Toggle navigation
Ελληνικά
English
English
Ελληνικά
English
Login
Toggle navigation
Recent submissions
Homepage
Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
Παραδόσεις
Recent submissions
Homepage
Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
Παραδόσεις
Recent submissions
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
Παραδόσεις: Recent submissions
Now showing items 3181-3200 of 6798
Ο γκρεμισμένος κι ο σκοτωμένος άθελά τους βγαίνουν ''ησκιώματα''. Τα αίματα πρέπει να καθαρίζωνται και να ρίξη και ο παπάς τρισάγιο.
Οικονομίδης, Δημήτριος Β.
(
1959
)
Ντραγάνος
Στο κομμένο απότομο βουνό Μουντζέλο, απέναντι απ’το χωριό Αιβάν ανοίγεται ανάμεσά του, το στόμιο μεγάλης σπηλιάς, που οι χωριάτες νοματίζουν ‘’Σπηλιά Ντραγάνου’’. Η σπηλιά είταν γεμάτη από παμπάλιες κυψέλες αγριομελισιού. Κανένας δεν μπόρεσε ν’ανεβεί εκεί για να μαζέψει το μέλι. Κάποτε πέρασε στο χωριό, ένας ξένος, που λεγότανε Ντραγάνος. Αυτός είπε πως μπορεί να φτάσει στη σπηλιά για να μαζέψει το...
Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ.
(
1948
)
Στο Λιάτο (ανατ. Του χωρίου) μια γεναίκα είχε σκοτωθή και δεν ηξεύραν που 'το και την γυρεύαν χωρίς 'ά ξέρουν πως είχε σκοτωθή και την βρήκαν αφ'τον αντίλαλο, φώναζε πολύ το αίμα.
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
(
1964
)
Στη Βρύση εν ηννάφταν μόνο καντήλι, παρά ηθυμιάζαν κιόλα και το θυμιαστήρι (δ)εν υπόλειπε που την γόση (κόγχη) που 'ναι (δ)ίπλα στο θολάρι, και το λα(δ)ικο. Κι όψος (όποιος) ηπέρνα-ν-πο κειά για (ή) ηπάαιννε στο νερό κι ήβρισ'σέν το σβυστό, ήνναφτε το καντήλι, γιατί ηφο(β)άτο-ν-τό Στοισειό. Κι ΄ςζουν να πούσι, πως μια-φ-φορά ήπηεν το μεσημέρι μια (γ)υναίκα να (γ)εμίσει κι επει(δ)ής ήτον το καντήλι...
Ζερβός, Ιωάννης
(
1958
)
Το ήσκιωμα του Μπέσια
Η μανίτσα μ’κι η μαλέκω μι (γιαγιά) πάηναν κάποτι ψωμί στους αργάτες. Ήταν θερτής. Η μαλέκω μ’ μπροστά τσι η μανίτσα μ’πίσω. Καννιά βολά γυρίζει πίσω η μανίτσα μ’ και τι να δή. Ένας σαν παπάς ντυμένος,σαν καλόγερος. –Μανίτσα μ’, φίδι που με κουλουριάσε. Είπε η μάννα μ’. –Μη σκιάεσαι, ψυχούλα μ’, το ‘’Πάτερ ημών’’ πές και ίτσιου μη σκιάεσαι, της είπε η μαλέκω μ’. Μόλις έφθασαν στο κόνισμα παρουσιάζεται...
Ιωαννίδης, Κωνσταντίνος Θ.
(
1963
)
Το ήσκιωμα του Φωτο-Δράκου
Στου Φωτο-Δράκου το ρέμα υπάρχει ένα ήσκιωμα, που πετροβαλάει όποιον άνθρωπο περάσει απ'εκεί. Τις κοτρώνες τις ρίχνει απ'την κορυφή και πέφτουν με κρότο μέσα στη βέρα (δεξαμενή νερού). Δεν κάνει να περάσης απ' εκεί μέρα μεσημέρι.
Ιωαννίδης, Κωνσταντίνος Θ.
(
1963
)
Πάνω στα Σκαλιά έσει μια βρύση άμα ήθελαν να πάσι στο νερό, ηβαστούσασι θυμιατό κι ηθυμιάζαν το, γιτί είχε Στοιχειό έναν φουστενελλά, ο ένας του πάς (πόδι) ήτον μες το νερό κ'ι' ο άλλος στο φραμό κοντά, ένα μίλι αλάργα. Άμα θα μπή καμμιά (γ)υναίκα πάνω στο πηάι γγίζεται ευτύς. Στον παλιό καιρό ηννάβασι κι ένα καντήλι για το Στοισειόν της βρύσης. (γγίζεται= την αγγίζει το Στοισειό της βρύσης και παθαίνει...
