαν εκατήβε ‘ς σο Γοίνιο μία πιλίσισσα και τα δουλείες ατες όλα ‘κ’ εξεποίκε, ποιος ξέρει , να...
Βαμβακίδης, Ιορδάνης
(
1941
)
Καθότανε κάποιος σ’ένα σπίτι. Δεν ήταν δικό τ’. Η γυναίκα τ’ εκεί μέσα έκανε ούλο αποβολές. Σκέφτ’ κε λοιπόν αυτός : ‘’Σταυροί θα έχ’εδώ, λεφτά θα έχ’’’. Κι’ έσκαψε και βρήκε Θησαυροί. ( Ήτανε πλούσιοι κι’ είχανε κάτ’ από τα σκαλοπάτια θαμμένα χρήματα και σταυροί. Πεθάνανε αυτοί και βρέθηκαν αυτά) Το στ’χιό κατοικεί όπυ είναι θησαυροί. ‘Όταν βρής το θησαυρό, πρέπ΄’ να σφάξ’ς όρθα για να μη χαθή και...
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1940
)
«
»
Πλοήγηση
Όλο το Αποθετήριο
Αρχείο & Συλλογές
Τόπος καταγραφής
Χρόνος καταγραφής
Συλλογείς
Λήμμα
Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Ευρετήριο πηγών
Κείμενα
Ο λογαριασμός μου
Σύνδεση