Toggle navigation
Ελληνικά
English
English
Ελληνικά
English
Login
Toggle navigation
Recent submissions
Homepage
Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
Παραδόσεις
Recent submissions
Homepage
Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
Παραδόσεις
Recent submissions
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
Παραδόσεις: Recent submissions
Now showing items 1501-1520 of 6798
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1940
)
Είχα έναν αξάδερφο, αυτός τ΄ άρεσε το ψάρεμμα πολύ, αλλά σηκωνούντανε νύχτα να πάη να ψαρέψη, να πούμε ήθελε να πάη, από τις εννιά το βράδυ θα έφευγε απ’ τη χώρα και θα πήγαινε στον κάμπο για να ψαρέψη. Ο κάμπος άπεχε και δυόμιση ώρες. Αυτός έπιασε την κουβέντα μ’ ένα φίλο του και περπατούσαν σιγά – σιγά και πέρασε η ώρα και δεν το καταλάβανε. Λοιπόν ήταν να περάσουν ένα ρέμμα και να πάνε απέναντι....
Ταρσούλη, Γεωργία
(
1939
)
Στα παλιά χρόνια, επί τουρκίας, ήτονε στο Παρθένι ένα σπιτάκι. Λοιπόν εκεί επήαινε ένας τούρκος μπέης κ’ ήκανε μπάνιο. Αυτός εκρατούσε το κεμέρι (πορτοφόλι) με τις λίρες. Στο Παρθένι ήτανε κάτοικος ο γέρω Χαρινιός. Αυτός για να πάρη τις λίρες του Τούρκου επήρε το τουφέκι και τον εσκότωσε μέσ’ στη θάλασσα. Του ‘πήρενε τις λίρες κ’ ύστερα άνοιξε ένα λάκκο και τον έβαλε μέσα. Τότες με πολλά χρόνια άρχισε...
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1958
)
Η Μαρία του Ξύδη... Μου διηγείται η μητέρα μου μιαν ιστορίαν για την γυναίκα αυτή: Μια φορά 'ρχότανε με την μάννα της από κάπου και καθίσανε λίγο πιο πέρα απ' το νεκροταφείο. Ήτανε η μέρα της Μεγάλης Παρασκευής, στο μεσημέρι της απάνω κάτω. Και μόλις καθίσανε βλέπουνε στα απέξω του νεκροταφείου χωράφια, μια γυναίκα να βόσκη ένα προβατάκι. Τη γνορίσανε αμέσως και φορούσε ως και τα ρούχα ακόμα που φορούσε...
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή
(
1928
)
Φαντάσματα
Ένας ερχόταν στη Σπάρτη από το Παρόρι. Είτανε ακόμη μεσάνυχτα και κεινού του φάνηκε ότι εξημέρωσε, γιατί είτανε αστροφεγγιά. Στο μισοδρόμι που ερχότανε καβάλλα, πάει από πίσω του και καβαλάει ένας άνθρωπος και βάρεγε τ' άλογο και τούλεγε: Ντι – Ντι! Ο άνθρωπος δεν εμίλησε καθόλου, παρά έλεγε εκκλησιαστικά και όταν έφτασε απ' όξω απ' την Σπάρτην, χάθηκε ο άνθρωπος που είχε κολλήσει από πίσω.
Ζαλούμης, Γ.
(
1914
)
Φαντάσματα (φανταξά) ούτω καλούσαν οι Κρήτες μυστηριώδεις τινάς θεότητας διατριβούνας εις ιδιαίτερα τινα μέρη και τόπους, ους τρομάζουσι να διήθωσιν εν καιρώ νυκτός, και υπό διαφόρους μορφάς ποτέ μεν αγρίας ποτέ δε οπωσούν υποφερτάς εμφανιζομένας εις του ανθρώπους, ους θέλουσι να ταράξωσι. Συνήθως δε θεωρούνται τοιαύτα αι σκιαί των νεκρών και μάλιστα των βιαίως αποθανόντων ανθρώπων υπό κρεμνού ή όπλον...
Ζωγραφάκης, Ιωάννης Ν.
