Toggle navigation
Ελληνικά
English
English
Ελληνικά
English
Login
Toggle navigation
Recent submissions
Homepage
Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
Παραδόσεις
Recent submissions
Homepage
Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
Παραδόσεις
Recent submissions
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
Παραδόσεις: Recent submissions
Now showing items 3201-3220 of 6798
Μια βρύση που λέγεται Μέγα. Εκείνα τα χρόνια ήταν ένας αράπης. Τον γνώριζαν. Έφυγε από δώ και πήγε στα Γιάννενα σ’αυτή την πόλι που κατοικείται τώρα. Από κεί αυτός τις είδε τι έκαμε τον σκότωσαν. Επήραν του Αράπη το χέρι και το έρριξαν μέσα στην λίμνη των Ιωαννίνων και λένε ότι μετά το χέρι του εβγήκε εδώ που είναι η βρύση τώρα. Μόλις το είδαν εδώ είπαν μεγά πράμα να βγή το χέρι εδώ στη βρύση και...
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1965
)
Εκειά μέσα στην ίδια Εκκλησία στην Αξό στην Αγιά Ερήνη στο Ιερό τζη λένε πως είναι καμπάνες χρυσές στοιχειωμένες κρεμασμένες σ'έναν πηγάδι μέσα. Πήγαν μερικοί και σκάψανε να τσοι βγάλουν μα τη μια φορά βγήκανε κοκκινόσβουροι και τσοί σφίξανε απο πίσω κ'εφύγανε κι άλλη φορά σαν εβρήκανε τον πρό του πηγαδιού έκαμεν το νερό ένα χόχλα, φούσκωσεν κ'ήθελα τσοί πνίξη, άν δεν εφεύγανε κι απός τότε καινείς...
Άγνωστος συλλογέας
(
1925
)
Πριν απο 30 ή 40 χρόνια οι κάτοικοι του χωριού πίστευαν πως στο Μεγάλο Βάλτο, απο τον οποίο πήρε και το όνομα του το χωριό, έβγαινε ένα στοιχειό. Το στοιχειό πίστευαν πως άλλοτε έβγαζε φωνές, σαν του βοδιού, άλλοτε πάλι πως βέλαζε σαν το πρόβατο και άλλοτε παρουσιαζόταν σαν φωτιά.
Στεφανίδης, Σπυρίδων
(
1962
)
Εκειά στην Αξό είναι μια εκκλησιά μεσοχαλασμένη ''η Αγιά Ερήνη''. Είναι σταυρωτή Βυζαντινή με κουμπέ (θόλο, τρούλλο). Είναι κορφήν του κουμπέ λένε πως είναι χτισμένες στοιχειωμένες ένα καζάνι λίρες και φλουριά μα κιανείς δεν αποφασίζει να τονε χαλάση για να το πάρη γιατί γή θα γίνουν κάρβουνα γή σβούροι γη θα ποθάνη, όποιος τονε χαλάση αυτός και τα παιδιά του. Μια μέρα απο χρόνους πέρασεν ένας Μιλιόρδος...
Άγνωστος συλλογέας
(
1925
)
Όταν επήγαινα να σαραντίσω το μικρό καβαλίκεψα στο άλογο την ώρα που εβγήκε το φεγγάρι και όπως επήγαινα στο άλλο χωριό σε μια στιγμή βγήκε μπροστά μου κάτι σα λαγός. Το άλογο σταμάτησε. Αυτό έβγαινε τότε μπροστά μας πολλές φορές, Άλλοτε έβγαινε σαν προβατίνα άλλοτε σαν σκυλί. Στο μέρος εκείνο ήταν μια μεγάλη συκιά. Εγώ όμως δεν μπόρεσα να περάσω γιατί το άλογο σταμάτησε και γύρισα πίσω. (σαραντίσω=...
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1965
)
Εδώ στον Άη Ματιά (=Άγιος Μάνθος) στο ρέμα λένε πως έχει αράπη. Όπως αλωνίσαμε την ημέρα το βραδάκι λέει ο πατέρας μου : ‘’Νίκο κάτσε εδώ πέρα να πάω στη Χώρα και θα γυρίσω’’. Εγώ νύσταξα κ’έπεσα στ’αλώνι μέσα. Τα μεσάνυκτα ξυπνάω και δεν βλέπω το πατέρα μου να ‘χη γυρίσει. Ξανακοιμήθηκα και κατάλαβα ένα βάρος απάνω μου. Όταν ήρθε ο πατέρας μου το πρωί του ‘πα πως είδα ένα βάρος απάνω αψηλό. Λέει...