Ζερβός, Ιωάννης
(
1958
)
Το ήσκιωμα στο Χτένι
Η Νικολό Στορογγίνα είδε, όπως έλεγε, ένα μεσημέρι τον Αλωνάρη, ένα καβαλλάρη, που έρριχνε πέτρες. Περνούσε τ'άλογο απο πάνω της και δεν την πατούσε. Λέν πως εκεί σκοτώθηκε κάποιος με τ'άλογο του.
Ιωαννίδης, Κωνσταντίνος Θ.
(
1963
)
Του Βασίλως το περνάρι.(Ήτανε κάποια Βασίλω.)Απο 'δώ φοβούνται να περάσουνε νύχτα ή μεσημέρι, γιατί εσκοτώθηκε ο Κουνούβελος. (χρόνια 1900). Εγκρεμίστηκε στον γκρεμό.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1957
)
Στη Βιτσιλιά (νοτ. Του χωρίου) ακουόταν αντίλαλος, εκεί είναι ένας εγκρεμνός κ'εκεί έπεσε μια γεναίκα απ'την αβραμιττιά που πή'ε (ν)α μαζέψη αβραμίττια κ(αι) εσκοτώθη και το αίμα της φώναζε κ'έκαμνε αντίλαλο.
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
(
1964
)
Άμα ακούς να λέγουν για στοιχειά, να φέρνης τα χέρια σου κοντά στο στόμαν και να φτυής μέσα στα μανίκια σου τρείς φορές.
Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου
(
1925
)
Το στοιχειό της Λαγκάβιτσας
Εμείς, μώρ'ψυχούλα μ', ξέρεις τι νερό θα 'χαμαν στο χωριό. Να πνίξωμε τον κάμπο, αλλά βλέπεις, τσάκισε ο στραποκαμένος (διάβολος) το ποδάρι του. Άν πάς καννιά βολά στου Λειά, πες στους Περιβολιώτισσα. Ακούει μια αχολοή μεγάλη που έρχονταν απ'τα κατάβαθα. Κάνει έτσι και τι να δή, ένα στοιχειό, άλλο να το έβλεπες κι άλλο να στο πώ. Από την τρύπα που βγήκε το στοιχειό έτρεχε νερό, αλλά βάζει το γουργιατό...
Ιωαννίδης, Κωνσταντίνος Θ.
(
1963
)
Ο Σεληνούς(Ποτάμι της Βοστίτσας)
Ο Σεληνούς έχει δικό του στοιχειό μια γριά λάμια. Όταν εξεκίνησε την πρώτη φορά το ποτάμι για να πάη στη θάλασσα, επήγαινε μπροστά η γρκά και με μια βέργα στο χέρι το πδήγαγε στον ίσο δρόμο. Όταν έφτασε στον κάμπο του Αιγίου (Βοστίτσας) ένας Αράπης δράκοντας της έκοψε το κεφάλι και για τούτο το ποτάμι, πρίν φτάση στη θάλασσα δεν πάει τον ίσο δρόμο, αλλά σκορπάει εδώ κ'εκεί, όπως θέλη και κάνει μεγάλαις...
Κορύλλος, Χρήστος Π.
(
1926
)
Είχα μια κυράτσα και μας έλεε ότι εδούα κάτω στου Κρητικού την Ελιά (νοτ.) έχει μια κρεμάρα (σπηλιά) εκεί εκελλαρώνανε (=αποθηκεύανε) τα συκά. Ο πατέρας της κυράτσας αυτής είχε το κριθάριν του στ’αγγειά μέσα και κάθε Σαββάτο επάαινε ο πατέρας της κ’έπιανε κριθάρι και το ‘φερνε στο σπίτι για να το φρύξη η γεναίκα του και το ‘φερνε στο σπίτι για να το φρύξη η γεναίκα του και ‘ά κάμη την κουμπάνια του...
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
(
1964
)
Μνιά βολά ο Γενναρομανώλης είχε ‘κειά κάτω ‘ς το Καστέλλι τα ο-ζά ντου και τα βούια ντου. Και μνιά νάργατινή επήγαινε τω παιδιών του ψωμί και κριάς και το κριάς ήτον-ε κλεψίμνιο. Κ’ήτον-ε μεθυσμένος, κι’οτέν εβγήκαν-ε τα βούια, εκούμπισε ‘ς ένα γκόκκινο βούι. Και του ‘λέγαν τα παιδιά ντου. –Μη , τατά, γιατί δα’ξεσύρη το βούι και δα γκρεμιστής. Σε λίγη ώρα το βούι εξέσυρε, κ’εγκρεμίστηκεν-ε, και του...