(
1888
)
Ταρσούλη, Γεωργία
(
1939
)
Παράδοσις τα στοιχειά
Ο παππούς μου ήτανε Σαμιώτης κ’ είχε τρία ασερνικά παιδιά. Από ‘κει ήφυε κ’ ήρθε εδώ στη Λέρο κ’ εκατακάθισε (=εγκατεστάθη). Το σπίτι που ‘γοράσενε ήτανε κοντά στην εκκλησία της Αγ. Παρασκευής (= κάτω ‘πό το Κάστρο). Εκείνα τα χρόνια εθάβγανε τσ’ αθρώπους στην Αγιά Παρασκευή. Αυτό το μοναστήρι είχε δυο ξώπορτες, μια κατά τη θάλασσα κατά το Λεβάντε και την άλλη κατά το μαΐστρο. Τα παιδιά αυτά σαν ήρθανε...
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1958
)
Φαντάσματα
Εις του Μώρου το λογγάδι βγαίννει ένας Μώρος με το τσιμπούκιν του κι όποιος περάση απ' εκεί νύχταν και δεν κάμη το σταυρόν του παθθαίνει. Λέγουν πως ένας γέρος επέρααν απ' εκεί και δεν έκαμεν το σταυρό του και τον εστράβωσεν ο Μώρος. Εις το Μαγαζζί βγάννει μια Γουρούνα με δώδεκα γουρουνάκια λέγουν πως την είδεν ένας κ' εκουτσάθθη.
Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου
(
1918
)
Φαντάσματα
Ένας ερκόνταν αφ' τομ Μεθυστή κ' εδεκεί στο γεφύριν Άϊ – Αντώνι ήκωσεμ – μιλιές κ' άμα πήεν κοντά εν ήθεν το γαδούριν να πα μηδ' ομπρός μηδ' οπίσω. Φαίνεται ήβλεπεν κάτι τις. Εναδεύτην κάμποση ώρα. Λε “Έλα, Παναγία μου, αντά παθεν το ζζω”, κάμνη και το σταυρόν του κ' είδεν έναμ μαύρο σκύλλο κ' ήτρεχεν. [Μεθυστή= τοπωνυμία Χαλκιού]
Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου
(
1918
)
Επάαινα μεσάνυχτα (εθαρρεύτηκα πως ήτανε μέρα) στ’ αbέλι μου κ’ εκεί που ‘πήα να περάσω στην Αγιά Μαρίνα παραπάνω (στου Μάdα) είδα κάbοσα σα κεφαλάτσα (=κεφαλάκια) κόκκινα. Εθάρρουμουνε πως ήτανε βοσκόπαιδα κ’ εφορούσανε κόκκινα κουκουλάτσα. Επήα να περάσω κι αυτά δε μ’ αφήκανε μόνο μου πετούσανε χοχλιδάκια (= μικροί χάλικες) μπροστά μου. Ήκουσα κ’ ερχέψαν κ’ εγελούσανε εφοβήθηκα κ’ εστράφηκα πίσω...
Ήμελλος, Στέφανος Δ.
(
1959
)
Ήτανε ένα παλληκάρι κι ηρχούντανε αφ’ τα λουτρά. Ερχούντανε νύχτα, στου Καλογέρου τηγ κουντουριδιά, εκεί άκουσε, που ερχούντανε από πάνω ένα ποτάμι, τραγούδια, φασαρία είχαμε και παιγνίδια. Αυτός κρύφτηκε για να μη τον δούν στο τέλος, αφού πέρασαν τα παιχνίδια και ο κόσμος στο τέλος είχε μια κόρη και κρατούσε ένα παιδί και μια γριά από πίσω, μόλις ήρταν κοντά λέει αθρωπινό κριάς μυρίζει να του φτύσω,...
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
(
1962
)
Φαντάσματα: Μια φορά ένας άθρωπος επήε στο γιαλό να πιάη καένα ψάρι. Τα μεσάνυχτα έκατσε να φά' και 'κεί που 'κατσε να φά' εκατήβαινε α(π)ό πάνω ένα απολάρικο (εκείνα τα παιδιά που πεθαίνει αβάφτιστο) και εφώναζεν που απάω που απάω, άμα επήε κοντά στον άθρωπο που 'τρωε, εφοήθη ο άθρωπος κι έπιασε μ' ένα μαχαίρι μαυρομάνικο και του 'δωκε ένα κομμάτι ψωμί με το ζερβό το χέρι (που'ν το χέρι της καρδιάς)...