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1960
)
Τους ναούς αυτούς φρουρούν διάφορα στοιχειά. Στην Πλατανούσσα αίφνης παραδέχονται ότι υπάρχει ένα στοιχειό με φτερά στον άγιο Κωνσταντίνο και ένα άλλο ‘’στο θεοτόκο’’. Τούτο το είδε, η Παρασκευή Τζίμα-Τσιάπαλη εκ Καρυδέας όπως μου διηγήθηκε η ίδια, προ 40 ετών περίπου ένα μεσημέρι κοντά στο πηγάδι. Έχει μήκος περί τα 50 μέτρα και το κεφάλι του είναι χρυσό. Όλοι πιστεύουν ότι τούτο κατοικεί στο ταβάνι...
Γεωργούλας, Σωκράτης Δ.
(
1966
)
Μνιά βολά, λέει, ο κύρης μου με τον Ανεγνώστη Μπελιμπαπάκη, επηγαίναν-ε 'ς τη Χώρα. Κι όντεν επερνούσαν-ε, λέει, 'ς τον Άι- Σάββα, ο Ανεγνώστης Μπελιμπασάκης εβουβάθηκε, και τον ερώτανε, λέει, ο κύρης μου και ήρχισε να λέη τσή Πναγίας τσυ στίχους. Και 'ς τον Αρμυρό, λέει, παραπέρα ετελείωσε τσυ στίχους κ'εξβουβάθηκε Ανεγνώστης Μπελιμπασάκης, και του 'λεγε ;- Δεν είδες, λέει μωρέ, ένα γκουλουκάκι 'πού...
Ζωγράφος, Χρηστάκης
(
1896
)
Μια άλλη βολά μιά γεναίκα ερχόταν απ'του Καλού ήτο πάλι μεσημέρι και έκουσε τ'όνομάν της και 'ύρισε και θωρεί μια γεναίκα με τ'άσπρα τότε ξανακούει τ'όνομάν της και 'πολοήθη και αμέσως έπαθε γκόλωμα, αυτό έφυε με αγιωτικά. (γκόλωμα=στράβωσε η μούρη του).
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
(
1964
)
Νέσυρε μια κόρη νερό μεσημέρι απο τη βιστέρνα στη Τραχαντήρα (ανατ) και ο τράχηλος (=στόμιον) ήτο μεάλος το νερό παίζει και έχει στοιχειό και την τράβηξε κάτω. Το στοιχειό του νερού έχει τις καλές του έχει και τις κακές του, μπορεί 'ά κοιμόταν 'κείνη την ώρα και με το νέσυρμα να το ξύπνησε και θύμωσε.
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
(
1964
)
Μνιά φορά ο Σφακιανός επήγε κ'ήθεκεν -ε 'ς ταλετρουδιό μέσα του πύργου. Και ήθεκε-νε 'κειδά και είδε 'να ναράπη κ'ελάλειεν-ε το μουλάρι που 'χενε 'ς αλετρουδιό κι' όντε το 'λέλειεν-ν γέλαν-ε. Και ο Σφακιανός είδε τα 'δόντια ντου κ'εγαλανίζαν-ε γέλαν-ε.΄Και ο Σφακιανός είδε τα 'δόντια ντου κ'εγαλανίζαν-ε κι απού το φόβο ντου εκατουρήθη'απάνω ντου και ήφυγε κ'υπήγε και το 'λεγε των ανθρώπω.
Ζωγράφος, Χρηστάκης
(
1896
)
Κάτι κάτοικοι έφεραν νύχτα ξύλα. Πέρασαν από την κερασιά κοντά στο Λάκκο και παρουσιάσθηκε μια γίδα. Μετά βγήκαν πάνω στη Ράχη. Τα δικά μας κοπάδια κοιμόντουσαν. Μόμισαν οι κάτοικοι ότι ήταν από το κοπάδι. Αυτή με με…με… Επήγαν να την πθιάσουν και έφυγε κάτω προς τα χωράφια και μετά κατάλαβαν, ότι ήταν δαιμονικό. Εμείς είχαμε τα ζώα στο στάβλο μας κοντά στο σπίτι μας. Είχαμε τότε επί Τουρκίας πολλά...
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1965
)
Όταν ένα παιδί το γαφτίζη ο παπάς και δεν του πή τα λόγια όλα γιατί έχει ξεχάσει αυτό το παιδί άμα μεγαλώση τως παρουσιάζεται μπροστά τους, το στοιχειό για να τους πειράξη. Παρουσιάζεται διάφορα είδη και χοίρος, γάδαρος, κατσίκα.
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1958
)
Άν τύχαινε καμιά φορά να βρή το θησαυρό, χωρίς νάναι τυχερός, εγίνουνταν κάρβουνα μαύρα γη σβούροι κόκκινοι και φεύγουνε. Καμιά φορά νειρεύγει το στοιχειό τον τυχερό να κάμη στον τόπο πούναι το βίος γη μαγικά γη να σφάξη εκειά πράμα ζώ, για να ξεστοιχιώση. Οι θησαυροί είναι φυλαμένοι σε καζάνια χρυσά γη μπακηρένια γη κουρούπια. Πολλές φορές φαίνονται τα χείλια του καζανιού και περνούν και τα πατούν...