Ζωγράφος, Χρηστάκης
(
1896
)
Δυό παιϊά μια μέρα ‘κεί που κάμναν το καμίνι όξω στου Κοίλου την Λαγκά (ανατ.) μεσημέρι ήτο μπίζιλη ώρα είναι αυτή (μέσ’στη ζέστη) κι έκουσαν Αντώνη Αντώνη τον ένα απ’τους δυό τον λέαν Αντώνη και ‘ύρισε ο Αντώνης κ’είδε ένα ψηλόν π’ανέβαινε και είχε κ’ένα πάπλωμα άσπρο κ(αι) εβάστα. Το παιί απήντησε ‘έν ήξευρεέπρεπε ‘ά μην απαντήση. Άμα απήντησε έπαθε γκόλωμα, γκολώθηκε (στράβωσε η μούρη του). Αμέσως...
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
(
1964
)
Μνια φορά επήγαινε 'ς τη Χώρα ο Λαμπροκωσταντής. Κι οντέν επέρνανε 'ς τον Άι Σάββα είδεν-ε κ'εκάθουντανιε 'ς τσύ νώμους ντου δυό κεφαλές. Και ό,τι ώρα τσ'είδε, 'φοβήθηκε κ'επήγε ως τον Αρμυρό. Και 'ς τον Αρμυρόν είπεν-ε. Άγιε Σάββα μου, βοήθηξέ με, και κάθα χρόνο δα σου κάνω τσ'άρτους. Και το ντελόγω 'φύγαν οι κεφαλές, κι απο 'κεί πέρα τσ'ήκανε κάθα χρόνο.
Ζωγράφος, Χρηστάκης
(
1896
)
Ένας άλλος Αξικός μια φορά έσκαφτεν κ'εύρηκεν ένα καζάνι κάρβουνα, κατάλαβεν πως είναι στοιχειωμένα φλουριά. Πήρεν μερικά και πήγεν και τάρριξεν μέσα στο βασιλικό δρόμο κ'έκατσεν και περίμενεν μπα θελα περάση κιανείς τυχερός. Περάσανε πολλοί μα πράμα. Ύστερα επέρνανε ένας καβαλάρης. Μια στιγμή σαν έφτασεν στα κάρβουνα πεζέφνει απο τ'άλογον του και πιάνει ένα κάρβουνο και γίνηκεν αμέσως χρυσό φλουρί...
Άγνωστος συλλογέας
(
1925
)
Ο κύρης μου ‘τον-ε αλετρουδιάρης με το Βοσκογιάννη. Και κάθ’αργά εγρύκαν ο Βουσκογιάννης ένα στοιχειό κ’ ήσυρν’ αλυσσίδες. Και του λέει και κύρης μου. Αργά πάλι που δα τακούσης να μου φωνιάξης κ’εμένα να το ‘δώ. Και τη νύχτα ήθεκ’ο κύρης μου ‘ς τη μπόρτα ομπρός και του γρυκά πάλι τη νύχτα ο Βοσκογιάννης και λέει του κυρού μου. Σήκο κ’εδά ‘ναι το στοιχειό επαδά ‘πόξω. Και σηκώνεται κι ο κύρης κάτω...
Ζωγράφος, Χρηστάκης
(
1896
)
Τον μύλο τον είχε νοικιασμένο ο πατέρας μου (από τον Μπέη)ήμουνα μικρός. Τα μεσάνυχτα σταματούσε ο μύλος. Από την φωτιά που είχαμε εκεί αναμμένη έπαιρνε ο πατέρας μου ένα δαυλί και το πέταγε κάτου εκεί στην φτερωτήν που πέφτει το νερό κάτω στο υπόγειο. Μόλις πέταγε το δαυλί άρχιζε πάλιν να αλέθη ο μήλος και έλεγε ο πατέρας μου : να άρχισε να αλέθη, ο δαίμονας τον κρατούσε.ν Εκεί μόνος σου να κοιμηθής...
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1965
)
«
»
Search Digital Repository
This Collection
Browse
All of the Digital Repository
Archive & Collections
Place recorded
By Time Recorded
Authors
Lemma
Legend classification (acc. Politis)
Source index
Titles
This Collection
Place recorded
By Time Recorded
Authors
Lemma
Legend classification (acc. Politis)
Source index
Titles
My Account
Login