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
(
1962
)
Στου Κομμέν’. Ήταν κάποτ’ ένας ξένος δραγάτ’ς. Τη νύχτα είχι ανάψει φωτιά για να μη κρυγιώνη, φθινόπωρος ήτανε. Κει απέναντι γάμος γένονταν, πυροβόλ’σαν και τον σκότωσαν. Και τώρα λένε στο μέρος εκείνο, στου Κομμέν’ βγαίνει φάντασμα. Κάτω από το τοπων. Κομμέν είναι το «Αλοίμονο».
Οικονομίδης, Δημήτριος Β.
(
1959
)
Τυχαίνει καμιά φορά, που είναι νύχτα και κοιμόμαστε, ακούμε μια φωνή που μας φωνάζει, τάχα γνωστή. Είναι μια ψηλή ή χοντρή φωνή, που φαίνεται ότι δεν είν’ ανθρώπινη. Σ’ αυτή δεν πρέπει ν’ απαντήσουμε αμέσως. Να περιμένουμε πρώτη, δεύτερη, και τρίτα φορά κι ύστερα ν’ απολοηθούμε. Στην 4η μπορούμε να είμαστε ήσυχοι, γιατί αν είναι φίλος ή γείτονας (άνθρωπος) θα επιμείνη και θα φανή. Μια φορά ένας απολοήθηκε...
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1960
)
Εξοχίτης ένας, ένα βράδ' περνούσε στον Άη Μάρκο και τον ακλούθαγε μια κηδεία με τον παπά και τον κόσμο. Κι ήρθαν ως το σταυρό και χάθηκε η κηδεία.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1959
)
‘Ένα βράδυ, τότες που ήμουν παιδί, επήγαινα με φεγγάρι μόνος μου. Καθώς έφτανα στο σπίτι μου, βλέπω πάνω σ’ ένα φρυδάκι τη μητέρα μου. – Τι με περιμένεις, μάννα; Δε φοβάμαι. Της το ξαναλέω, εκείνη δε μιλούσε. Εκατάλαβα στο τέλος πως ήτανε φάντασμα.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1960
)
Μια γυναίκα, πολύ όμορφ’ πήγαινε περπατούντα. Τσ’ έκρινε: Κυρά Λένη, κυρά Λένη! Η αδερφή της βαβάς μ’ πήγαινε στα Καζαναριά εκεί που φκιάνανε το τσίπουρο. (στη βρύσ’ και στον πλάτανο κοντά; ακόμα και σήμερα. Το καλοκαίρ’ ψήνανε τα μούρα, τα δαμάσκηνα, αχλάδια, κορόμηλα κι εβγάζανε το τσίπουρο. Στήνανε 2 -3 καζάνια καθένα την τοποθεσία τ’). Εκεί κοντά, άκουσε τη νύχτα μια φωνή. – Κυρά Λένη! Εβγήκε...
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1959
)
Στον Άη Μάρκο έλεγαν (όταν ήμουν μικρός) πως έβγαινε ένα γ'ρούν'. Ήτανε μεγάλα πουρνάρια. (500 χρόνων). Έρχονταν κόσμος δώθε να περάσουν εκεί πέρα. Κι είδαν ένα γρούν' αγριόγ'ρνο. Το χτυπούσαν να φύγ' δεν έφιβγε. Τους πήρι ακλούθα ως το “κονισματάκι” και κει χάθ΄κε.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1959
)
Έβγαιν' ένας μπ'γάς και μούγκριζε απ' εδώ απ' τον Άη Γιώργ' ως τον Άη Νικόλα κι μπούριζε. Η βάβα μου είχε χάσει ένα δικό τ'ς βόδι άκουσε το μπούρισμα (= μούγκρισμα) και βγήκι. Είδι τότις ένα μπουγά θερίονε, με κέρατα λαμπερά. Δεν έκρινε ντίπ' κι μπήκι μέσα.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1959
)
«
»
Search Digital Repository
This Collection
Browse
All of the Digital Repository
Archive & Collections
Place recorded
By Time Recorded
Authors
Lemma
Legend classification (acc. Politis)
Source index
Titles
This Collection
Place recorded
By Time Recorded
Authors
Lemma
Legend classification (acc. Politis)
Source index
Titles
My Account
Login