Άγνωστος συλλογέας
(
1925
)
Μνιά βολά ‘να γκοπέλι ‘ς το Μοναστήρι (‘ς τα Σαββατιανά) επήγε ‘κειά ‘ς το γεφύρι κ’εκολύμπανε. Και ήτονε ‘κειά κ’ένας άνθρωπος και τονέ λέγανε Χατζά και δεν αγάτεχε είντα λογιώ να το φοβερίση να μην πηγαίνη ‘κει΄να κολυμπά. Και μνιά νημέρα εκατέβαινε ‘που τα ξύλα, και ‘κεινιά την ώρα ετοιμάζουντονε το κοπέλι κ’ήτονε γδυμνό για να ‘μπή πάλε να κολυμπήση. Και βάνει ο Χατζής το γαμπά ντου από ‘μπρός,...
Ζωγράφος, Χρηστάκης
(
1896
)
Στα Λιάδια (βορ.) εκειά είχε ένα σπηλάδι που εκάθετο ο πάππους μου με άλλους κ’εξωμέναν κ’ένα βράυ ετέλεψεν τους το νερό και θέλαν και ‘α πιούν ήτο βράυ και φοούντο μα θέλαν και να πιούν γιαυτό ‘ποφάσισαν και πααίναν ‘ά πάρουν νερό απ’τη βιστέρνα πήραν το νερό και τρεχοί ήρταν γιατί εθωρούσαν αλλόκοτα πράματα ήμπαν μέσα είχαν όμως κ’ένα σκύλλο που ο σκύλλος μόλις ήμπαν εγαύγιζε συνέχεια, (δ)εν σταματούσε,...
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
(
1964
)
Μια ιδιαίτερη ακλόνητη πίστη έχει ο λαός για τα στοιχειά. Τα στοιχειά κατά τσοί λαικές ιδέες είναι σα φαντάσματα γη ψυχές που φαίνονται και φυλάσσουνε θησαυρούς. Τα στοιχειά παρουσιάζονται σα γέροντες γη τοί πλειά φορές σαν Αράπηδες γή σαν έχνη (ζώα) σα μαύρος σκύλος, κάτης, βούγι. Οι παλαιοί εχώνανε τσοί παράδες των, τα φλουριά, όσον μπορούσανε σε τόπους που να μη βρίχνουνται ; Μα για πλειά ασφάλεια...
Άγνωστος συλλογέας
(
1925
)
Το Ζώπηον
Ο Σατσελλάρης ο Χουρδάς μούπεν : έναν μεσημέρι ηρκούμεστε που τόμ Βαθύ (τοπωνύμιον) και σαν είμεστε γκόμα στ'ανεβόλεμα (ανήφορο) της Πη(γ)ής (η κορφή του βουνού), η(δ)ίψασεν η κουνιάδα μου κι ήπηεν να ψή νερό που το πη(γ)άιν πούναιν 'κειάμεσα στο μιάλο λαγγά(δ)ι, κι ήτον μαλαμένη (στα έμμηνα) κι ηστράβωσεν της τα μμάgια το Ζώπηον του πη(γ)αgιού και (δ)εν εί(δ)ασιν 'κόμα θαράψα.
Ζερβός, Ιωάννης
(
1958
)
Τα στοιχειά
Άλλος πάλι έσκαφτεν κ' εβγήκανε κοκκινόσβουροι πολλοί να τον πνίξουνε. Ήτον κοντά στο δρόμο κ' επέρναν κατά τύχη ένας ξένος. Θωρεί πως είχαν οι σβούροι σε κίνδυνο τον άλλο, τρέχει τα του βουξθήξη βγάνει το μαντήλι του κτυπά ένα σβούρο. Ο σβούρος πέφτει κάτω και γίνεται ένα χρυσό φλουρί. Χτυπά ο ξένος δεξιά ζερβά και πέφτουν κάτω οι σβούροι όλο φλουριά και εννοείται πως εκάμαν κ' οι δύο την τύχην ...
Άγνωστος συλλογέας
Γεωργία
Παραμονή της πρώτης του Σιτέμπρη το βράδυ ώς άψουν οι λάμπες θα βάλωμε χάμαι το καρπούζι και το ρούδι (=ρόδι) για να 'ρθη το στοιχειό του σπιτιού τη νύχτα να φάη. Και για να 'ναι το σπίτι ολοχρονής του χρόνου γεμάτο ως το ρούδι : To έθιμο γίνεται και τώρα και βάζομε μαζί με το ρούδι και το καρπούζι και γλυκό του κουταλιού.
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1958
)
«
»
Search Digital Repository
This Collection
Browse
All of the Digital Repository
Archive & Collections
Place recorded
By Time Recorded
Authors
Lemma
Legend classification (acc. Politis)
Source index
Titles
This Collection
Place recorded
By Time Recorded
Authors
Lemma
Legend classification (acc. Politis)
Source index
Titles
My Account
Login